«Πόσες φορές έχουμε δει το θάνατο ενός μαύρου να γίνεται viral;» ρωτά το Μίσκι Νουρ (που χρησιμοποιεί την αντωνυμία και το άρθρο «το»), συνιδρυτικό μέλος της ακτιβιστικής ομάδας Black Visions στη Μινεάπολη, που προωθεί την κατάργηση, δηλαδή μια προσέγγιση για τη δημόσια ασφάλεια που να μην περιλαμβάνει αστυνόμευση. Το Νουρ, που συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας το 2017, γνωρίζει ότι για να καταργηθεί η αστυνόμευση, χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ο συστημικός ρατσισμός και το βάρος της Ιστορίας. Το Νουρ γνωρίζει επίσης, ως παιδί Σομαλών μεταναστών, ότι αυτά τα ζητήματα έχουν παγκόσμια διάσταση.
Η παγκοσμίως γνωστή δολοφονία του Φλόιντ, που πιέστηκε ασφυκτικά στην άσφαλτο από το γόνατο ενός αστυνομικού επί 9 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα, αντικατοπτρίζει τη γνώριμη ιστορία άσκησης βίας ενάντια στους μαύρους, από τη δουλεία έως την αποικιοκρατία, η οποία ένωσε διαδηλωτές σε όλο τον κόσμο.
Μετά τη δολοφονία του, σχετικές δημόσιες εικόνες άρχισαν ταχύτατα να αποκαθηλώνονται. Περίπου 70 αγάλματα, ονομασίες οδών και άλλα μνημεία για τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής, άλλαξαν ή αποκαθηλώθηκαν. Ωστόσο, παραμένουν σε δημόσια θέση περίπου 2.100, από τα οποία τα 700 είναι μνημεία.
Καζάνι που έβραζε
Η ανάκτηση της δημόσιας ιστορίας δεν είναι κάτι νέο, αλλά η δολοφονία του Φλόιντ αποτέλεσε τον τελικό καταλύτη, επισημαίνει ο ιστορικός Robin DG Kelley. «Υπήρχε μια διαρκής αναμέτρηση γύρω από τη δημόσια ιστορία και τη φυλή», λέει ο Kelley. «Δεν ήταν ο θάνατός του Φλόιντ, αλλά η παρουσία 26 εκατομμυρίων διαδηλωτών και ο φόβος που προκάλεσε, που ανάγκασαν τους θεσμούς να αναλάβουν δράση».
Το Νουρ επισημαίνει ότι καθώς μεγάλωνε στο Ρότσεστερ της Μινεσότα, η Ιστορία που διδασκόταν ήταν ιδωμένη με τα μάτια των λευκών, σεξουαλικά προσανατολισμένων σύμφωνα με το φύλο, ανδρών. «Για να πουλήσεις τόσες αναλήθειες, τόσα ψέματα ως δεδομένα, πρέπει στην πραγματικότητα να διαγράψεις, να παραλείψεις ολόκληρες βιωμένες ιστορίες, λέει το Νουρ, που μελέτησε την Αφρικανική Ιστορία και την Αφροαμερικανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
H ιστορικός Nell Irvin Painter, που ασχολήθηκε με την εικονογραφία της περιόδου της Συνομοσπονδίας με μια σειρά έργων, με μελάνι και κολάζ το οποίο ονόμασε «Από τη σκλαβιά στην ελευθερία», υπογραμμίζει ότι πολλοί άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι να αναμετρηθούν με τη χρήση τέτοιων συμβόλων μέχρι τη δολοφονία του Φλόιντ. «Όταν μια πλειοψηφία ένιωσε έτοιμη, γύρω στο 2020, τότε αυτή η συζήτηση βγήκε μπροστά. Η δολοφονία του Φλόιντ ήταν τόσο προκλητική που απλώς δεν μπορούσες να προσποιηθείς ότι δεν συνέβη» επισημαίνει η συγγραφέας του βιβλίου «The History of White People».
Η χαμένη αθωότητα του Ηνωμένου Βασιλείου
Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε μια δημόσια αναμέτρηση, που οι ιστορικοί περιγράφουν ως «χωρίς προηγούμενο», με τη Βρετανική Αυτοκρατορία, περίπου 39 ονομασίες (οδών, κτιρίων, σχολείων) και 30 αγάλματα, πλάκες και άλλα μνημεία άλλαξαν ή καθαιρέθηκαν, μετά από τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter (BLM).
«Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ για μένα πυροδότησε μια διερεύνηση για το πώς αυτή η χώρα αντιμετωπίζει το ρατσισμό. Αποτέλεσε μια σπουδαία αφύπνιση», λέει ο Ταιρέκ Μόρις, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Ο Μόρις, που οργάνωσε την πρώτη του διαδήλωση μετά τη δολοφονία του Φλόιντ, λέει ότι όπου κι αν κοιτούσε έβλεπε πικέτες που έγραφαν το σύνθημα: «Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι αθώο». Αυτές οι λέξεις αντηχούσαν βαθιά μέσα του και αποτέλεσαν την αφορμή μιας αναζήτησης για όσα είχε διδαχτεί και κυρίως για όσα δεν είχε διδαχτεί.
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του κινήματος BLM, ο Μόρις άκουσε από την οικογένεια του Μαρκ Ντούγκαν, του οποίου ο θάνατος στα χέρια της αστυνομίας πυροδότησε εξεγέρσεις το 2011 στο Λονδίνο, και από τις οικογένειες του Σουκρί Αμπντί και του Κρίστοφερ Καπέσα, δύο παιδιών που πνίγηκαν αλλά οι αρχές δεν πήραν στα σοβαρά τις υποθέσεις τους, για τα εγκλήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και μια ειλικρινή αποτίμηση για τον ρόλο της Βρετανίας στο δουλεμπόριο.
Η ομάδα που συμμετέχει ο Μόρις, η All Black Lives UK (ABLUK), ήταν αυτή που οργάνωσε τη συγκέντρωση 10.000 διαδηλωτών στο Μπρίστολ κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαθήλωσαν το άγαλμα του δουλέμπορού του 17ου αιώνα, Κόλστον. Η Ζάρα Σαλίμ, συγγραφέας που έχει ένα μικρό κοσμηματοπωλείο, θυμάται έντονα τη στιγμή της αποκαθήλωσης. Είχε προηγηθεί μια δεκαετή εκστρατεία από την τοπική κοινότητα για να απομακρυνθεί το άγαλμα, αλλά οι αρχές την αγνοούσαν. Όμως μόλις το άγαλμα έπεσε, όλα άλλαξαν. «Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι μια μικρή ώθηση στα πράγματα», λέει η Σαλίμ.
Γαλλία: Πλέον το ζήτημα δεν μπορεί να αγνοείται
Στη Γαλλία, τη μόνη χώρα που κήρυξε παράνομο το δουλεμπόριο και στη συνέχεια το παλινόρθωσε, η κατακραυγή για τη δολοφονία του Φλόιντ μετατράπηκε γρήγορα σε απολογισμό με ένταση για το βάρος της αποικιακής ιστορίας της χώρας και το δουλεμπορικό παρελθόν της, με αρχή τα υπό γαλλική κτήση νησιά της Καραϊβικής. Στη Μαρτινίκα, η αντιπαράθεση που έβραζε για καιρό γύρω από τις λευκές πλίθινες φιγούρες, ξεχείλισε. Στόχος έγιναν αγάλματα του λευκού πολιτικού Victor Schœlcher, που διευκόλυνε το διάταγμα για την κατάργηση της δουλείας, εν μέσω εκκλήσεων για μεγαλύτερη προβολή των εξεγέρσεων που έκαναν οι σκλάβοι και οι οποίες οδήγησαν στην κατάργηση.
«Η δολοφονία του Φλόιντ άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση στη Γαλλία γύρω από τη φυλή, θέτοντας ερωτήματα για προνόμια των λευκών, την αστυνομική βία και το ρατσισμό στους κόλπους της αστυνομίας, καθώς και για το αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας», λέει ο Ροκάγια Ντιάλο, συγγραφέας και μέλος του αντιρατσιστικού κινήματος. «Αλλά υπήρξε και αρκετή αντίσταση και άρνηση απέναντι στο πρόβλημα. Αυτό, όμως, που άλλαξε είναι ότι πλέον το ζήτημα δεν μπορεί να αγνοείται, το καπάκι δεν μπορεί να ξαναμπεί στη θέση του, ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους».
Η υπόθεση του Φλόιντ έμοιαζε τρομακτικά με εκείνη του Ανταμά Τραορέ, του 24χρονου μαύρου, ο οποίος πέθανε αφού τον σταμάτησαν χωροφύλακες σε προάστιο του Παρισιού το 2016. Καρφωμένος στο έδαφος, έλεγε στους ένστολους: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω», ακριβώς όπως ο Φλόιντ. Η αδελφή του, Ασά Τραορέ είπε ότι ο αδελφός της αρχικά έτρεξε να φύγει γιατί δεν είχε την ταυτότητά του μαζί. Ένας μαύρος ή βορειοαφρικανός έχει είκοσι φορές περισσότερες πιθανότητες να τον σταματήσουν για έλεγχο από ό,τι ένας λευκός, λένε οι έρευνες. Και αυτοί οι έλεγχοι μπορεί να αποβούν βίαιοι ή θανατηφόροι. «Αυτή η πραγματικότητα ανάγεται πίσω, σε όλα όσα δεν λέγονται για το αποικιακό παρελθόν και τις συνέπειές του», λέει η Ασά Τραορέ. «Οπότε, ναι, τα αγάλματα και οι ονομασίες δρόμων είναι μια αρχή για μια χώρα που χρειάζεται να αντιμετωπίσει τη βία που έρχεται από το παρελθόν».
Έργο της ιστορικού Nell Irvin Painter
Καλοκαίρι αντιρατσιστικών κινημάτων
Ο Kelley επισημαίνει ότι τα γεγονότα του προηγούμενου χρόνου περιγράφουν πόσο εύκολο είναι να ρίξεις ένα άγαλμα ή να αλλάξεις το όνομα ενός κτιρίου, αλλά πόσο δύσκολο είναι να ρίξεις μια αυτοκρατορία, να αποκαθηλώσεις τον καπιταλισμό και την πατριαρχία και να αντικαταστήσεις τις φυλακές με μεθόδους περιφρούρησης της δημόσιας ασφάλειας που δεν περιλαμβάνουν εγκλεισμό.
Ο Robert Beckford, καθηγητής Μαύρης Θεολογίας στο Queen’s Foundation λέει: «Το να παρουσιάσουμε μια πιο ισόρροπη οπτική της Ιστορίας είναι απαραίτητο αλλά ανησυχώ ότι η απομάκρυνση των συμβόλων γίνεται αντιληπτή ως ανάλογη μιας θεσμικής αλλαγής».
Για τον Μόρις η δουλειά έχει μόλις αρχίσει. Φέρνει ως παράδειγμα την αμφιλεγόμενη έκθεση της βρετανικής κυβέρνησης για τη φυλή που υποστηρίζει ότι δεν βρέθηκαν αποδείξεις για θεσμικό ρατσισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις περιοχές που συμμετείχαν στη μελέτη. Η απάντηση σε αυτό είναι περισσότερες διαδηλώσεις, πιστεύει.
Συμφωνεί και η Σαλίμ: «Σχεδιάζουμε ένα καλοκαίρι αντιρατσιστικών κινημάτων, δράσεων και διαμαρτυριών». Η δουλειά συνεχίζει και στη Μινεάπολη. Αυτό το καλοκαίρι η Black Visions σχεδιάζει να κάνει συγκεντρώσεις κατοίκων όπου θα καλεί να απαντήσουν στο ερώτημα: Πώς θα είμαστε ασφαλείς; Μια συμμαχία με το όνομα Yes 4 Minneapolis κατέθεσε αίτημα για να αλλάξει ο κανονισμός της πόλης που απαιτεί η πόλη να βασίζει στην αστυνομία τη δημόσια ασφάλεια.
«Θέλω να δω περισσότερους από τους προγόνους μου να αντικατοπτρίζονται στον κόσμο που ζω σήμερα», λέει το Νουρ. «Αλλά τι λέτε να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο αντί να αλλάζουμε τα ονόματα των δρόμων αυτού του κόσμου;»
* Αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στον «Guardian» στις 22 Μαΐου 2021.