Γιάννης Κωνσταντινίδης «Μόλις αποφάσισα», Μεταμεσονύχτιες εκδόσεις, 2021
Στο «Μετά τον σεισμό», ο Μουρακάμι γράφει μια σειρά από διηγήματα, τα οποία εκτυλίσσονται αμέσως μετά τον σεισμό του Κόμπε στην Ιαπωνία, το 1995. Το συγκεκριμένο γεγονός λειτούργησε για τον ιάπωνα συγγραφέα ως αφορμή για να παρουσιάσει μια λογοτεχνική ανατομία κοινωνικών τάσεων, στάσεων, συμπεριφορών και αξιών της ιαπωνικής κοινωνίας της εποχής, μέσω χαρακτήρων που η ζωή τους επηρεάστηκε από τη μεγάλη αυτή φυσική καταστροφή, άμεσα ή έμμεσα.
Στην πρώτη λογοτεχνική του παρουσία, τη συλλογή δώδεκα διηγημάτων με τίτλο «Μόλις αποφάσισα», ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ειδικός στην κοινωνική έρευνα και την εκλογική ανάλυση, βάζει σε μια άλλη ειδική, όσο και πραγματική συνθήκη στους χαρακτήρες του: παρακολουθεί τη ζωή και τη σκέψη τους, ως ψηφοφόρων, μια μέρα πριν –όχι από τις επονομαζόμενες «εκλογές σεισμό» του Μαΐου 2012, αλλά– από τις εκλογές «επιστροφή στην κανονικότητα» των μονοκομματικών κυβερνήσεων, μετά από μια δεκαετία, δηλαδή αυτές του Ιουλίου 2019. Αντίστοιχα, ο Κωνσταντινίδης εκμεταλλεύεται τη συνθήκη της παραμονής των εκλογών, ώστε να στήσει κάτι που θα μπορούσε να αποκληθεί μια εκλογική ανατομία της γενιάς του, δηλαδή της ελληνικής Generation X, των ανθρώπων που γεννήθηκαν την περίοδο από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας μέχρι και την αρχή της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ και είναι σήμερα μεταξύ 40–50 χρονών. Μιλάει, δηλαδή, για πράγματα που έχει «κατοικήσει» ο ίδιος, κάτι που συχνά αποτελεί πολύτιμη προϋπόθεση για μια αληθινή λογοτεχνική περιπέτεια.
Επιστήμη και μυθοπλασία
Ο Κωνσταντινίδης είχε, προφανώς, την αποστολή να τιθασεύσει την επιστημονική του γνώση για θεωρίες, έννοιες, μεταβλητές και σχετικά εμπειρικά δεδομένα, που αφορούν την εκλογική συμπεριφορά, και να τη μεταβολίσει μέσα από επινοημένες προσωπικές βιογραφίες και εσωτερικούς, νοητικούς και συναισθηματικούς, μηχανισμούς επιλογής ψήφου. Στην προσπάθειά του αυτή, επιστρατεύει ως σύμμαχο τη βεμπεριανή αξιολογική ουδετερότητα, που –λογοτεχνικά– μπορεί να μεταφραστεί στην απαραίτητη αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες του. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ο προγραμματικός στόχος της ουδετερότητας σπάνια επιτυγχάνεται απόλυτα στις κοινωνικές επιστήμες, πόσο μάλλον στη λογοτεχνία, ενώ ειδικά σε εκείνα τα ένα–δύο διηγήματα του βιβλίου που οι χαρακτήρες πλησιάζουν πολύ κοντά στη «φωτιά» και τα τραγικά πρόσωπα της επικαιρότητας, η ουδετερότητα ίσως να μην χρειαζόταν και η λήψη θέσης να ήταν λυτρωτική.
Ο συγγραφέας αναμετράται με επιτυχία με τις κρίσιμες, τις «βαριές», τις σημαντικές για την εκλογική συμπεριφορά μεταβλητές και τις διυλίζει μέσα στις ιστορίες του: φύλο, θέση στην απασχόληση, οικογενειακή κατάσταση, ιδεολογική τοποθέτηση, κομματική ταύτιση, οικογενειακό περιβάλλον της πρώτης κοινωνικοποίησης αποτελούν στοιχεία των χαρακτήρων που ο συγγραφέας φροντίζει να παρουσιάσει ευθέως ή να υπονοήσει όσο παρακολουθούμε την πορεία τους προς την τελική απόφασή τους.
Σε αυτή την πορεία, οι χαρακτήρες του Κωνσταντινίδη είναι περιπατητές και μοναχικοί. Περπατούν, παρατηρούν και αγαπούν ή νοσταλγούν τις λεπτομέρειες των τόπων τους. Οι δε αναγνώστες τούς συναντούν συνήθως είτε στον απόηχο των κοινωνικών και οικογενειακών επαφών τους –στον βαθμό που έχουν τέτοιες– είτε αμέσως πριν πιουν ένα τελευταίο ποτό το Σάββατο βράδυ πριν τις εκλογές, στην Αθήνα ή στον τόπο καταγωγής τους, όπου επέστρεψαν ως ετεροδημότες.
Η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο, παντεποπτική, και, όσο εξελίσσεται, η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει, τα φώτα σιγά σιγά σβήνουν, και ο αναγνώστης μοιάζει να ακολουθεί τον χαρακτήρα καθώς τελειώνει τον μοναχικό του περίπατο, κυριολεκτικά μέχρι μέσα στο παραβάν, εκεί που όλοι τελικά είμαστε μόνοι με την επιλογή μας. Από την άποψη αυτή, ο συγγραφέας εκπληρώνει το ζητούμενο του συντονισμού μεταξύ του θέματός του και του τρόπου που αυτό τελικά υλοποιείται. Η σύνδεση ιδιωτικού και δημόσιου, με κίνηση από το πρώτο προς το δεύτερο, γίνεται, δηλαδή, όπως ακριβώς της ταιριάζει, με μοναχικά βήματα και ατομικές συνδέσεις:
Ο καλλιτέχνης κάτοικος Εξαρχείων, που δεν μπορεί να βρει τη σχέση μεταξύ του εκλογικού ανταγωνισμού και της ζωής του και θα απόσχει. Ο επιτυχημένος μεγαλογιατρός, γιος εργατών ψηφοφόρων του ΚΚΕ από τον Πειραιά, που δεν προδίδει ποτέ το κόμμα των γονιών του. Ο πρώην Δαπίτης από την επαρχία, που τώρα μένει στο κέντρο της Αθήνας, συναναστρέφεται καθημερινά μετανάστες και θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ (σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής). Η Θεσσαλονικιά ετεροδημότης που μένει στο Μετς, αισθάνεται προδομένη από την «πρώτη φορά Αριστερά», της ασκεί κριτική εξ αριστερών και έχει αναπτύξει έντονα αισθήματα αρνητικής ταύτισης. Και αρκετοί ακόμα.
Οι αγωνίες της γενιάς της κρίσης
Από την άλλη, αν ακολουθήσει κανείς την αντίστροφη πορεία, από το συγκεντρωτικό προς το ατομικό, γίνεται εμφανές ποια είναι τα ζητήματα που «καίνε» τη γενιά του Κωνσταντινίδη – τη γενιά που μέσα στην κρίση μεγάλωσε, έπιασε δουλειά, έμεινε άνεργη, έκανε οικογένεια, πήρε διαζύγιο: Οικονομική αβεβαιότητα, κοινωνική κινητικότητα είτε ως επιθυμία και επιτυχία (προς τα πάνω), είτε ως φόβος και αποτυχία (προς τα κάτω), έλλειψη αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, απουσία αίσθησης αντιπροσώπευσης και δυνατότητας επιρροής των πολιτικών πραγμάτων, είναι στοιχεία που συμπλέκονται με ατομικές ιστορίες οικογενειακών δυσκολιών, συναισθηματικών προβλημάτων και ρήξεων με το παρελθόν.
Υπάρχει, τέλος, κάτι που είναι σχεδόν κοινό στις ιστορίες του Κωνσταντινίδη, κάτι ρητά ή άρρητα πανταχού παρόν. Πρόκειται για το καλοκαίρι του 2015. Ανεξαρτήτως του πώς το αντιλαμβάνεται ή το ανακαλεί κάθε ένας και κάθε μία από τους λογοτεχνικούς ήρωες και τις ηρωίδες του Κωνσταντινίδη –ως έπος, ως κίνδυνο, ως προδοσία, ως κωλοτούμπα, ως θετική ή αρνητική ταυτότητα, ως τραύμα ή ως χαμένη ευκαιρία– το 2015 ελλοχεύει στις σκέψεις και στις συμπεριφορές τους, ακριβώς όπως συμβαίνει για μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων μέχρι σήμερα. Και αυτό είναι κάτι που ο Κωνσταντινίδης το ξέρει καλά από την τριβή του με εμπειρικά δεδομένα –π.χ. η επιλογή στο δημοψήφισμα συνεχίζει να αποτελεί ερμηνευτικό παράγοντα της σημερινής εκλογικής συμπεριφοράς– και το μεταφέρει όσο υπόκωφα χρειάζεται στο βιβλίο του.
Από την άποψη αυτή, αν ο Μουρακάμι γράφει για μετά τον σεισμό του Κόμπε, ο Κωνσταντινίδης, με αφορμή απλώς τις εκλογές του 2019, τελικά γράφει για μετά τον σεισμό της κρίσης, που έχει ως αναμφισβήτητο επίκεντρό της το 2015. Έτσι, μας δίνει μια συλλογή διηγημάτων που κρατά ανοιχτό τον αμφίδρομο δίαυλο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, μια λογοτεχνία, δηλαδή, που αφορά άμεσα όσα συμβαίνουν σήμερα στην κοινωνία και την πολιτική.