Μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή συζήτηση διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της εργασίας, την Τρίτη 1 Ιουνίου, απέναντι στην κυβερνητική επίθεση που προωθείται με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Πρωτοβουλία που δημιουργήθηκε από κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες ακριβώς λόγω του νέου νομοσχεδίου, που συνεχίζει και οξύνει μια μακρόχρονη γραμμή απορρύθμισης της εργασίας, που παγιώθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όπως τόνισε η συντονίστρια της εκδήλωσης, Δήμητρα Λαμπροπούλου, ιστορικός στο ΕΚΠΑ. Οι ομιλητές, πέραν των γνωστών (απο)ρυθμίσεων –κατάργηση του 8ωρου, απλήρωτες υπερωρίες κτλ– ανέλυσαν και άλλα προβληματικά, λιγότερο γνωστά, σημεία του νομοσχεδίου, όπως και την εν γένει επικίνδυνη λογική που εισάγει στα εργασιακά.

 

Καταστροφικό και για την ανάπτυξη

 

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, το 25% των εργαζομένων αμείβεται με έως 500 ευρώ τον μήνα (οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονται στα 200-300 ευρώ) και ένα 15% με 500 έως 700 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Χρήστος Γούλας, διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Γεγονός που σημαίνει πως «ένα εκρηκτικό 39% αμείβεται κάτω από τον κατώτατο μισθό και βρίσκεται κάτω από τα όρια της απόλυτης και σχετικής φτώχειας, βάσει των διεθνών ορισμών». Επιπρόσθετα, το 17% εργάζεται με παρατεταμένο ωράριο, δηλαδή πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα, όταν ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 8%, ενώ ένα 33% εργάζεται και τα Σαββατοκύριακα (ευρωπαϊκός μέσος όρος 20%). Το ποσοστό κάλυψης δε των εργαζομένων με συλλογικές συμβάσεις είναι μόλις στο 20%, όταν η ευρωπαϊκή σύσταση προς τα κράτη–μέλη είναι για 70%.

«Αν, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο δούμε και τον καινούργιο νόμο, είμαι βέβαιος πως τα επόμενα χρόνια θα υπάρχουν ελάχιστοι εργαζόμενοι που θα καλύπτονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αυτό που χρειάζεται, είναι μέτρα που θα προστατεύουν την εργασία, αντί να την υπονομεύουν κι άλλο. Όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας από τη φτώχεια, αλλά ακόμα και με όρους οικονομικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Όπως έχουν δείξει όλες οι έρευνες, η ανάπτυξη που βασίζεται σε συνεχή μείωση του εργασιακού κόστους, εκτός από παρωχημένο και συντηρητικό μοντέλο, είναι και αποτυχημένο παραγωγικά και οικονομικά. Το νομοσχέδιο αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα στην εργασία και την οικονομία», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Γούλας.

 

Αύξηση της ανεργίας

 

Τις αρνητικές επιπτώσεις του νομοσχεδίου στον χρόνο εργασίας, στον όγκο αυτής, στην ανεργία και στο εισόδημα των εργαζομένων, περιέγραψε με τη σειρά του ο Γιώργος Ιωαννίδης, οικονομολόγος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, την κρίση ήδη την είχαν πληρώσει οι μισθωτοί εργαζόμενοι, αφού το ποσοστό του μεριδίου της μισθωτής εργασίας στο Εθνικό Εισόδημα σε σχέση με το μερίδιο των κερδών των επιχειρηματιών έχει υποχωρήσει κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία. Αυτό συνέβη υπό το επιχείρημα πως μειώνοντας το κόστος εργασίας, θα έρχονταν επενδύσεις που θα ξαναζέσταιναν την οικονομία, όμως «από τα διαγράμματα φαίνεται ότι οι επενδύσεις είναι το αντίστροφο είδωλο των κερδών και αυξάνονται όταν τα κέρδη συμπιέζονται».

Βάσει αυτών των δεδομένων, λοιπόν, το νομοσχέδιο θα είναι καταστροφικό, ενώ υπογράμμισε την απουσία μελέτης επιπτώσεων του νομοσχεδίου από το υπουργείο Εργασίας: «Από την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων που κάναμε, προκύπτει πως οι δυνητικές απώλειες θα φτάσουν τουλάχιστον τις 38.000 θέσεις εργασίας, πλήρους απασχόλησης, ανεβάζοντας το ποσοστό ανεργίας κατά μία μονάδα. Το υπουργείο θεωρεί ότι είναι αυτό μια σωστή πολιτική για τη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη;».

 

Κοινωνικός ακρωτηριασμός της χώρας

 

Την ανατροπή των βασικών αρχών του εργατικού δικαίου με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη τόνισε ο ιστορικός του ΕΚΠΑ, Αντώνης Λιάκος, καθώς εισάγει την ατομική διαπραγμάτευση έναντι των συλλογικών. Στοιχείο που αφορά όλους τους μισθωτούς, «όχι μόνο όσους είναι βιομηχανικοί εργάτες ή όσους είναι πλήρους απασχόλησης».

Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο αλλάζει τον ρόλο του κράτους όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων, αφού «μετατρέποντας το ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή, αποποιείται ουσιαστικά την ευθύνη του για τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων. Είναι σαν να μετατρέπει αυτά τα ζητήματα σε θέματα διαιτησίας».

Τόνισε δε πως με την Ελλάδα να βρίσκεται ήδη στις τρεις πρώτες χώρες της Ευρώπης στις κοινωνικές ανισότητες, «με το νομοσχέδιο αυτό θα έχουμε έναν κοινωνικό ακρωτηριασμό της χώρας, οξύνοντας ακόμα περισσότερο τις ανισότητες αυτές». Ενώ υπογράμμισε το κρίσιμο σημείο στην στρατηγική της κυβέρνησης, που μπορεί να δεσμεύσει έτσι και όλες τις επόμενες. Το γεγονός, δηλαδή, ότι έχει θέσει τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου ως υποχρεώσεις που θα πρέπει να τηρηθούν από τη χώρα, ώστε να αποδεσμευθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την πανδημία.

 

Παραπλανητικές διατάξεις

 

Τον παραπλανητικό ρόλο κάποιων διατάξεων του νομοσχεδίου εξήγησε, μεταξύ άλλων, η Γεωργία Πετράκη, κοινωνιολόγος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Η γλώσσα του νομοσχεδίου είναι πολλές φορές παραπλανητική. Ενώ μιλά, για παράδειγμα, για τη δημοκρατία στην εργασία, ενισχύει σημαντικά το διευθυντικό δικαίωμα. Αντίστοιχα, ενώ επικυρώνει διεθνείς συμβάσεις υγιεινής και ασφάλειας εργαζομένων, περνάει κι άλλες πολλές διατάξεις που καταργούν αυτά τα δικαιώματα».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επικύρωση σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, που το νομοσχέδιο τη θέτει σε ισχύ μόνο για τον ιδιωτικό τομέα και για επιχειρήσεις άνω των 20 ατόμων. Για τις υπόλοιπες, όπως και για τον δημόσιο τομέα, δημιουργεί ένα κενό, «με κίνδυνο να βρεθούμε πίσω και από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς».

Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο είναι ανενδοίαστα μεροληπτικό υπέρ των εργοδοτών, διαταράσσοντας την κοινωνική δημοκρατία. «Τα συλλογικά δικαιώματα, η άσκηση συνδικαλιστικών ελευθεριών και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν βασικούς μηχανισμούς εκδημοκρατισμού της χώρας. Τα συλλογικά δικαιώματα, μεταβιβάζοντας εξουσία από το κεφάλαιο στην εργασία, συνετέλεσαν στον μετριασμό των ταξικών ανισοτήτων. Το νομοσχέδιο μάς επιστρέφει σε έναν ανταγωνιστικό καπιταλισμό, που το κράτος προστατεύει το κεφάλαιο και ο εργαζόμενος πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του».

 

Η υπόστασή μας στην υπηρεσία της αγοράς

 

Τέλος, ο Γιώργος Τσιώλης, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Κρήτης επισήμανε μεταξύ άλλων την επικίνδυνη αλλαγή στη θεώρηση του εργαζομένου που επιχειρείται μέσω του νομοσχεδίου, που θα έχει δομικές κοινωνικές επιπτώσεις στη ζωή όλων μας:

«Το νομοσχέδιο δεν αντιλαμβάνεται τον εργαζόμενο ως εξαρτημένο μέρος μιας δομικά άνισης κοινωνικής σχέσης, αλλά σαν αποσυλλογικοποιημένο επιχειρηματία του εαυτού του. Ειδικότερα, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας παράγει ένα πρότυπο εργαζομένου διαρκώς διαθέσιμου και προσαρμοστικού στις εκάστοτε ανάγκες της επιχείρησης και τις μεταβολές τους. Η διάκριση εργασιακού και ελεύθερου χρόνου γίνεται τελείως διαπερατή. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το κανονιστικό μοντέλο του νομοσχεδίου, ως εργατική δύναμη λογίζεται το σύνολο της υποκειμενικότητας του εργαζομένου. Δηλαδή οι ικανότητες, οι δεξιότητες, τα ταλέντα, το στυλ, η σεξουαλικότητά, ο χρόνος, ο χώρος του, όλος του ο εαυτός, τον οποίον θα πρέπει να θέσει στην υπηρεσία της επιχείρησης και της αγοράς».

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet