Ο Καλλιτέχνης είναι -
ένα οικοδόμημα, γερό,
που τον κόσμο, ενθουσιάζει
και συγκρατάει, το κοινό
(Βασίλαρος)
Ο πατρινός καραγκιοζοπαίκτης Δημήτριος Σαρντούνης (Μίμαρος) από το 1890 και για μια δεκαετία, προέβη σε πλήθος καλλιτεχνικών μεταρρυθμίσεων του Θεάτρου Σκιών. Ο Μίμαρος καινοτομώντας στις πρακτικές της τέχνης, στη θεματολογία και αλλού, με τη βοήθεια των μαθητών του εξελλήνισε τον Καραγκιόζη.
Εισήγαγε νέους τύπους στον μπερντέ, εμπνευσμένους από την καθημερινή ζωή της τότε ελληνικής κοινωνίας. Η προσβασιμότητα των νέων τύπων του μπερντέ κατέστησε εφικτή την ταύτιση του κοινού με τους ήρωες. Αυτός πρώτος ενέταξε το δίπολο παράγκας – σαράι, που αντανακλούσε τις ταξικές διαφορές της τότε κοινωνίας. Ενσωμάτωσε στο δραματολόγιο του ελληνικού Καραγκιόζη την Επανάσταση του 1821 και εμπλούτισε το ρεπερτόριο του θεάτρου σκιών με μια τεράστια ποικιλία νέων παραστάσεων.
Οι επαναστατικές καινοτομίες παραδόθηκαν από τον ίδιον στους μαθητές του, δημιουργώντας τη σχολή Μίμαρου. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο δρόμος κάθε λαϊκής τέχνης, η μεταλαμπάδευση των στοιχείων από τον μάστορα στο μαθητή του. Η μαθητεία είναι μια διαρκής και πολύχρονη διαδικασία. Τα παραδομένα θέματα, μορφές και τεχνικές, επαναλαμβάνονται από τον μυημένο μαθητή, χωρίς αυτή η προσήλωσή του να αποτελεί στοιχείο ανελευθερίας για τον ίδιο.
Στην πορεία, και ενώ βαθαίνει η εμπειρία του, προβαίνει σε αυτοσχεδιασμούς και αλλαγές, οι οποίες άλλοτε ενσωματώνονται στον μπερντέ και άλλοτε όχι. Οι ιδιαιτερότητες της πατρινής σχολής μετουσιώνονται την ώρα της παράστασης μέσα από την πατροπαράδοτη πατρινή «λαρυγγοφωνή».
Πώς μπορείς να ερωτευτείς αυτήν την τέχνη; Να βρεθείς μικρό παιδί πίσω απ’ τον μπερντέ! Να βλέπεις τον μάστορα να «πολεμάει» κι ο ιδρώτας να τρέχει «ποτάμι», κι ας είναι μόνο Μάης. Η πετσέτα στο λαιμό του να στάει κι αυτή! Ο Μιτσάκης να παίζει φορώντας μόνο το μπανιερό του, να γίνεται ένα με τον Αθανάσιο Διάκο και εγώ να χάνομαι κοντά του. Η φωνή του να με παρασέρνει και η ψυχή μου να θεριεύει, να μην χωράει στο μικρό μου σώμα.
Αργότερα, χρόνια μετά, ήμουν περίπου έντεκα χρόνων, όταν ο Γιάνναρος ήρθε στο σπίτι. Με πήρε απ’ την κυρά – Βαγγελιώ για να φτιάξω τη ρεκλάμα για το βράδυ. Η πρώτη μου ρεκλάμα: «Ο Καπετάν Αστραπόγιαννος». Με χαρτί του μέτρου και πλαστικό χρώμα… ακόμα το θυμάμαι. Και το βράδυ… βοηθός του. Δύσκολα πολύ, άγριος ήταν θυμάμαι όταν άναβαν τα φώτα.
Έκανε κι αυτός πράξη αυτό που του έλεγε ο μάστοράς του. «Άναψαν τα φώτα, είμαστε εχθροί. Σβήσανε τα φώτα, είμαστε πάλι φίλοι».
Σταθμός για τη γενιά μου και για τις προηγούμενες, το ιστορικό «Ρεκόρ» στη Γούναρη, στάση Τσολιά. Εκεί, ανδρώθηκα… για 8 χρόνια. Ένα καλοκαίρι με τον Κώσταρο, τρία χρόνια με τον Μιτσάκη στον Καραγκιόζη και Ασπιώτη στο κουκλοθέατρο και άλλα τόσα με τον Γιάνναρο, που συνεχίστηκε και αργότερα. Σαν να έβγαλα το πανεπιστήμιο... Ο Βασίλαρος έλεγε ότι ο Καραγκιόζης είναι πανεπιστήμιο.
Κάπως έτσι είναι η πορεία του καραγκιοζοπαίκτη στην παραδοσιακή πατρινή σχολή. Το πρώτο στοιχείο είναι ο έρωτας για την τέχνη. Μετά έρχεται η μακροχρόνια μαθητεία, έτσι γίνεσαι βοηθός και μετά μάστορας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι να είσαι γεννημένος για την τέχνη αυτή!
Ο Καραγκιοζοπαίκτης
Υπάρξεις άψυχες.
Όλες μαζί στοιβαγμένες, σε σκοτάδι.
Περιμένουν τη λύτρωση, τη φωνή.
Μια βαθιά αντρίκια λαρυγγοφωνή, να τις βγάλει στο φως των κεριών.
Της ασετιλίνης.
Της Λάμπας.
Φως της Πανσέληνου ενός αυγουστιάτικου φεγγαριού.
Αυτός είναι ο μάγος των σκιών, ο καραγκιοζοπαίκτης…1
Σημείωση
-
Μακρής, K., Έρωτας Σκιών, ΤΟ ΔΟΝΤΙ, 2015, σσ. 11.