Του Θάνου ΧατζόπουλουΕίθισται, μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, εκλογολόγοι και πολιτικοί αναλυτές να προσπαθούν να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα, να αναλύουν το «μήνυμα της κάλπης» με βάση τα ποιοτικά στοιχεία των exit poll και τα ποσοτικά του ίδιου του εκλογικού αποτελέσματος. Αναλύσεις χρήσιμες για τα επιτελεία των κομμάτων, ιδίως για εκείνα που καθορίζουν την τακτική και τη στρατηγική τους με βάση τις συμβουλές των επικοινωνιολόγων. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου με την προφανή σημασία τους για όλους εμάς στην Αριστερά εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα ερωτήματαΠράγματι, από την επομένη των εκλογών δημοσιεύθηκαν πολλές αναλύσεις και σε αρκετές από αυτές μπορεί να ανιχνευθούν ενδιαφέροντα στοιχεία για όσους θέλουν να απαντήσουν σε ερωτήματα, όπως «πού οφείλεται η άνετη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ;» ή «γιατί η απέτυχε να μπει στη Βουλή η ΛΑΕ». Τα στοιχεία που επικαλούνται οι αναλυτές, είναι σχεδόν τα ίδια (τα αποτελέσματα του υπουργείου Εσωτερικών, το κοινό exit poll, οι έρευνες των τάσεων της κοινής γνώμης, που διεξάγονται από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων), τα συμπεράσματα, όμως, διαφέρουν. Μάλιστα, ο επιμελής αναγνώστης μπορεί να μείνει με την εντύπωση, πως τα στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιωθούν συγκεκριμένες πολιτικές με το επιχείρημα ότι «αυτό θέλει ο λαός». Ιδίως μάλιστα όταν επιχειρείται μέσω της ανάλυσης των στοιχείων να δοθεί απάντηση σε σύνθετα ερωτήματα, όπως «τι έκανε ο κόσμος του «Όχι» στις εκλογές», αν «οικοδομείται ένας νέος δικομματισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ στη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ», αν «ο Τσίπρας αντικατέστησε το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο με τη νέα διαχωριστική γραμμή παλαιό – νέο» (ανάλυση της Κάπα Research για την εφημερίδα «Το Βήμα») ή πως «η αύξηση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ στα μεσαία και ανώτερα στρώματα (αύξηση 11,8 μονάδ��ν σε όσους ζουν άνετα και τα καταφέρνουν και μείωση 7,2 μονάδων σε όσους θεωρούν ότι υπάρχει δυσκολία), σε όσους ανήκουν στην Κεντροαριστερά και το Κέντρο, αλλά και στους συνταξιούχους, αναδεικνύουν ένα διαφορετικό ΣΥΡΙΖΑ, που ενδεχομένως βρίσκεται σε μεταβατική φάση» (ανάλυση του Κ. Πουλακίδα στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής με βάση στοιχεία από το αθροιστικό αρχείο των Προεκλογικών Βαρομέτρων της Public Issue).
Ταπεινή γνώμη του γράφοντος είναι πως τέτοιες αποφάνσεις διαβάζουν με πολιτικό τρόπο τα στοιχεία για να καταστήσουν αντικειμενική αλήθεια είτε την προσδοκώμενη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ. Τσίπρα προς το «ρεαλισμό» ή την κυοφορία ενός «διαφορετικού» (ως προς τι άραγε;) ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κάνουμε δίκη προθέσεων αλλά οι παραπάνω διατυπώσεις αυτή την αίσθηση υποβάλλουν.
Για να ελέγξουμε αυτό τον ισχυρισμό, καταφύγαμε και εμείς από την πλευρά μας στα στοιχεία και τις εκτιμήσεις των αναλυτών και παραθέτουμε τη δική μας ανάγνωση.
Ο «νέος δικομματισμός»Σύμφωνα με το κοινό exit poll, λιγότεροι από τα 2/3 των ψηφοφόρων που αποτέλεσαν την εκλογική βάση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ταυτίζονται με το κόμμα που υπερψήφισαν. Στο ερώτημα «πόσο κοντά αισθάνεστε στο κόμμα που θα ψηφίσετε», μόλις το 34,7% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και μόνο το 32,5% των ψηφοφόρων της ΝΔ νιώθουν «κοντά» στο κόμμα που επέλεξαν. Άρα, δεν πρόκειται για αναστήλωση του δικομματισμού της μεταπολίτευσης με το ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, εκτιμά ο πολιτικός αναλυτής Γ. Σεφερτζής ( άρθρο στο Popaganda). Ένα το κρατούμενο, που λέγαμε στο Δημοτικό.
Η ταξικότητα της ψήφουΟ ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από στρώματα διαφορετικά εκείνων που τον ανέδειξαν στην εξουσία τον Ιανουάριο; Έχει μεταλλαχθεί όπως διατείνονται αρθρογράφοι, τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών. Και αν ναι, σε ποιο βαθμό διαμορφώνεται ένας διαφορετικός ΣΥΡΙΖΑ;
«Η ταξικότητα της ψήφου, που καταγράφηκε τόσο δυναμικά στα εκλογικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου και επιβεβαιώθηκε με τη γεωγραφία του Δημοψηφίσματος, σταθεροποιήθηκε και έδειξε και σημάδια εμβάθυνσης στις εκλογές του Σεπτεμβρίου» επισημαίνει σε ανάρτησή του στο facebook ο Χριστόφορος Βερναρδάκης. Και παραθέτει ορισμένα στοιχεία: «το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις κατεξοχήν εργατικές - λαϊκές περιοχές του Λεκανοπεδίου ήταν 42.8% τον Ιανουάριο και 42.7% το Σεπτέμβριο. Αντίστροφα, το ποσοστό της ΝΔ στις ίδιες περιοχές πήγε από 18.8% τον Ιανουάριο στο 18.2% το Σεπτέμβριο».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ», γράφει ο Γεράσιμος Μοσχονάς (στην εφημερίδα «Το Βήμα») «κοινωνιολογικά, παραμένει με διαφορά, όπως και τον Ιανουάριο, το πρώτο κόμμα μεταξύ των ανέργων (43,3% έναντι 43,5%), και καταγράφει, αν και με απώλειες, τα υψηλότερα ποσοστά στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (37,4% έναντι 39,5% τον Ιανουάριο), του δημόσιου τομέα (37,1% έναντι 38,1%) αλλά και στο γυναικείο πληθυσμό. Ως προς την ταξική γεωγραφία της ψήφου, επέδειξε εξαιρετική σταθερότητα στη Β΄ Πειραιώς, πολύ μικρή απώλεια δυνάμεων στα λαϊκά-μικροαστικά προάστια της Β΄ Αθήνας (μόλις - 0,9%: από 41,95% τον Ιανουάριο σε 41,05% το Σεπτέμβριο), ελαφρώς μεγαλύτερη μείωση στα ενδιάμεσα στρώματα (-1,55%: από 38,42% σε 36,87%) και σαφώς ισχυρότερη στα μεσοαστικά - αστικά (-2,44%: από 23,5% τον Ιανουάριο σε 21,06% το Σεπτέμβριο ). Η μεγάλη υποχώρησή του μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών (28,7% έναντι 33,5% τον Ιανουάριο) φαίνεται να συνδέεται λιγότερο με κάποιου είδους ταξική περιχαράκωση και περισσότερο με την οικονομική ανασφάλεια και τις κακές οικονομικές επιδόσεις της επτάμηνης διακυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την εντυπωσιακή του νίκη επιβεβαίωσε τον, από τον Ιανουάριο, συντελεσθέντα μετασχηματισμό του σε αριστερό λαϊκό πολυσυλλεκτικό κόμμα».
Με βάση τα ίδια στοιχεία, ο Μοσχονάς και ο Βερναρδάκης βγάζουν διαφορετικά συμπεράσματα από την Public Issue, που επικαλείται η Αυγή. Δεύτερο κρατούμενο.
ΜετακινήσειςΑπό τα exit poll, προκύπτει πως οι μετακινήσεις από το ΣΥΡΙΖΑ στη Νέα Δημοκρατία είναι 7,9%, ενώ η αντίστροφη μετακίνηση, από τη ΝΔ στο ΣΥΡΙΖΑ είναι 3,1%. Το 6,0% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκε προς τη Λαϊκή Ενότητα.
Από τη δεξαμενή του «Όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου, το 53,1% επέλεξε το ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη. Η Χρυσή Αυγή προτιμήθηκε από το 9,7%, το ΚΚΕ από το 6,9% και η Λαϊκή Ενότητα μόλις από το 3,8%. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Παναγιώτης Κουστένης στα «Ενθέματα» της περασμένης Κυριακής, «οι μισοί τουλάχιστον από τους ψηφοφόρους, που στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 μετακινήθηκαν από τη Χρυσή Αυγή προς το ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας έντονα αντιμνημονιακά και κυρίως αντινεοδημοκρατικά χαρακτηριστικά, στις εκλογές της περασμένης Κυριακής επέστρεψαν στη Χ.Α.». Άρα, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξαν δραματικά σε σχέση με τον Ιανουάριο και η εκτίμηση για «στροφή» ή «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική εκτίμηση και όχι αντικειμενικό γεγονός.
Όπως παρατηρεί ο Γ. Σεφερτζής, «με την απορρόφηση της τιμωρητικής ψήφου από την αποχή, το ποσοστό της αντισυστημικής ψήφου, που μπήκε στο παιχνίδι του κομματικού ανταγωνισμού της 20ης Σεπτεμβρίου, περιορίστηκε στο 1/5 περίπου του εκλογικού σώματος (ψηφοφόροι Χρυσής Αυγής, ΚΚΕ, Ένωσης Κεντρώων, Λαϊκής Ενότητας, λοιπών εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών), κάνοντας τη ζυγαριά να γείρει προς την κατεύθυνση της «χρήσιμης» ψήφου, με τα κριτήρια της οποίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος καταστάλαξε στις τελικές κομματικές της επιλογές».Τα δύο κριτήρια που πρυτάνευσαν, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν: α)εκχώρηση μίας «δεύτερης ευκαιρίας» στην απερχόμενη κυβέρνηση, β) ανάγκη μίας «καθαρής» εντολής, ώστε να αποκλεισθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο παρερμηνείας ή αμφιβολίας. Αλλά σημειώνει ότι αυτό δεν σημαίνει πως «θα είναι απλή η εφαρμογή της συνταγής, που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ των ‘μη προνομιούχων’ να ηγεμονεύσει της εποχής του, στηριζόμενο στα λαϊκά στρώματα, που σήμερα στηρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα». Τρίτο κρατούμενο.
Πρωθυπουργό ή κόμμα;Στην ανάλυση της Κάπα Research υπάρχει ένα στοιχείο που πρέπει να προσέξουμε. «Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ μπήκαν στο παραβάν με δύο μεγάλα διλήμματα: «να επιλέξω πρωθυπουργό» (66,5%) και «να υποστηρίξω το κόμμα που συμπαθώ» (30,6%). Δικαίωση της καμπάνιας που πρόβαλλε το σύνθημα «στις 20 Ιανουαρίου επιλέγουμε πρωθυπουργό»; Εγώ θα έλεγα πως αυτό το σύνθημα «πέρασε», γιατί καλλιεργήθηκε συστηματικά εδώ και καιρό και από ένα σημαντικό τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα, όμως, με την Κάπα Research, «ο κ. Τσίπρας αλίευσε ψήφους από μια δεξαμενή διαφορετική αυτής του Ιανουαρίου, καταφέρνοντας να πείσει ένα άλλο, ανανεωμένο ακροατήριο ότι διαπραγματεύτηκε σκληρά και ότι είναι ο καταλληλότερος να εφαρμόσει το νέο Μνημόνιο με κοινωνική ευαισθησία βάζοντας στο περιθώριο το παλαιό σύστημα». Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.
ΣυμπέρασμαΜε τα παραπάνω προσπάθησα να δείξω πως μερικές φορές το έδαφος της ανάλυσης των τάσεων του εκλογικού σώματος, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ολισθηρό. Όσοι επιδίδονται σε περίπλοκα πολιτικά σλάλομ με όχημα τα exit poll κινδυνεύουν να γλιστρήσουν με απρόβλεπτες συνέπειες.
Αύξηση 11,8 μονάδων του ΣΥΡΙΖΑ σε όσους ζουν άνετα και τα καταφέρνουν και μείωση 7,2 μονάδων σε όσους θεωρούν ότι υπάρχει δυσκολία. Φωτογραφία από την ανάλυση του Κ. Πουλακίδα στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής με βάση στοιχεία από το αθροιστικό αρχείο των προεκλογικών βαρομέτρων της Public Issue.Αποστροφή προς τη μνημονιακή πολιτικηΣτο ερώτημα «Γιατί οι εργαζόμενες τάξεις ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ;» ο Ηλίας Ιωακείμογλου σε άρθρο του στο Rproject απορρίπτει την εξ αριστερών ερμηνεία πως από το δημοψήφισμα του Ιουλίου έως τις εκλογές του Σεπτεμβρίου «ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εκτρέψει ένα μεγάλο ρεύμα άρνησης και διαμαρτυρίας σε ένα μεγάλο ρεύμα κοινωνικής συναίνεσης και υποταγής», είτε πως «υπάρχει πλέον εξοικείωση σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας με την κανονικότητα των μνημονίων» και προτείνει ένα πιο σύνθετο σχήμα. Και στις δύο περιπτώσεις λέει, «οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις εξέφρασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποστροφή τους προς τη μνημονιακή πολιτική, τη βαθιά επιθυμία τους να μην υποστούν τις συνέπειες ενός τρίτου μνημονίου». Στο δημοψήφισμα ψηφίζοντας «Όχι», στις εκλογές δίνοντας εντολή στο ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα, όχι να εφαρμόσει το Μνημόνιο 3, αλλά το αντισταθμιστικό προς αυτό «παράλληλο πρόγραμμα» που υποσχέθηκε. Πρόκειται, αποφαίνεται, για διαφορετικές απαντήσεις με το ίδιο κίνητρο: απαλλαγή από το μνημόνιο ή έστω απάλυνση των δεινών που επιφέρει. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσε το εκλογικό αποτέλεσμα στη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πόση είναι η πραγματικη αποχή;Πόση ήταν σε πραγματικούς αριθμούς η αποχή; Αυτό το ερώτημα απασχόλησε πολύ τη δημόσια συζήτηση και τροφοδότησε πολλά σενάρια. Ταυτόχρονα αρκετοί, ακόμη και στους κόλπους της ΛΑΕ, εκτιμούσαν πως η αποχή τής κόστισε την είσοδο στη Βουλή.
Γεγονός είναι, πάντως, πως στις εκλογές Σεπτεμβρίου ψήφισαν 774.250 άτομα λιγότερα, σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 323.354 ψηφοφόρους. Η ΝΔ έχασε και αυτή 195.476 ψηφοφόρους. Η Χρυσή Αυγή αύξησε τη δύναμη της σε ποσοστά, αλλά είχε και αυτή απώλειες αφού την ψήφισαν 9.280 ψηφοφόροι λιγότεροι. Ακόμη και το ΚΚΕ, που είχε ανεπαίσθητη άνοδο των δυνάμεων του (από 5,47% σε 5,55%), είδε τους ψηφοφόρους του να μειώνονται κατά 37.266. Το Ποτάμι έχασε 152.253 ψηφοφόρους, ενώ οι ΑΝΕΛ 93.664.
«Η πραγματική αποχή υπολογίζεται περίπου στο 32%» υποστηρίζει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Στο Δημοψήφισμα ήταν 25% και στις Ευρωεκλογές του 2014, 27.5%. Είναι πράγματι ενισχυμένη και πρόκειται για τη μικρότερη αριθμητικά συμμετοχή σε εκλογική διαδικασία που έχει γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Όμως, πρόκειται για αποχή οριζόντια κοινωνικά. Παρατηρώντας τη συμμετοχή ανά περιοχή και κοινωνικό/επαγγελματικό τύπο περιοχής, διαπιστώνει κανείς ομοιόμορφη κατανομή. Επομένως, διάφορες αναλύσεις που στηρίζονται στο «φαινόμενο της αποχής» είναι τουλάχιστον αίολες».
Χωρίς να αμφισβητεί τα νούμερα, ο Γ. Σεφερτζής φαίνεται να διαφωνεί με το συμπέρασμα του Βερναρδάκη: «Μέχρι τώρα, τουλάχιστον, μπορούσαμε να εφησυχάζουμε, βαυκαλιζόμενοι με τη σκέψη ότι η αποχή κινείτο σε θεσμικά πλαίσια, συγκεντρώνοντας τα ποσοστά των πολιτών που συμπτωματικά δεν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία, είτε διότι παρέμεναν ανενεργοί πολιτικά, είτε διότι δεν ήθελαν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους, μπαίνοντας στον κόπο να ψηφίσουν, χωρίς να πολυπιστεύουν στο νόημα της έκφρασης μιας οποιασδήποτε κομματικής προτίμησης. Τώρα, όμως, τα πράγματα εμφανίζονται με λιγότερο ανώδυνο τρόπο. Γιατί στα ποσοστά της αποχής έχουν μετακινηθεί (προσωρινά;) κρίσιμες μάζες διαμαρτυρομένων νέων και απεγνωσμένων ανέργων, που μπορούν, κάλλιστα, να συνθέσουν το εκρηκτικό μείγμα μίας βραδυφλεγούς «αντισυστημικής» κοινωνικής εξέγερσης».
Ο Κώστας Λαπαβίτσας από την πλευρά του σε ένα κείμενο, που ουσιαστικά αποτελεί παρέμβαση στη συζήτηση που διεξάγεται στη Λαϊκή Ενότητα για την από δω και πέρα πορεία της, εκτιμά πως η αποχή ήταν ο πραγματικός νικητής των εκλογών.
«Το σημαντικότερο ποιοτικό στοιχείο της αποχής», σημειώνει, «ήταν η μεγάλη της αύξηση σε εκλογικές περιφέρειες με έντονο λαϊκό χαρακτήρα. Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν οι Β΄ Αθηνών και Πειραιώς, όπου η αύξηση της αποχής ήταν σαφώς μεγαλύτερη από ότι στις αντίστοιχες Α΄. Εντυπωσιακή ήταν η αύξηση της αποχής και στο Υπόλοιπο Αττικής.
Η βαθύτερη πραγματικότητα της αποτυχίας της ΛΑΕ διαφαίνεται στο αποτέλεσμα του Λεκανοπεδίου, όπου οι επιδόσεις ήταν μεν από τις καλύτερες του κόμματος/μετώπου, αλλά τελείως αναντίστοιχες με το χαρακτήρα της περιοχής. Το λαϊκό στοιχείο του Λεκανοπεδίου προτίμησε να στραφεί προς την αποχή».