Ήταν πριν αρκετά χρόνια, σ’ ένα καλόγουστο και πολύ καλά οργανωμένο μπιτς μπαρ της Πάρου, με βασικό του χαρακτηριστικό μια μεγάλη και όμορφη πισίνα. Τα παιδιά ήταν μικρά και η καλύτερη διασκέδασή τους ήταν οι βουτιές σε πισίνες. Εκείνη η μέρα είχε και κάτι ιδιαίτερο: μεσημεριάτικη συναυλία με τα «Ημισκούμπρια». Τους άκουγα για πρώτη φορά και μου είχε κάνει εντύπωση το κέφι, η ζωντάνια και ο πολύ έξυπνος σατυρικός στίχος των τραγουδιών τους. Το πολιτικό στοιχείο δεν ήταν κυρίαρχο, αλλά η ευφάνταστη κοινωνική σάτιρα και τα λογοπαίγνια έβρισκαν στόχο και σου δημιουργούσαν ευχάριστη διάθεση και προβληματισμό. Τότε έμαθα ότι ο ιθύνων νους της μπάντας και ο βασικός στιχουργός της ήταν ο Μιθριδάτης.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το «Για Να Μη Τα Χρωστάω» του Μιθριδάτη είναι το βίντεο για το οποίο μιλάει σήμερα όλη η Ελλάδα. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα έχει ξεπεράσει τις 1.000.000 επισκέψεις, ενώ γίνεται διαρκώς σημείο αναφοράς και έντονων συζητήσεων τόσο στα σόσιαλ μίντια, όσο και σε άλλες εκδηλώσεις του δημόσιου βίου, ακόμα και στα έδρανα της Βουλής. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει εκτός των τάσεων του YouTube, κάτι που επιβεβαιώνει ότι τα πράγματα στο διαδίκτυο δεν είναι και τόσο ιδανικά κι ισότιμα όσο κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Ο Μιθριδάτης σε μεγάλα κέφια και μέγιστη στιχουργική δεινότητα, έπιασε βαθιά νοήματα και ξέσκισε σε 12 λεπτά τον φλώρο που έχουμε για τύραννο, τη γελοία κυβέρνηση των «αρίστων», τη διαχρονική εξουσία της εκκλησίας, μας μίλησε ευφυώς για τους ματατζήδες του Χρυσοχοΐδη ακόμα και στο καθιστικό μας, για τη μπαναλιτέ οκτάωρη εργασία και τις απληρωτέ υπερωρίες, για τους κυρ παντελήδες του μεσαίου χώρου σουρταφέρτα πηγαινέλες, τους μικροαστείους–μικροαστούς, τους γιους του πάρτα–όλα ή του πάρτα–τρία, τους απολιτίκ που στην πείνα γίνονται φασίσμο, τους εληνάρες με ένα «λ» –αυτή τη μάστιγα, για τα στημένα ΜΜΕ όπου ρωτάει ο Πινόκιο κι απαντάει ο Πινοσέτ, για την πανδημία όπου «το σώζον εαυτόν» διαχέει δυσοσμία, για τις επιστημονικές επιτροπές που κάνουν κήρυγμα, ενώ στο παπά δίνουν χειροφίλημα, για τις ζωές μας σε τηλε–χειροπαίδα, για τους γείτονες που μετατρέπονται σε σπιούνους, για τα καλο–φάιζερ μπίλιονς των φαρμακευτικών εταιριών, τους δηθενιάρηδες που κάνουν ανέξοδη κριτική από απόσταση ασφαλείας, τους χρήστες των σόσιαλ μίντια που προσβλέπουν στην κοινοποίηση κι ούτε λόγος για κινητοποίηση, για το τοπίο του διαδικτύου όπου η μάχη κρίνεται στα ποστ και τα ρεπόρτ, τους μούφα αλληλέγγυους, τους καλλιτέχνες που καταπίνουν τα προσβολίδια αμάσητα, για τους διορισμένους καλλιτέχνες που κάνουν τουμπεκί τραγουδιστό και κλείνει με τον φοβερό στίχο: «Γι’ αυτό εγώ δεν είμαι της τέχνης εργαζόμενος / Είμαι ο σύζυγός της και ο κρυφός της γκόμενος».
Ο Μιθριδάτης μ’ αυτή τη δημιουργία του είπε τα πάντα με τον πιο διεισδυτικό, εύστοχο, υπαινικτικό κι ευφάνταστο τρόπο κι έδειξε ποιος θα πρέπει να είναι ο αληθινός ρόλος της τέχνης: πηγαίος, τολμηρός, διαβρωτικός, αντιεξουσιαστικός, ανατρεπτικός, αυτοκριτικός, να προκαλεί, να εκπλήσσει και μην αφήνει τίποτα ανέπαφο. Κι όχι σαν την πλειοψηφία των καλλιτεχνών, που, για να μην δυσαρεστήσουν και χάσουν το ευρύ κοινό τους, το βουλώνουν, αυτολογοκρίνονται, κάθονται στ’ αυγά τους και συνωστίζονται χαριεντιζόμενοι στην εκπομπή του διορισμένου, μητσοτακικής αισθητικής, Πορτοκάλογλου. Κι ας προσπαθούν, ματαίως, κάποιες ορτινάντζες του Μαρινάκη στο in.gr να υποβαθμίσουν την εμβέλεια και την αξία της βιτριολικής κριτικής του Μιθριδάτη, κάνοντας ατυχέστατες αντιπαραβολές με τον Ρίτσο και τον Μίκη. Ας αναλογιστούν οι κακομοίρηδες πόσο ξεφτιλίζουν το «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες, οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί» της νεότητάς τους με το δουλικό λιβάνισμα του Μητσοτάκη στη σάπια ωριμότητά τους.