Οι δολοφονίες των τελευταίων ημερών έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά συμβολαίων θανάτου που εκτελέστηκαν του τελευταίους πέντε μήνες. Φαίνεται ότι πρόκειται για «ξεκαθαρίσματα» λογαριασμών που ανακύπτουν στο πλαίσιο ενός συστήματος προστασίας και εκβιάσεων για τον έλεγχο στην οικονομία της νύχτας. Κατά τη διετία 2017 -2019, δολοφονήθηκαν 11 αρχηγικά στελέχη εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στην παράνομη δραστηριότητα της εκβίασης στην Αττική, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν συνολικά εκτελεστεί 14 συμβόλαια θανάτου με καλάσνικοφ. Συνήθως, τα συμβόλαια θανάτου επισφραγίζουν συγκρούσεις που ανακύπτουν ανάμεσα σε ανταγωνιστικές εγκληματικές ομάδες και έχουν ως στόχο την αναδιάταξη της εξουσίας και του ελέγχου αλλά και τον επανακαθορισμό των ορίων μεταξύ διαφορετικών εγκληματικών ομάδων. Οι τελευταίες αποκαλούνται από τα ΜΜΕ συχνά ως «νονοί της νύχτας» ή ως “Greek Mafia”,όροι που παραπέμπουν στη θεωρία του εθνικού συνδικάτου (δηλαδή εγκληματικών ομάδων με αυστηρή ιεραρχία, όπου το κριτήριο της εθνικής καταγωγής των μελών της είναι καθοριστικό) και αντανακλούν και τα αντίστοιχα στερεότυπα του Χόλιγουντ όπως είναι λ.χ ο απόλυτος έλεγχος από ένα αρχηγό – τον capo dei capi. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πολυμελείς, ιεραρχικά δομημένες ομάδες με αρχηγικά και εκτελεστικά στελέχη, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και εσωτερική πειθαρχία. Επίσης, εμφανίζουν δραστηριότητα σε βάθος χρόνου (5-7 χρόνια). Τα ηγετικά στελέχη διαχωρίζονται αυστηρά από τα υπόλοιπα στα οποία κατανέμονται εξειδικευμένοι ρόλοι (εισπράκτορες, μεσάζοντες, άτομα για ενημέρωση ή εκφοβισμό των θυμάτων για τις οφειλές τους, κ.λπ.).
Μέσα από την εκβιαστική παροχή προστασίας τα εγκληματικά δίκτυα στοχεύουν στην απόσπαση οικονομικού οφέλους από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων (εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ και νυχτερινά κέντρα αλλά και λοιπά εμπορικά καταστήματα) ενώ είναι σύνηθες να δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα και σε άλλες παράνομες αγορές, όπως είναι διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών, ο έλεγχος των οίκων ανοχής, τα παράνομα στοιχήματα κλπ. Οι κατώτερες βαθμίδες αυτών των εγκληματιών δικτύων στελεχώνονται συνήθως από άνδρες που βρίσκονται στο φάσμα της παραγωγικής ηλικίας είναι άνεργοι ή με οικονομικά προβλήματα, διαθέτουν ιδιαίτερη σωματοδομή ενώ τα γυμναστήρια και οι σχολές πολεμικών τεχνών λειτουργούν ως χώροι άντλησης εργατικού δυναμικού. Εμφανίζουν χαμηλό μέσο όρο ζωής, τα 45 έτη, λόγω της συχνής εμπλοκής με βίαιες συγκρούσεις.
Η παροχή προστασίας (εκβίαση) φαίνεται να συνιστά μια εδραιωμένη και διαχρονική παράνομη αγορά, η οποία κατά βάση ελέγχεται από ημεδαπούς και λειτουργεί με την ανοχή του κράτους ή τμημάτων του. Στην πλειονότητα των υποθέσεων που έχουν απασχολήσει τις αρχές, έχει αποδειχθεί η ενεργή εμπλοκή αστυνομικών, οι οποίοι παρέχουν κάλυψη στη δράση των εν λόγω εγκληματικών δικτύων. Τα άτομα που βρίσκονται πίσω από την εγκληματική δραστηριότητα είναι συνήθως υπεράνω υποψίας υψηλής οικονομικής και κοινωνικής θέσης και διατηρούν πολύ κερδοφόρες νόμιμες επιχειρήσεις. Δεν είναι σπάνιες οι φορές όπου υφίσταται συνεργασία μεταξύ των διαφόρων εγκληματικών οργανώσεων, (λ.χ. από κοινού κατανομή των περιοχών δραστηριοποίησης, μέλη των ομάδων που ενεργούν συνεταιρικά για την προσέγγιση των καταστηματαρχών και την είσπραξη της «προστασίας»). Έτσι, τα γεωγραφικά όρια στις ζώνες ελέγχου της κάθε ομάδας τηρούνται, ενώ σημαντικός είναι και ο ρόλος ενός τοπικού αρμόδιου, στον οποίο τα μέλη των ομάδων μπορούν να αναφέρονται, προκειμένου να επιλύσουν τυχόν προβλήματα και διενέξεις. Η άσκηση βίας δεν είναι απαραίτητα ο κανόνας και ο αποκλειστικός τρόπος που λειτουργεί το οργανωμένο έγκλημα. Η βία έρχεται συνήθως ως απάντηση όταν τίθεται ζήτημα διεκδίκησης και αμφισβήτησης στον έλεγχο των παράνομων αγορών ή για λόγους εκδίκησης, τιμωρίας αλλά και εξασφάλισης της σιωπής και παρεμπόδισης να συνεργαστεί κάποιος με τις αρχές.
Αν και τα εγκληματικά αυτά δίκτυα δραστηριοποιούνται ήδη από τη δεκαετία του ’80, ωστόσο φαίνεται να απουσιάζει μια εστιασμένη πολιτική αντιμετώπισης, ενώ συνήθως το ενδιαφέρον στον δημόσιο λόγο ανακύπτει κάθε φορά που εκτελούνται συμβόλαια θανάτου και χάνονται ανθρώπινες ζωές. Οι διαδικασίες αυτοκάθαρσης και αναδιάρθωσης εντός των δικτύων φέρνουν στο φως και τις σχέσεις συγκάλυψης και ανοχής που τα περιβάλουν αλλά και την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να τα ελέγξει αποτελεσματικά. Αυτές τις μέρες προβάλλεται ως λύση στο ζήτημα του οργανωμένου εγκλήματος η επίταση της καταστολής, της επιτήρησης, αυστηροποίηση των ποινών και η σύσταση εξειδικευμένων υπηρεσιών. Η ουσιαστική όμως αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος προϋποθέτει να λαμβάνεται κάθε φορά το οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις συγκάλυψης και ανοχής που το περιβάλλουν. Η ποινική αντίδραση θα είναι κάθε φορά αναποτελεσματική, εάν δεν πλαισιώνεται και από την ανάπτυξη δράσεων κοινωνικής πρόληψης του φαινομένου που στοχεύουν στην ελάττωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στη μείωση της ανεργίας.