Γιώργος Χ. Θεοχάρης «Δίφορη Μνήμη», εκδόσεις Πόλις, 2021
Για τον Γιώργο Θεοχάρη [Δεσφίνα, 1951] η μνήμη είναι δίφορη, καρπερή, γόνιμη, διασώζει άρα, συνεχίζει την ζωή, σπαράγματα και εικόνες της οποίας περικλείει, όταν μεταστοιχειώνεται σε λογοτεχνία, ποίηση και πεζογραφία. Η μνήμη έχει πολλές όψεις, η ικανότητα της είναι να δημιουργεί έναν δικό της κόσμο, μια δική της κιβωτό εικόνων, λέξεων, συναισθημάτων. Το πώς ο ποιητής, ο πεζογράφος, θα ανασύρει αυτήν την κιβωτό μέσα από τις προσωπικές του εμβαθύνσεις στον, προσωπικό και συνάμα συλλογικό του, βιωμένο χρόνο, και θα της προσφέρει την δυνατότητα να πλεύσει προς την αναβιωμένη και ανακατακτημένη ζωή, αυτό εναπόκειται στην βούληση και στην ικανότητά του. Ποιητής της βιωμένης μνήμης, ατομικής και συλλογικής, ο Γιώργος Θεοχάρης με αξιομνημόνευτες ποιητικές καταθέσεις έως σήμερα –αναφέρω παραδειγματικά τις «Αμειψισπορά», «Ενθύμιον» και «Από μνήμης»– πραγματοποιεί το πρώτο θαρραλέο βήμα προς την πεζογραφία, για να υποκλιθεί σεβαστικά προς όσα ο βιωμένος χρόνος, έμμεσος ή διαμεσολαβημένος, έχει εγκιβωτίσει μέσα του, εικόνες, φωνές, στιγμιότυπα, αφηγήσεις. Αυτοβιογραφία λοιπόν; Μυθιστόρημα τεκμηρίων; Μεταμυθοπλασία; Πεζογραφία με έντονο ποιητικό άρωμα; Με τι από όλα τα παραπάνω επιχειρεί την τολμηρή του είσοδο στον χώρο της πεζογραφίας ο Γιώργος Θεοχάρης; Θα έλεγα ότι το βαθιά στοχαστικό και ισχυρής θερμοκρασιακής έντασης κείμενο που μας παραδίδει, συνέχει όλα τα παραπάνω, τα οποία, δεμένα με γερούς αρμούς, αναδύονται το ένα μέσα από το άλλο, σε μια τελετουργική συνομιλία αναμνημόνευσης με τελετάρχη τον συγγραφέα. Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, μαρτυρίες γεννητόρων, επιλεκτική ειδησεογραφία από εφημερίδες του 19ου και του 20ου αιώνα, επινοημένα φωτογραφικά στιγμιότυπα, σπαράγματα τοπογεωγραφίας και εντόπιας ιστοριογραφίας, φωτογραφίες, ποιητικές συνθέσεις, ένα γερά αρμολογημένο γαϊτανάκι, δομημένο, πλασμένο με μια γλώσσα δωρική, λιτή, απέριττη, εξαιρετικά επιδραστική.
Διάσωση του ανείπωτου
Ο Γιώργος Θεοχάρης διαστέλλει τις αισθήσεις του, ώστε να αφουγκραστεί, να ακούσει, να νιώσει, να δει και τελικά να ανασύρει μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές της Μνήμης το ανείπωτο, αυτό που φαίνεται χαμένο, καταποντισμένο μέσα στη μαύρη τρύπα του χρόνου και της ανυπαρξίας, να το διασώσει και να το νοηματοδοτήσει εκ νέου. Ωστόσο, ο Θεοχάρης δεν αρκείται στο ατομικό, στο προσωπικό, δεν του αρκούν οι αυτοβιογραφικές συστάσεις, δεν εξαντλεί τις μνημονικές διαδρομές του στον εαυτό –δεν παρατηρείται ίχνος ναρκισσισμού στο κείμενο που μας παραδίδει– αλλά τις εντάσσει μέσα στο συλλογικό βίωμα, όπως αυτό αναδύεται από τη μικρή ιστορία της γενέτειράς του, Δεσφίνας, ενταγμένης και αυτής μέσα στη μεγάλη Ιστορία του ελληνικού χώρου. Η Μνήμη, φαίνεται να μας λέει ο Θεοχάρης, δεν καρποφορεί εν κενώ. Ήδη από τις πρώτες αυτοβιογραφικές του σελίδες, όπου αυτοσυστήνεται, καταθέτει και το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της ημερομηνίας και χρονολογίας γέννησής του. Θα το επαναλάβει και σε επόμενες σελίδες, πάντα όμως με διακριτική αποστασιοποίηση και τον απαιτούμενο σεβασμό στη συλλογική εμπειρία και μνήμη, όσο σκληρή ή άδικη μπορεί να έχει υπάρξει. Σεβαστικός και με εμφανή πρόθεση να τιμήσει –όχι να αγιοποιήσει- τους αφανείς καθημερινούς ανθρώπους της γενέτειράς του, αρχής γενομένης από τους γεννήτορές του, ο Θεοχάρης σκάβει βαθιά στις εντόπιες μνήμες και ανασύρει μικρά περιστατικά, από αυτά που είτε φιλοξενούνταν στις πίσω σελίδες των εφημερίδων παλαιότερων εποχών και που καταγράφονται επιλεκτικά στο κείμενο του, είτε συνέθεταν ένα γαϊτανάκι παραδομένων αφηγήσεων, ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, αυτού της ελληνικής μεταπολεμικής υπαίθρου.
Η μνήμη της γλώσσας
Ένα ιδιότυπο συναξάρι, καθώς σε αυτό εγκιβωτίζονται από τα πιο απλά καθημερινά έως τα πιο τραγικά και παράδοξα, αυτά που κατά τον συγγραφέα συνθέτουν τη «μαύρη μοίρα των Λαβδακιδών» του χωριού του και που ελάχιστα απέχουν από τη συλλογική μοίρα της ελληνικής υπαίθρου εκείνης της εποχής. Ο Θεοχάρης υποκλίνεται στη μνήμη των γεννητόρων του, καθώς, σε πρώτο πρόσωπο, τους «ακούμε» να αυτοβιογραφούνται και να καταλαμβάνουν την αρμόζουσα θέση στο μνημονικό εικονοστάσι του συγγραφέα. Το βλέμμα του Θεοχάρη λειτουργεί σαν φωτογραφική μηχανή, εικονοποιώντας βιωμένα και διαμεσολαβημένα μνημονικά στιγμιότυπα. Όπως και στην ποίησή του, έτσι και εδώ αναγνωρίζουμε μία από τις βασικές συνιστώσες του έργου του: την εικόνα. «Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση/ Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,/ το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας./ Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής/ Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις» γράφει, κλείνοντας το βιβλίο του.
Υποκλίνεται, όμως, και στη μνήμη της γλώσσας ο Θεοχάρης, αυτής που του χάρισε τα εύσημα της ποίησης, την οποία διακονεί δεκαετίες τώρα, αυτής που τον υποδέχεται σήμερα στα πεζογραφικά μονοπάτια. Και η μνήμη της γλώσσας του Θεοχάρη φέρει μέσα της, από τα παλαιότατα βάθη της, ήχους, φθόγγους, λέξεις, από ψαλμούς, ωδές, ευλογητάρια, κοντάκια, απολυτίκια, καταβασίες και αντίφωνα, όλα όσα συνιστούν τον κορμό της παραδομένης ανατολικής, βυζαντινής, εκκλησιαστικής ποίησης. Από κοντά, γαμήλια τραγούδια, πικρά, σπαραχτικά για το αμετάκλητο φευγιό της νύφης από το πατρικό σπιτικό και βέβαια μοιρολόγια, εξαιρετικής αισθαντικότητας και ποιητικού πλούτου. Μπολιασμένα όλα αυτά με τα κατοπινά ποιητικά γλωσσικά συναπαντήματά του, μετουσιωμένα σε προσωπικό λόγο ποιητικό, σε λόγο της πεζογραφίας, σήμερα με τη «Δίφορη μνήμη». Έναν ισχυρής θερμοκρασίας λόγο, με την ποιητικά βιωμένη αίσθηση του Θεοχάρη να υποφώσκει έκδηλα, να προσδίνει ρυθμό, να απογειώνει, να χοροστατεί. Να επιτυγχάνει το μέγα ζητούμενο: την ανθοφορία και καρποφορία της Μνήμης.