Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, το ευρωκοινοβούλιο με μια συντριπτική πλειοψηφία «μπλόκαρε» την εμπορική συμφωνία μαμούθ με την Κίνα. Μια συμφωνία που είχε σχεδόν με τη βία προωθήσει η γερμανική προεδρία της ΕΕ στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 λίγο πριν το τέλος της και ουσιαστικά μετά από επτά χρόνια επίπονων διαβουλεύσεων. Η κυρία Μέρκελ είχε πάρει το θέμα σχεδόν «προσωπικά» και αυτό δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να το εξηγήσεις. Η γερμανική εξαγωγικά προσανατολισμένη οικονομία αναζητεί εναγωνίως τρόπους για ευκολότερη πρόσβαση στην αχανή σινική αγορά και για να το επιτύχει αυτό είναι πρόθυμη να κλείσει αυτιά και μάτια σε όσους μιλούν ή καταδεικνύουν τις απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες στην Κίνα, πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού, τη συνολικότερη προβληματική κατάσταση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιστατικά κυβερνοεπιθέσεων με προέλευση το Πεκίνο.
Η απόφαση του ευρωκοινοβουλίου αναφέρθηκε σε αυτά και ήρθε με συντριπτική πλειοψηφία 599 ψήφων έναντι 30 κατά και 58 αποχών. Είχε προηγηθεί ένα πινγκ-πονγκ κυρώσεων από τις δύο μεριές με αφορμή τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ουιγούρων. Έτσι τώρα φαίνεται να δικαιώνονται όσοι προειδοποιούσαν ότι η συνεργασία με ένα αυταρχικό καθεστώς όπως του Πεκίνου δεν θα ήταν περίπατος.
Οι νέες προειδοποιήσεις αφορούν τώρα το ενδεχόμενο η ΕΕ να επαναλάβει το ίδιο λάθος με την Ινδία. Στις αρχές Μαΐου, στο Πόρτο πραγματοποιήθηκε η σύνοδος κορυφής ΕΕ-Ινδίας και συμφωνήθηκε η επανέναρξη του διαλόγου, με στόχο μια εμπορική συμφωνία, που είχε σταματήσει το 2013, λόγω τεράστιων διαφωνιών. O πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι δεν ταξίδεψε στο Πόρτο λόγω της δραματικής κατάστασης στη χώρα του με την πανδημία. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία του θέματος.
Απέναντι σε δύο γίγαντες
Οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ποιόν από τους δύο εμπορικούς γίγαντες θεωρεί σημαντικότερο: Την Κίνα ή την Ινδία; Φυσικά απέφυγε διπλωματικά να κάνει κάποια ιεράρχηση. Είναι σαφές ωστόσο ότι μια συμφωνία μαμούθ με τη χώρα, που συνήθως αποκαλείται «η μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη», μπορεί στο μυαλό ορισμένων στις Βρυξέλλες να αποτελεί ένα επιπλέον χαρτί, μια «ασφάλεια ζωής» απέναντι σε επιπλοκές με την Κίνα. Το ζήτημα είναι ότι η Ινδία ολοένα και λιγότερο δείχνει να ασχολείται με το πώς θα διαφυλάξει τον χαρακτηρισμό της ως «δημοκρατία». Δεν είναι μόνο ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την πανδημία ο ινδός πρωθυπουργός, που θεωρείται ότι έχει σημαντικές ευθύνες για τη σημερινή επιδείνωση της κατάστασης. Συνολικά, η διακυβέρνησή του θεωρείται προβληματική, ενώ όχι τυχαία έχει χαρακτηριστεί «πατέρας του ινδουιστικού εθνικισμού». Συστηματικά υποδαυλίζει το μίσος απέναντι σε άλλες θρησκείες, στρέφει την κοινή γνώμη απέναντι σε μειονότητες και απομακρύνεται σταθερά από το 2014 και μετά από το κοσμικό μοντέλο, το οποίο επιχείρησε να οικοδομήσει η ανεξάρτητη Ινδία μετά το τέλος της αποικιοκρατίας. (Η συνέντευξη της Μάριαμ Ντάουαλε στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» ήταν άκρως διαφωτιστική).
Τα στραβά μάτια
Για μια ακόμα φορά, ωστόσο, και με πρόσχημα τα εμπορικά της συμφέροντα η ΕΕ δείχνει έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων και εργασιακών δικαιωμάτων από μια κυβέρνηση, που ακολουθεί σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, προκειμένου να καταστεί παγκόσμιος παίκτης.
Η Ινδία αποτελεί μια τεράστια αγορά, ένα «αναξιοποίητο κεφάλαιο» για τις οικονομικές σχέσεις της Ευρώπης, όπως σημείωσε στο Πόρτο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Αλλά μπορεί η ΕΕ να βασιστεί σε συνεργασία με ένα τέτοιο μοντέλο ηγεσίας;
Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι αντί να γλυτώσει από την «εξάρτηση» από τα κινέζικα πλοκάμια, θα βρεθεί τώρα να παλεύει να ξεμπλέξει και από την αγκαλιά ενός εξίσου ασφυκτικού στις σχέσεις του εταίρου.
Το επιχείρημα των οπαδών του «πραγματισμού» ότι δεν θα επιβάλουν τη δημοκρατία στο Πεκίνο και στο Νέο Δελχί δια της απομόνωσης έχει ίσως βάση. Είναι όμως φαιδρό να μεγαλοπιάνεται η θεσμική Ευρώπη για να φανεί ισοϋψής με παίκτες, πολύ μεγαλύτερους από το ανάστημά της, και να διατείνεται ότι είναι «Ένωση αξιών και αρχών». Γιατί αυτές τις αρχές δεν θα μπορέσει να τις επικαλεστεί σε περίπτωση που βρεθεί προ απροόπτων, απέναντι σε «εταίρους» που έχουν δείξει ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να «σπάνε» συμφωνίες ή να τις εκμεταλλεύονται στυγνά.