Η επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ελλάδα περατώθηκε κατά τα συμφωνημένα: χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Στις συναντήσεις που είχε στην Αθήνα, την Τρίτη, δεν υπήρξαν απρόοπτα. Στα αναμενόμενα κινήθηκε και η περιοδεία του στη Θράκη. Οι δηλώσεις του εκεί περί «τουρκικής μειονότητας» έγιναν κυρίως για «εσωτερική κατανάλωση». Αυτή ήταν η εκτίμηση της ελληνικής πλευράς –στο όνομα της τήρησης χαμηλών τόνων.
Χειρισμοί συμβολικής αξίας. Όπως άλλωστε και η συμφωνία για διακρατική συνεργασία σε θέματα οικονομίας και εμπορίου, που προέκυψε από τη συνάντηση του έλληνα υφυπουργού Εξωτερικών με τον τούρκο ομόλογό του, όταν, επί της ουσίας, είναι αδιανόητη οποιαδήποτε πρόοδος στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών στις παρούσες συνθήκες.
Μένει ότι η κυβέρνηση ελπίζει σε ένα καλοκαίρι χωρίς εντάσεις, εκτιμώντας ότι η άλλη πλευρά προσβλέπει και εκείνη στην ανάγκη να σωθεί όπως–όπως η τουριστική σαιζόν.
Συνοψίζοντας, το ζητούμενο της επίσκεψης Τσαβούσογλου ήταν να δοθεί ανάσα χρόνου στις επαφές, κυρίως ως δέσμευση των δύο μερών προς τον ξένο παράγοντα, ότι δεν έχουν αποστεί του στόχου για συνεννόηση σε βάθος χρόνου.
Αναμένεται με ενδιαφέρον πόσο βάθος χρόνου θα δώσει στην ομαλοποίηση η συνάντηση Μητσοτάκη–Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου.
Προς το παρόν, σε σχέση με την επίσκεψη Τσαβούσογλου, η ελληνική κυβέρνηση θέλει να βλέπει σε αυτήν τον προπομπό ενός αδιατάρακτου καλοκαιριού στο Αιγαίο –πέραν από το οποίο, όμως, το μόνο που διακρίνεται σε βάθος χρόνου, είναι το απρόβλεπτο των χειρισμών της Τουρκίας.
Και όχι μόνο της Τουρκίας. Πριν περάσουν 24 ώρες από τις όποιες καθησυχαστικές εντυπώσεις άφησε απερχόμενος ο Μ. Τσαβούσογλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέστη επί του διπλωματικού πεδίου ένα πλήγμα που απομειώνει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας απέναντι στο απρόβλεπτο των σχεδιασμών της κυβέρνησης Ερντογάν: για δεύτερη φορά η Ελλάδα δεν θα είναι μεταξύ των κρατών που προσκλήθηκαν από το Βερολίνο να συμμετάσχουν στη διάσκεψη για τη Λιβύη στη γερμανική πρωτεύουσα στις 23 Ιουνίου.
Την Τετάρτη ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μ. Βαρβιτσιώτης συναντήθηκε με τον γερμανό ομόλογό του, Μίκαελ Ροθ, στον οποίο μετέφερε το ενδιαφέρον της Ελλάδας να συμμετάσχει στη διάσκεψη. Οι πληροφορίες θέλουν τον γερμανό αξιωματούχο να διαβεβαιώνει ότι θα διαβιβάσει το αίτημα στο υψηλότερο επίπεδο. Ωστόσο, μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής δεν είχε υπάρξει επίσημη τοποθέτηση. Οι εκκλήσεις μάλλον προσκρούουν στο αδιάφορο… τείχος του Βερολίνου.
Από την πλευρά του, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών δεν έκρυψε λόγια του όταν, στη διάρκεια διεθνούς διάσκεψης στην οποία συμμετείχε, ρωτήθηκε αν η Αθήνα έχει προσκληθεί στο Βερολίνο. Η Ελλάδα, απάντησε ο Ν. Δένδιας, «έχει απευθείας διάλογο και μια επικοινωνία με τη λιβυκή πλευρά. Παρά ταύτα, είμαστε εξαιρετικά δυσαρεστημένοι από το γεγονός ότι η Γερμανία, εμμένοντας σε μια τακτική, δεν μας κάλεσε και αυτή τη φορά σε αυτή τη συνάντηση. Και αυτή τη δυσαρέσκεια την έχω και εγώ διαμηνύσει στον γερμανό ομόλογό μου». Και, καταλήγοντας, προσέθεσε με νόημα: «Νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα γίνει και σε επίπεδο πρωθυπουργού…» –κάτι που ερμηνεύτηκε ως προτροπή στον Κ. Μητσοτάκη να απευθυνθεί στην Α. Μέρκελ.
Θα το πράξει ο πρωθυπουργός; Αν όχι θα είναι η δεύτερη φορά, μετά την αδικαιολόγητη απροθυμία που επέδειξε τον Ιανουάριο του 2020 να διεκδικήσει σθεναρά από τη Γερμανία τη συμμετοχή της Ελλάδας στην πρώτη εκείνη διάσκεψη του Βερολίνου για το λιβυκό, στην οποία η Άγκυρα απαίτησε, και κέρδισε, προέχουσα θέση —επί ζημία της Αθήνας, που ο αποκλεισμός της από το Βερολίνο έστειλε στον Τ. Ερντογάν το σήμα ότι η Ελλάδα δεν μετράει και ότι στην Ανατολική Μεσόγειο τον πρώτο λόγο έχουν αυτός και κάποιοι από τους ισχυρούς της Ευρώπης, λέγε με Γερμανία.
Στο ήδη βαρύ κλίμα ήλθε να προστεθεί την ίδια μέρα (Πέμπτη) η είδηση ότι, ενόψει του καλοκαιριού, η ΕΕ προωθεί το προσφυγικό, καθώς όλοι απεύχονται –εν μέσω πανδημίας και οικονομικών προβλημάτων— ένα νέο ξέσπασμα προσφυγικών ροών.
Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείνει αγκυλωμένη στην άποψή της ότι η Τουρκία βρίσκεται σε απομόνωση, η χώρα κινδυνεύει να εκπλαγεί δυσάρεστα όταν θα φανούν στην πράξη τα αποτελέσματα της παρασκηνιακής, όπως επιμένουν οι πληροφορίες, συνεργασίας Τουρκίας, Κομισιόν και Γερμανίας σε τεχνικό επίπεδο για την επέκταση της συμφωνίας για το προσφυγικό –ερήμην όσων αδρανήσουν.
Ο Τ. Ερντογάν ήδη διεμήνυσε δύο τινά. Ότι έχει δαπάνησε 3,6 δισ. ευρώ και ζητά άμεση εκταμίευση των υπόλοιπων 2,4 δισ. της προσφυγικής συμφωνίας του 2016. Και ότι βάζει ξανά στο τραπέζι το θέμα της βίζας για τους Τούρκους που θέλουν να ταξιδέψουν στην ΕΕ, κάτι που θεωρεί ότι οφείλεται στη χώρα του του βάσει της συμφωνίας του 2016.
Πριν ακριβώς ένα μήνα, η επίτροπος Ίλβα Γιόχανσον επισκέφθηκε την Άγκυρα με εντολή της προέδρου της Κομισιόν και μετά από ισχυρές πιέσεις του Βερολίνου, για να ανιχνεύσει τα όρια των απαιτήσεων της Τουρκίας. Μεθοδεύεται, ουσιαστικά, μια δέσμευση του δίδυμου Κομισιόν–Βερολίνο, που ξαναφέρνει την Τουρκία στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για το προσφυγικό. Και όχι μόνο, διότι ταυτόχρονα αναβαθμίζει τα πλεονεκτήματα που ήδη διαθέτει στο διπλωματικό πεδίο έναντι άλλων.
Στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής θα συζητηθεί η ατζέντα Ευρωπαϊκής Ένωσης–Τουρκίας. Αν εκεί, με αφορμή το προσφυγικό, και κατ’ απαίτηση της Γερμανίας κυρίως, επικρατήσει η γραμμή που ευνοεί το ευρύ φάσμα των τουρκικών συμφερόντων, η κυβέρνηση και προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης θα κληθούν να εξηγήσουν στο εσωτερικό την εντυπωσιακή κυβίστηση στην οποία θα έχουν υποχρεωθεί και να απολογηθούν για τη δραματική έλλειψη στρατηγικής σε βάθος χρόνου.