Την προηγούμενη εβδομάδα οι εικόνες της παραλίας Ταραχάλ στην Θέουτα από την έφοδο χιλιάδων μεταναστών και από τη φρούρησή της από τον ισπανικό στρατό έκαναν το γύρο του κόσμου. Ειπώθηκε αμέσως ότι πρόκειται για το άνοιγμα μιας νέας ρότας, της δυτικής Μεσογείου, μετά από την επιβράδυνση των ροών –έστω και με εναλλασσόμενες φάσεις– στην ανατολική και στην κεντρική Μεσόγειο. Είναι αλήθεια ότι η Ισπανία, μετά από την Ιταλία και την Ελλάδα, είναι μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που δέχονται περισσότερο τη μεταναστευτική πίεση: 65.300 αφίξεις το 2018, 32.500 το 2019, 42.000 το 2020. Το μεγαλύτερο μέρος έρχεται όμως στις ακτές της Ανδαλουσίας ή στα Κανάρια νησιά μετά από μεγάλα και επικίνδυνα ταξίδια πάνω σε φουσκωτές βάρκες ή σκάφη. Η περίπτωση της προηγούμενης εβδομάδας είναι διαφορετική.
Μεταναστευτικός εκβιασμός
Στην πραγματικότητα, η άφιξη στην Θέουτα –έναν ισπανικό θύλακα στις αφρικανικές ακτές, μια πόλη 84.000 κατοίκων σε μια περιοχή 15 km2– πάνω από 8.000 μεταναστών μόνο μέσα σε 48 ώρες δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για την απάντηση της κυβέρνησης της Ραμπάτ στην παρουσία στην Ισπανία του γενικού γραμματέα του Μετώπου Πολισάριο, Μπραχίμ Γκάλι, ο οποίος, βαριά ασθενής με Covid, νοσηλεύεται στο νοσοκομείο του Λογκρόνιο. Ο 71χρονος Γκάλι εισήλθε στην Ισπανία στις 20 Απρίλη με πλαστή ταυτότητα έπειτα από αίτημα της αλγερινής κυβέρνησης, η οποία ανέκαθεν είναι ο προστάτης της υπόθεσης των Σαχαράουι και σε άριστες σχέσεις με την Μαδρίτη, της οποίας είναι ο κύριος προμηθευτής αερίου. Η ισπανική κυβέρνηση δικαιολόγησε τη νοσηλεία ως αναγκαία για «ανθρωπιστικούς λόγους». Η μαροκινή πρέσβης στη Μαδρίτη, η οποία ανακλήθηκε στη συνέχεια στην Ραμπάτ για διαβουλεύσεις, παραδέχτηκε την άμεση σχέση ανάμεσα στα δύο γεγονότα, λέγοντας ότι «στη σχέση μεταξύ χωρών υπάρχουν πράξεις που έχουν συνέπειες οι οποίες πρέπει να αναληφθούν».
Δεν είναι όμως μόνο η παρουσία του Γκάλι στην Ισπανία που οδήγησε την Ραμπάτ να χρησιμοποιήσει το χαρτί του μεταναστευτικού εκβιασμού, μια πολύ αποτελεσματική στρατηγική, όπως διδάσκουν δυστυχώς η Άγκυρα και η Τρίπολη. Το βασίλειο του Μοχάμεντ ΣΤ΄ εκμεταλλεύεται το ευνοϊκό μομέντουμ, αφού προστέθηκε στις «συμφωνίες του Αβραάμ» (ΣτΜ: ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, Σεπτέμβριος 2020): με αντάλλαγμα την κανονικοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ, τη 10η Δεκέμβρη η κυβέρνηση Τραμπ αναγνώρισε για πρώτη φορά την πλήρη κυριαρχία του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα, ανατρέποντας σαράντα χρόνια αποφάσεων του ΟΗΕ. Η Δυτική Σαχάρα, πρώην ισπανική αποικία που καταλήφθηκε από το Μαρόκο το 1975 με την περίφημη Πράσινη Πορεία, είναι μεν ένα πρακτικά ακατοίκητο κουτί γεμάτο άμμο, αλλά είναι και μια περιοχή πλούσια σε φωσφορικά άλατα και σπάνια ορυκτά μέταλλα και οι ακτές της είναι περιζήτητες για την αλιεία.
Φοβούμενη μια υποχώρηση εκ μέρους του Μπάιντεν και εν μέσω της παλαιστινιακής κρίσης –ακριβώς κατά τη διάρκεια της κρίσης της Θέουτα, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν μίλησε στο τηλέφωνο με τον μαροκινό ομόλογό του–, η Ραμπάτ αποφάσισε να δείξει τα δόντια της. Παίζει ρόλο και η ανάγκη να βρει μια βαλβίδα εκτόνωσης σε μια αυξανόμενη εσωτερική δυσχέρεια: από τη μια πλευρά, ένα σημαντικό τμήμα του μαροκινού πληθυσμού βλέπει με κακό μάτι την κανονικοποίηση με το Ισραήλ. Από την άλλη, η χώρα βιώνει την πρώτη της οικονομική ύφεση μέσα σε δύο δεκαετίες: υπήρξαν ήδη διαμαρτυρίες στους δρόμους, κυρίως στις περιφέρειες των μεγάλων πόλεων ή στις γειτονικές περιοχές με τη Θέουτα και τη Μελίγια, όπως η Καστιλέχος, στην οποία η πλειοψηφία του πληθυσμού ζει από την οικονομία των συνόρων, που είναι κλειστά πάνω από ένα χρόνο πλέον.
Η αντίδραση του Σάντσεθ
Ότι το ζήτημα είναι πολύ λεπτό αποδεικνύεται και από την απάντηση του Σάντσεθ, ο οποίος ταξίδεψε αμέσως στη Θέουτα και ανέπτυξε τον στρατό. Ο σοσιαλιστής ηγέτης υπερασπίστηκε την ισπανική εδαφική ακεραιότητα, επιτυγχάνοντας τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –η Θέουτα και η Μελίγια είναι και σύνορα της ΕΕ, παρότι δεν είναι στη συμφωνία του Σένγκεν–, αλλά έτεινε ταυτόχρονα το χέρι στη Ραμπάτ, εμπορικό εταίρο και σύμμαχο-κλειδί της Μαδρίτης στην περιοχή της δυτικής Μεσογείου. Η αντίδραση του Σάντσεθ έκλεισε το στόμα της δεξιάς που είχε προσπαθήσει αμέσως να εκμεταλλευθεί το ζήτημα της μετανάστευσης –το Vox είχε μιλήσει για «εισβολή» και «επίθεση»– και πέτυχε, όπως φαίνεται, αυτό που ήθελε. Ήδη την Τετάρτη της προηγούμενης εβδομάδας, οι μαροκινές αρχές ξαναπήραν τον έλεγχο των συνοριακών σταθμών, μπλοκάροντας έτσι τη μεταναστευτική έξοδο.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ένα άλλο βασικό πρόβλημα: ο τρόπος με τον οποίο η ισπανική κυβέρνηση διαχειρίζεται το μεταναστευτικό ζήτημα. Αν με την άφιξη της κυβέρνησης Σάντσεθ πριν από τρία χρόνια φάνηκε μια ξεκάθαρη αλλαγή σε επίπεδο ρητορικής, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και πραγματική –όπως όταν δέχτηκε τον Ιούνιο του 2018 το πλοίο Aquarius με πάνω από 600 μετανάστες επιβαίνοντες, στο οποίο η Ιταλία με τον Σαλβίνι στην κυβέρνηση είχε κλείσει τα λιμάνια– είναι επίσης αλήθεια ότι πολλές ΜΚΟ ασκούν σκληρή κριτική σε μια πρακτική που μοιάζει να μην έχει αλλάξει από τον καιρό των κυβερνήσεων Ραχόι. Μεταξύ 2017 και 2020 ήταν πάνω από 20.000 τα άτομα που επαναπροωθήθηκαν ή επιστράφηκαν. Στην πρόσφατη κρίση της Θέουτα συνέβη το ίδιο: περίπου 7.000 από τους άνω των 8.000 μεταναστών απελάθηκαν αμέσως.
Επαναπροωθήσεις εν θερμώ
Το Unidas Podemos, αλλά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κυβερνητικοί εταίροι από τις αρχές του 2020, ασκούν κριτική εδώ και χρόνια στην πρακτική των devoluciones en caliente – δηλαδή των επαναπροωθήσεων εν θερμώ: οι μετανάστες απελαύνονται άμεσα, πριν ακόμη ταυτοποιηθούν– αλλά δεν έχουν ακόμη τροποποιήσει τον νόμο που ψήφισε ο Ραχόι το 2015. Αυτό συνέβη και για έναν άλλο λόγο, επειδή τόσο το Δικαστήριο του Στρασβούργου όσο και το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισαν ότι ο νόμος δεν παραβιάζει τις ευρωπαϊκές και διεθνείς διατάξεις και προβλέπει μόνο δύο εξαιρέσεις που απαγορεύουν την επαναπροώθηση των ανηλίκων και των ευάλωτων ατόμων, όπως είναι οι έγκυες και οι ηλικιωμένοι. Ακριβώς γι’ αυτό είναι μόνο οι ανήλικοι –περίπου χίλιοι– αυτοί που βρίσκονται ακόμη στη Θέουτα έπειτα από τις αφίξεις της περασμένης εβδομάδας. Ένα τμήμα τους, έπειτα και από αίτηση των οικογενειών τους, θα επιστρέψουν εθελοντικά στο Μαρόκο. Οι άλλοι θα γίνουν δεκτοί στις διάφορες ισπανικές περιφέρειες.
Η κρίση της Θέουτα φαίνεται, λοιπόν, να έχει λήξει, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι η Ραμπάτ δεν θα χρησιμοποιήσει πάλι το χαρτί του εκβιασμού έναντι της Μαδρίτης και της ΕΕ. Με ποιο αντάλλαγμα; Ασφαλώς μεγαλύτερη χρηματοδότηση –η κυβέρνηση Σάντσεθ χορήγησε 30 εκατομμύρια ευρώ βοήθεια στο Μαρόκο μέσα στην κρίση–, αλλά και την αναγνώριση της κυριαρχίας του στη Δυτική Σαχάρα. Δύσκολο, αλλά όχι απίθανο, μέσα σε ένα γεωπολιτικό πλαίσιο σε συνεχή αλλαγή. Εξαρτάται από την αριστερή ισπανική κυβέρνηση να μην φοβηθεί ούτε το Ραμπάτ ούτε τη δεξιά– που είναι ακόμη πιο επιθετική μετά τη νίκη της Αγιούσο στις περιφερειακές της Μαδρίτης– και να προχωρήσει, όπως υποσχέθηκε, σε μια βαθιά αναθεώρηση του νόμου που ψηφίστηκε από τον Ραχόι πριν από έξη χρόνια. Θα δούμε αν θα έχει το θάρρος να το κάνει μέσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο πλαίσιο, που σημαδεύτηκε από την υγειονομική και κοινωνικοοικονομική κρίση του Covid και από τη χρόνια πλέον ιβηρική πολιτική αστάθεια.