Η συζήτηση για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής πολιτικής στη ευρωζώνη, που θα ισχύσουν από το 2023 και μετά, έχει ήδη ξεκινήσει έστω και άτυπα, παρότι η οικονομική πολιτική των κρατών-μελών «κινείται στους ρυθμούς» της πανδημίας και κατά τη φετινή χρονιά.
Όμως αυτή ακριβώς η κρίση των τελευταίων 15 μηνών φαίνεται να έχει δράσει ως καταλύτης προκειμένου στην Ευρώπη, και όχι μόνο, να έλθουν στην επιφάνεια ευρύτερες ενστάσεις και προβληματισμοί για τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των ανισορροπιών και κυρίως των κοινωνικών ανισοτήτων που προκάλεσε η 40ετής εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Αυτή η νέα θεώρηση των πραγμάτων, ή αλλιώς το ένστικτο αυτοσυντήρησης του συστήματος, οδηγεί και σε συγκεκριμένες αποφάσεις.
Προ των πυλών
Στη συντηρητική Ευρώπη, η προσωρινή αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, η άνευ προηγουμένου επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω κοινού δανεισμού των κρατών-μελών, ήταν μια «μικρή επανάσταση», αδιανόητη πριν από μερικά χρόνια. Και σίγουρα απέτρεψαν την οικονομική κατάρρευση. Στα σκαριά, επίσης, βρίσκονται και άλλες κινήσεις, όπως η αναδιάρθρωση και εναρμόνιση της φορολογίας επιχειρήσεων στην ΕΕ και η επιβολή ενιαίου φόρου στις πολυεθνικές εταιρίες για όλες τις δραστηριότητές τους, όπου και αν λαμβάνουν χώρα, σε συνεννόηση με την Ουάσιγκτον, έστω και με το χαμηλό συντελεστή του 15%.
Όμως τα παραπάνω δεν αρκούν, διότι οι αποφάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική της επόμενης ημέρας θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό αν η ευρωζώνη αποφύγει μια νέα κρίση και εισέλθει σε μια εποχή που θα χαρακτηρίζεται από ένα πιο δίκαιο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. Αυτό ισχύει κυρίως για χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες και προβλήματα, κληρονομιά του απώτερου αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος.
Μάλιστα μελέτη του Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με το Levy Economics Institute του Bard College, υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στο προ πανδημίας επίπεδο του ΑΕΠ αν δεν υπάρξουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις που να δίνουν έμφαση στην ανάκαμψη της οικονομίας μέσω των δημόσιων επενδύσεων, στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στην εφαρμογή ενός προγράμματος εγγυημένης απασχόλησης που θα στοχεύει στην ουσιαστική μείωση της ανεργίας.
Μελέτη ΕΝΑ
Η επόμενη ημέρα της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη είναι το αντικείμενο της ανάλυσης του Δημήτρη Λιάκου, πρώην υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ και πρώην προέδρου του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, η οποία που περιλαμβάνεται στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας και Πολιτικής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ).
Όπως σημειώνει, «τυχόν επανάληψη της «λογικής» της λιτότητας που επέβαλαν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ηγεσίες κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας θα αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα διατήρησης ικανοποιητικών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, ενίσχυσης της απασχόλησης, ουσιαστικής επούλωσης των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημικής κρίσης, ενώ πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος επανεμφάνισης πολιτικών αμφισβήτησης της συνοχής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος…Πρακτικά, υπό τις παρούσες συνθήκες και τα μελλοντικά δεδομένα είναι εφικτό για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα να πετύχουν τη μείωση κατά 1/20 του χρέους προκειμένου να «βαδίσουν το μονοπάτι» μέχρι την επίτευξη του 60% δημόσιο χρέος/ΑΕΠ που επιβάλουν οι σημερινοί κανόνες; Είναι εφικτό για τις προαναφερόμενες χώρες να επιτυγχάνουν για διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%-5% / ΑΕΠ προκειμένου να ικανοποιούν τους στόχους του ΣΣ και ταυτόχρονα να επιτυγχάνουν την οικονομική ανάκαμψη και τον μετασχηματισμό των οικονομιών τους; Η εμπειρία της άσκησης πολιτικών λιτότητας απέδειξε ότι μέσω των περιοριστικών μέτρων δεν επιτυγχάνονται ούτε ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης ούτε ουσιαστική μείωση του χρέους».
Όμως, η αποτυχία των μέχρι σήμερα δημοσιονομικών συνταγών δεν φαίνεται να αποθαρρύνει τα γεράκια της λιτότητας. Με πρόσφατο άρθρο του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ζήτησε να επανέλθουμε στην αγαπημένη του δημοσιονομική πειθαρχία προκειμένου να μειωθούν τα δημόσια χρέη στην ευρωζώνη, ενώ και ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, Γενς Βάιντμαν εξέφρασε την άποψη πως τόσο η Γερμανία όσο και η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστούν για την επερχόμενη δημοσιονομική προσαρμογή.
Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι πληθαίνουν οι προτάσεις για αλλαγές τόσο στη διαχείριση του δημοσίου χρέους όσο, και το κυριότερο, στο ίδιο το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Λιάκος, «το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και ο επικεφαλής του, ο κ. Νιλς Τίγκεσεν έθεσαν στο τραπέζι την ιδέα της αναθεώρησης των κανόνων της δημοσιονομικής πολιτικής και της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Η πρόταση τους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Α) τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού δημοσιονομικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση έκτακτων εξωγενών απειλών, όπως η πρόσφατη πανδημική «περιπέτεια», Β) την απλοποίηση και τη βελτιστοποίηση των κανόνων του δημοσιονομικού πλαισίου και Γ) την διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των δαπανών του προϋπολογισμού που προορίζονται για αναπτυξιακούς σκοπούς (επενδύσεις, απασχόληση, κλιματική αλλαγή κά.). Πιο αναλυτικά για τον πρώτο πυλώνα του μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού, προτείνουν τη σημαντική και μόνιμη αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τη χρηματοδότηση του με ίδιους πόρους, την προτεραιοποίηση των επενδυτικών στόχων της ΕΕ, την ύπαρξη απλών και ξεκάθαρων κανόνων για την κατανομή των πόρων προς τις χώρες-μέλη και την παροχή διαβεβαίωσης της ικανοποιητικής εφαρμογής των δεσμεύσεων από ανεξάρτητο όργανο. Στο θέμα της αλλαγής του ΣΣ, προκρίνουν τη διαφοροποίηση των στόχων ανά χώρα, τη διαφοροποίηση των κανόνων για τις δαπάνες, προτεραιοποιώντας εκείνες που συμβάλουν στην αναπτυξιακή δυναμική και τη διαμόρφωση ενός «κανόνα διαφυγής» όταν οι συνθήκες το επιβάλουν κατόπιν σχετικής σύστασης από ανεξάρτητο παρατηρητή. Ο τρίτος πυλώνας, των επενδυτικών δαπανών θα αφορά στην αναπτυξιακή ατζέντα και θα συγχρονίζεται με τους νέους κοινούς κανόνες για τις συγκεκριμένες δαπάνες του πυλώνα Β».