Βάλτερ Μπένγιαμιν «Ημερολόγιο Μόσχας», μετάφραση: Έμη Βαϊκούση, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Ένα πολύ ιδιαίτερο και σημαντικό κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά: το ημερολόγιο που κράτησε στη διάρκεια της παραμονής του στη Μόσχα.
Ο Μπένγιαμιν έφτασε στην πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ στις 6 Δεκεμβρίου 1926 και έμεινε εκεί περίπου δύο μήνες. Κατά την παραμονή του, και ενώ συνάμα δούλευε αδιάκοπα, μεταφράζοντας (Προυστ) και γράφοντας άρθρα, κατέγραψε στο ημερολόγιό του ένα μεγάλο φάσμα από γεγονότα και προβληματισμούς, για όλη την περίοδο από την άφιξή του μέχρι την «τελευταία περιδιάβαση στους δρόμους της πόλης», την 1η Φεβρουαρίου 1927.
Μπορεί ο πρώτος, ίσως, λόγος για το ταξίδι του Μπένγιαμιν στη Μόσχα να ήταν προσωπικός, ωστόσο εκείνη την εποχή στο μυαλό του (και σε συζητήσεις με κάποιους φίλους, ενίοτε) στριφογύριζε ένα μεγάλο δίλημμα: αν θα αποφάσιζε να ενταχτεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ή όχι («αυτό που με συγκρατεί και δεν μπαίνω στο ΚΚΓ (ΚΡD) είναι ορισμένα διλήμματα άσχετα με το ίδιο το Κόμμα», λέει, αν και η συζήτηση επ’ αυτού δείχνει πως ίσως δεν ήταν ακριβώς έτσι).
Στο κείμενο παρακολουθούμε σκέψεις, πολιτικούς συλλογισμούς, ψυχολογικές ατραπούς που διασχίζει ο Μπένγιαμιν σε μια δύσκολη, σε προσωπικό επίπεδο, στιγμή της ζωής του, εικόνες και στιγμές από τη Μόσχα και τη ζωή σ’ αυτήν («σε καμιά άλλη μητρόπολη δεν έχεις τόσον ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι σου»), στιγμιότυπα πολιτικής, πολιτισμού, καθημερινότητας: είναι ένα «κείμενο-κλειδί για κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα», γράφει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο.
Θα δούμε λοιπόν τον Μπένγιαμιν να ανακαλύπτει στη χώρα των σοβιέτ θετικά σημεία και να βιώνει μικρές και μεγάλες απογοητεύσεις – η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια απορρίπτει τελικά το λήμμα που έχει γράψει για τον Γκέτε (στο βιβλίο περιλαμβάνεται και η επιστολή με την –αρνητική– γνώμη του Λουνατσάρσκι επί του θέματος). Διαβάζουμε για την απόφαση της λογοκρισίας να απαγορεύσει το ανέβασμα από τον Στανισλάφσκι της θεατρικής διασκευής της Λευκής φρουράς, του Μπουλγκάκοφ (απόφαση που ανατρέπει ο Στάλιν, αποφαινόμενος πως «είναι ακίνδυνο», χωρίς αυτό να εμποδίσει τις διαμαρτυρίες κομμουνιστών έξω από το θέατρο, τους οποίους τελικά απομάκρυνε η πολιτοφυλακή), για την απομάκρυνση στελεχών της αντιπολίτευσης αλλά και Εβραίων από αξιώματα, για «το αιφνίδιο όσο και άδοξο τέλος της διαμονής του [Ερνστ] Τόλερ» στη Μόσχα, για τις προσπάθειες για «αντιμετώπιση της καταστροφικών διαστάσεων απαιδευσίας», για την «αντιδραστική μεταστροφή του Κόμματος στα ζητήματα του πολιτισμού» και τις συζητήσεις για τη «μαρξιστική λογοτεχνική κριτική» ή το «προλεταριακό θέατρο».
Ο Μπένγιαμιν βλέπει (και κρίνει) πολλές θεατρικές παραστάσεις, παρατηρεί τους «ανθρώπους της “Νέας Οικονομικής Πολιτικής”» και τον «κρατικό καπιταλισμό» στη Ρωσία, συναντάει τον Γιόζεφ Ροτ που δεν του κάνει πολύ καλή εντύπωση («ήρθε στη Ρωσία ως (σχεδόν) πεπεισμένος μπολσεβίκος, την εγκαταλείπει ως μοναρχικός») και τον Μεγερχόλντ, συζητάει για τη δουλειά του ([ο Ράιχ] «εξέφρασε τη γνώμη ότι παιδεύω υπερβολικά τα γραπτά μου»), σχολιάζει την προσπάθεια για «προσωρινή αναχαίτιση του μαχητικού κομμουνισμού», «επιβολή μιας προσωρινής ταξικής ειρήνευσης», «αποπολιτικοποίηση του αστικού βίου», «κατευνασμό της δυναμικής της επαναστατικής διεργασίας», σε μια Ρωσία που «αρχίζει να παίρνει μορφή εναρμονισμένη με τον άνθρωπο του λαού».
Τι αποφάσισε τελικά ο Μπένγιαμιν για την ένταξή του στο ΚΚΓ; Πάντως ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα βρουν σε αυτό το σημαντικό κείμενο πολύ περισσότερα πράγματα από την απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Μιχαήλ Μπακούνιν «Εξομολόγηση», μετάφραση: Ξένη Στεφανίδου, Γιώργος Χαρλαμπίτας, Εκδόσεις των συναδέλφων, 2021
Για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά (170 χρόνια μετά από τη συγγραφή της και 100 από την αρχική της έκδοση) και η Εξομολόγηση, του Μιχαήλ Μπακούνιν: ένα κείμενο που συντάχθηκε το 1851 κατ’ εντολήν του τσάρου Νικόλαου Α΄, όταν ο Μπακούνιν ήταν στη φυλακή, κινδυνεύοντας ίσως να εκτελεστεί. Ένα κείμενο που, από τη στιγμή που έγινε γνωστό, προκάλεσε συζητήσεις και ποικιλία αντιδράσεων.
Η εισαγωγή στη γαλλική έκδοση, γραμμένη το 2013, και η ανάλυση που έγραψε το 1926 ο Γιούρι Στεκλόφ, βιογράφος του Μπακούνιν (και στέλεχος των Μπολσεβίκων, που συνελήφθη στις εκκαθαρίσεις του 1938 και πέθανε στη φυλακή), δίνουν μια εικόνα των έντονων συζητήσεων που προκάλεσε η έκδοση της Εξομολόγησης, καθώς, λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου, φίλοι και αντίπαλοι του Μπακούνιν το διάβασαν με πολλούς και διάφορους τρόπους.
Η Εξομολόγηση, όπως είπαμε, γράφτηκε κατ’ εντολήν του τσάρου: μετά τη συντριβή της εξέγερσης στη Δρέσδη (1849), ο Μπακούνιν συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο στη Σαξονία, εκδίδεται στην Αυστρία, φυλακίζεται στην Πράγα, καταδικάζεται σε απαγχονισμό και τελικά παραδίδεται στη Ρωσία, για να καταλήξει στις διαβόητες φυλακές του φρουρίου Πέτρου και Παύλου, με άγνωστη μοίρα και πολύ πιθανή την εκτέλεσή του. Τότε ο τσάρος ζητάει από τον Μπακούνιν να του γράψει μια αναφορά «όπως θα μιλούσε το πνευματικό τέκνο στον εξομολόγο του».
Εκείνο που ξαφνιάζει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια δεν είναι τόσο οι αναφορές του Μπακούνιν σε θέματα όπως, π.χ., ο πανσλαβισμός ή πλευρές του εθνικού ζητήματος – έτσι κι αλλιώς έχει γίνει εκτενής κριτική ανάλυση σε απόψεις που εξέφρασε ο Μπακούνιν κάποιες εποχές. Εκείνο που ξαφνιάζει είναι το δουλοπρεπές (στα όρια της ειρωνείας;) ύφος και οι εκδηλώσεις σεβασμού που εκφράζει ο Μπακούνιν προς τον τσάρο: όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή, το κείμενο «έμοιαζε να αμαυρώνει την εικόνα μιας ιστορικής προσωπικότητας του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, η οποία παρουσιαζόταν να ταπεινώνεται μπροστά στον τσάρο, να εξομολογείται τα αμαρτήματά της και να ζητάει επιείκεια για τα εγκλήματά της».
Αυτό λοιπόν το ύφος του Μπακούνιν με το οποίο αφηγείται τη «θλιβερή επαναστατική καριέρα» του (σε συνδυασμό με την αίτηση χάριτος που υπέβαλε) έχει γίνει αντικείμενο διαφορετικών αναγνώσεων και αναλύσεων από πολλούς που ασχολήθηκαν με αυτό, από τον Μαξ Νετλάου μέχρι τον Βίκτορ Σερζ. Άλλοι αναζήτησαν ελαφρυντικά, άλλοι τον καταδίκασαν απερίφραστα, άλλοι τον δικαιολόγησαν πλήρως. Άλλοι το διάβασαν ως ιδιοτελή συνθηκολόγηση για να σώσει τον εαυτό του, άλλοι ως τέχνασμα για να ξεγελάσει και να εξευμενίσει τον τσάρο κι έτσι να πετύχει την απελευθέρωσή του ή τουλάχιστον τη βελτίωση των φοβερών συνθηκών στη φυλακή ή την εξορία του στη Σιβηρία «απ’ όπου σκόπευε να δραπετεύσει στο εξωτερικό, για να συνεχίσει την επαναστατική του δράση» (άποψη που ενισχύεται από άλλα κείμενα της φυλακής αλλά και από το γεγονός ότι ο τσάρος δεν φαίνεται πως έμεινε ικανοποιημένος και ο Μπακούνιν παρέμεινε στη φυλακή).
[Είναι επιπλέον αλήθεια πως υπάρχουν σημεία στο κείμενο όπου ο Μπακούνιν στηλιτεύει διάφορα κακώς κείμενα στη Ρωσία, ενώ δηλώνει εξαρχής πως δεν θα δώσει ενοχοποιητικά στοιχεία για άλλους («μην απαιτήσετε από εμένα να Σας εξομολογηθώ τις αμαρτίες άλλων»), κάτι που ενοχλεί εμφανώς τον τσάρο.]
Η Εξομολόγηση, ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο και «το μόνο μεγάλο αυτοβιογραφικό κείμενο που άφησε ο Ρώσος επαναστάτης», εντοπίστηκε στα κρατικά αρχεία το 1917, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.