Κάπου στο 45ο λεπτό του stand-up σόου του “Make Happy”, ο 26χρονος κωμικός Μπο Μπέρναμ σταματάει την παράσταση, ζητά από τους τεχνικούς να ανοίξουν τα φώτα και απευθύνεται στο κοινό. Για πολλούς μοιάζει με ένα ακόμα μεταμοντέρνο τέχνασμα του κωμικού, ένα παιχνίδι με το μέσο και την συμφωνία ανάμεσα στον κωμικό και τους θεατές πως όλη η παράσταση είναι απλώς μια σύμβαση. Αντίθετα, όμως, αυτό που ακολούθησε ήταν μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας και αυτογνωσίας και ταυτόχρονα μια κατάθεση βαθιάς αντίληψης σε σχέση με τη φύση της κυρίαρχης κουλτούρας του παρόντος μας:
«Σε τι αναφέρεται η παράστασή μου; Ποιο είναι το θέμα της; Για ποιο πράγμα πιστεύεται πως μιλάω; (…) Στην πραγματικότητα μιλάει για την ίδια την επιτέλεση (performing) το να πρωταγωνιστείς σε παραστάσεις. Προσπαθώ να κατευθύνω τις παραστάσεις μου προς άλλα θέματα… αλλά πάντα καταλήγει στην επιτέλεση… Άρχισα να δίνω επαγγελματικές παραστάσεις πολύ μικρός, έφηβος ακόμη. Ως κωμικός πρέπει να κάνεις ένα πράγμα: να μιλάς για τα πράγματα που ξέρεις. Και το μόνο που ήξερα ήταν οι παραστάσεις. Το να μιλήσω για την μπουγάδα ή το μποτιλιάρισμα θα ήταν υποκριτικό. Αλλά ανησυχούσα πως ένα σόου για το πώς δίνω παράσταση θα ήταν μεταμοντέρνο, δεν θα ενδιέφερε τους ανθρώπους που δεν είναι περφόρμερ. Αλλά μετά ανακάλυψα πως δεν υπάρχει κάποιος που δεν είναι. (…) Γεννήθηκα το 1990 στην Αμερική, όταν η ατομική έκφραση είχε γίνει θρησκεία. Και τότε μου έμαθαν πως πρέπει να εκφράζομαι και να έχω πράγματα να πω, πράγματα για τα οποία οι υπόλοιποι θα ενδιαφερθούν και θα νοιαστούν. Και πιστεύω πως οι περισσότεροι σε αυτή την ηλικία το διδαχθήκαμε μέχρι που μια μέρα ανακαλύψαμε πως οι άλλοι χεστήκανε για τα πιστεύω μας. Και έτσι οι άνθρωποι συρρέουν στους ανθρώπους όπως εγώ που όντως ήταν τυχεροί και βρήκαν ένα κοινό. Και πρέπει μετά εγώ να σας πω: “Ζήστε το όνειρό σας” λες και αυτό είναι αξιοκρατία; Δεν είναι. Εντάξει; Εγώ ήμουν προνομιούχος και ταυτόχρονα ήμουνα τυχερός και παρ όλα αυτά είμαι δυστυχισμένος. Λένε πως είναι η γενιά του “Εγώ”, αλλά δεν είναι. Η αλαζονεία διδάχτηκε ή καλλιεργήθηκε. Είναι το να είσαι υπερβολικά ενσυνείδητος, αυτό είναι. Επίγνωση του εαυτού. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η απάντηση της αγοράς σε μια γενιά που καλείται να δώσει παράσταση. Και έτσι η αγορά είπε: “Ορίστε, δώστε παράσταση, ο ένας στον άλλο συνεχώς, χωρίς λόγο”. Είναι φυλακή, είναι φρικτό. Είναι ένα συνονθύλευμα περφόρμερ και κοινού. Τι πιο ωραίο από το να ξαπλώνεις το βράδυ και να βλέπεις τη ζωή σου σαν ικανοποιημένος θεατής; Ξέρω πολύ λίγα πράγματα αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι αν μπορείς να ζήσεις την ζωή σου χωρίς κοινό πρέπει να το κάνεις.»
Αυτή ήταν και η τελευταία ζωντανή παράσταση του Μπο Μπέρναμ, πίσω στο μακρινό 2016. Όπως ο ίδιος περιέγραψε αργότερα, την περίοδο εκείνη είχε μια σειρά από κρίσεις πανικού πριν και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Σήμερα ακούγεται πως επιστρέφει στη σκηνή με ένα νέο σόου. Άσχετα όμως με την όποια εξέλιξη, η στιγμή αυτή μένει στην ιστορία τόσο της κωμωδίας όσο και της ποπ κουλτούρας γενικότερα, ως μια στιγμή αυτογνωσίας και γενναίας αυτοκριτικής. Ο ίδιος ο Μπέρναμ έγινε γνωστός στα 16 του σε εκατομμύρια θεατές μέσα σε μία μέρα. Αφορμή υπήρξαν τα κωμικά τραγούδια που ανέβαζε στο youtube. Το χιούμορ αυτό θα εξελιχθεί και θα πάρει τη μορφή κωμικών παραστάσεων, σεναρίων και ποιητικών συλλογών. Ο Μπέρναμ είναι μάλλον μία από τις πιο ταλαντούχες περιπτώσεις ανθρώπων που βγήκαν από αυτή την κουλτούρα των σόσιαλ μίντια. Ακριβώς από την κουλτούρα αυτή που αρνείται, κρίνει και τελικά παρατάει. Αφήνοντάς μας να αναρωτηθούμε για το δικό μας στίγμα.
Επικοινωνιακά ζώα υπό το διαρκές βλέμμα του άλλου λοιπόν, κατασκευαστές ενός πλαστού «Εγώ» που ξεκινά από την πραγματικότητά μας και τραβιέται μέχρι την επιθυμία μας, μέχρι το πώς θα θέλαμε να είμαστε. Είμαστε οι καταγραφείς της βιογραφίας μας χωρίς να καταφέρνουμε ποτέ να αυτόβιογραφηθούμε, θεατές και εκτελεστές μιας παράστασης που προσπαθούμε να βαφτίσουμε πραγματικότητα. Διαρκείς κατασκευαστές ψηφιακών τεκμηρίων χωρίς περιεχόμενο, με δύο διαστάσεις σαν ακτινογραφίες.
Και το ερώτημα πλανάται πάνω από τα άδεια θέατρα του φαντασιακού μας: Μπορούμε να μείνουμε χωρίς κοινό; Χωρίς κοινό και να είμαστε ευτυχισμένοι;