Άντεια Φραντζή «Το έσω χάραγμα, 1975 - 2015», εκδόσεις Sestina, 2021

 

«Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία», θα γράψει το 1884 ο Λορέντζος Μαβίλης στην Γερμανία ως νεαρός σπουδαστής γοητευμένος από την σερβιτόρα Μίνα. Ο Μαβίλης «Εις την Μίνναν», αναγνωρίζει την κατίσχυση του έρωτα και την υποχώρηση των πειθαρχημένων γραμμάτων. Τον στίχο αυτό θα εντάξει στο έργο της χρόνια μετά η ποιήτρια και ομότιμη καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, Άντεια Φραντζή.

Η πρόσφατη έκδοση του συνολικού έργου της Φραντζή (άπαντα τα ποιητικά) από τις λεπταίσθητες εκδόσεις Sestina με τον τίτλο «Το έσω χάραγμα, 1975 - 2015», θα μπορούσε να βρει στον παραπάνω στίχο του Μαβίλη μια δραστική περιγραφή.

Κι αυτό γιατί η Φραντζή με την πολύτροπη συμβολή της στα ελληνικά γράμματα –λαμπρή φιλόλογος, φοιτήτρια του Κ.Θ. Δημαρά στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών της Σορβόνης, ψυχή του περιοδικού «Αντί» πλάι στον Χρήστο Παπουτσάκη, μελετήτρια μεταξύ άλλων του Νίκου Εγγονόπουλου, της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της Ελένης Βακαλό, του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου, του Μίλτου Σαχτούρη και του Μανόλη Αναγνωστάκη– έγραψε μια ποίηση με τα χαρακτηριστικά ενός θαυματουργού εκχυλίσματος∙ κάθε άλλο, δηλαδή, παρά «ξερή φιλολογία».

Από την πρώτη της εμφάνιση στο συλλογικό «Ποίηση 7» του 1975 και την πρώτη της συλλογή «Η περιπέτεια μιας περιγραφής» του 1978 έως και το «Στιχάρι» του 2014 με επτά ακόμη συλλογές να παρεμβάλλονται, η Φραντζή προχώρησε σε κατεργασία ακριβείας. Με το ποιητικό της αισθητήριο ως καθαρό υλικό και τη βαθιά γνώση της γλώσσας για διαλύτη.

 

Iδιαίτερη μορφικά και μετρικά

 

Το σχήμα «ουσία - υλικό - διαλύτης» στην προοδευτική ανάγνωση του έργου της λαμβάνει πολλά ονόματα. Σημειώνω μερικά, καθώς το διατρέχω. Για παράδειγμα η απόλυτη πύκνωση του στίχου «Ελένη, Ραάβ, Πασιφάη – αδερφές μου∙» από το ποίημα «Λαβύρινθος» και η νέα γενεαλογία του.

Ή το τρίπτυχο γέννα – γυναίκα – γέννηση, όπως το συναντάμε στη συλλογή «Μεταποίηση υλικών», όπου σε δύο αντικριστά ποιήματα-μινιατούρες διαβάζουμε:

 

«Πρέπει να μάθουμε πως να πεθαίνουμε∙/ μία γυναίκα, ας πούμε, /πεθαίνει πάνω στη γέννα»

«Μία γέννα δε σημαίνει αναγκαστικά μία γέννηση∙/ όπως ένα κρύο πρωί/ δε σημαίνει αναγκαστικά τον χειμώνα»

 

Στα σαράντα χρόνια ποιητικής παρουσίας που περιλαμβάνει η συγκεντρωτική, ολιγόλογα ποιήματα όπως τα παραπάνω οδήγησαν θεματικά στην πιο ιδιαίτερη μορφικά και μετρικά σύλληψη της Φραντζή. Στο «Στεφάνι» του 1993. Η ματαιωμένη γέννα και η απώλεια ενός παιδιού επανέρχεται σ’ αυτό το συνθετικό βιβλίο ελεγειακής παραμυθίας.

Με χέρι σταθερό η Φραντζή διαγράφει τον μεγάλο κύκλο της ζωής. Πλέκει ένα στεφάνι εις μνήμην, όπου ο τελευταίος στίχος κάθε ποιήματος είναι και ο πρώτος του επόμενου, αναζωπυρώνοντας τη συζήτηση για την επαναφορά των έμμετρων μορφών στη νεοελληνική ποίηση.

Εδώ ένα δείγμα:

 

III

«Μητέρα καθιστή στης γης την πύλη,/ νιώθεις την παγωνιά της άσπρης σκόνης,
/στολίδια της αυγής, καθώς σηκώνεις

ψυχούλα δροσερή κεκοιμισμένη∙/ κορμάκι τρυφερό σιωπή σωπαίνει,/ το βρέφος που κρατάς άδειο κοχύλι»

 

ΙV

«Το βρέφος που κρατάς άδειο κοχύλι,/ νερό του πηγαδιού, βροχή σε στέρνα,/γλιστράει καταγής, ορμά σαν σμέρνα,/ δαγκώνει και χτυπά∙ την άδεια στήλη

 

άλατος σκορπίζει κι ας λαμπαδιάζει / μοναχικό κερί τα σωθικά της∙/κερήθρα αδειανή λιώνει η καρδιά της,/φλεγόμενο χαρτί χολή σταλάζει»

 

Το πάπλωμα που δεν έχουμε

 

Τόσο η ποιητική φόρμα, όσο και η εμπειρία του φύλου έχουν απασχολήσει την Φραντζή. Σε συνέντευξή που παραχώρησε το 1983 ως νέα τότε λογοτέχνης σε σχετικό αφιέρωμα στο τεύχος 68 του περιοδικού «Διαβάζω», βρίσκω ενδεικτικές σκέψεις της και για τα δύο αυτά μέγα-θέματα.

«Η σχέση που έχω με τα γραπτά μου είναι περισσότερο ακουστική», δήλωνε, προμηνύοντας τις έμμετρες καταθέσεις της πιο ώριμης περιόδου της. Ενώ στην πολύπαθη ερώτηση περί «γυναικείας ποίησης» απαντούσε: «Ποιος αντέχει –άνδρας ή γυναίκα, αδιάφορο– να είναι μόνο το σώμα και το φύλο του; Γιατί το σώμα μας θυμίζει με βάρβαρο τρόπο το τέλος του: τη φθορά και το θάνατο […] Ο καυγάς για γυναικείο ή αντρικό λόγο είναι ο καυγάς για το πάπλωμα που δεν έχουμε».

Η Φραντζή, ρυθμική και παιγνιώδης, κράτησε αυτή τη διπλή, ενωτική ματιά της μέσα στα χρόνια. Στα «Φευγαλέα» του 2010, σ’ ένα χαρακτηριστικό ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του Ηλία Λάγιου, παρουσίασε και μία ανδρόγυνη αντιπαράθεση φωνών.

Μεταφέρω από το ποίημα «Ο Πέτρος κι η Βαρβάρα»:

 

«Είπε ο Πέτρος                                              Είπε η Βαρβάρα

ακροβάτης κατ’ επάγγελμα                          το κορίτσι λάστιχο

στην αγαπημένη του Βαρβάρα                    στον αγαπημένο της Πέτρο

το κορίτσι λάστιχο:                                       ακροβάτη κατ’ επάγγελμα:

Καλά να κάνω ισορροπία                             Καλά να κάνω ισορροπία

στο σκοινί                                                      στο σκοινί

καλά να κάνω τούμπες                                 καλά να κάνω τούμπες

στον αέρα                                                       στον αέρα

όμως μη μου ζητάς                                       όμως μη μου ζητάς

στην κάμαρή σου να ‘μπω                            στην κάμαρή σου να ‘μπω

από την κλειδαρότρυπα.                               από την κλειδαρότρυπα»

[…]

Πάλι με δικά της λόγια: «ποίηση γραφεί κανείς με το σώμα του […]Δυσκολεύομαι, όμως, πλέον να ξεχωρίσω το θηλυκό από το αρσενικό γένος, το γυναικείο από το ανδρικό γνώρισμα […] Δε θα μάθω ποτέ πώς νιώθει ένας άντρας, ούτε ένας άντρας θα μάθει ποτέ πώς νιώθει μια γυναίκα. Είμαστε καταδικασμένες στην άγνοια των αισθημάτων και οι δυο πλευρές».

Αν και φώτισα δύο μονάχα από τα στοιχεία που καθιστούν το «Έσω Χάραγμα» πιστό στη διαχρονία του, την ύστερη νεοφορμαλιστική στροφή της ποιήτριας και την έμφυλη διάσταση του έργου της, το σημείωμα αυτό κλείνει με τη βεβαιότητα πως στο πρόσωπο της Άντειας Φραντζή αναγνωρίζεται μία ποιήτρια που έχει υπηρετήσει όσο λίγοι την τρυφερή επιβολή του ανεπαίσθητου.

Ακολουθεί το ποίημα «Πεταλούδα»:

 

«Κατάλαβα κάπως αργά/ τι σήμαιναν οι κίτρινες και κόκκινες κηλίδες/ που έβλεπα από μικρή εγχάρακτες στο στήθος μου./ Τώρα που τα γονίδια άρχισαν να γερνούν και οι κηλίδες να σκουραίνουν/ τα φτερά της να τσουρουφλίζονται τις νύχτες/ στο φως της λάμπας/ κι η πεταλούδα να μην μπορεί πια να πετάξει./ Τώρα κάπως αργά/για να λάμψουν τα χρωμοσώματα / την πρώτη λάμψη τους·/ κατάλαβα του στέρνου μου την πεταλούδα».

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet