Η αποκαθήλωση της απλής αναλογικής στους θεσμούς τής αυτοδιοίκησης είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού εδώ και μήνες με αποκορύφωμα την τοποθέτηση του κ. Βορίδη στο αρμόδιο υπουργείο, προκειμένου να ολοκληρωθεί το κατεδαφιστικό έργο της κυβέρνησης. Την ίδια διάθεση απέναντι στο πιο δημοκρατικό και δίκαιο εκλογικό σύστημα έχει εκφράσει επανειλημμένα ο κ. Μητσοτάκης με την κατάργησή της και στις βουλευτικές εκλογές και την επιλογή τής τακτικής των διπλών εκλογών. Την εμμονή σ’ αυτό το στόχο επιβεβαίωσε προχθές σε εκπομπή τού Σκάι και ο κ. Παπαχελάς, επενδύοντας την επιλογή αυτή με το... επιστημονικό επιχείρημα ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε κουλτούρα συνεργασίας και παραβλέποντας το γεγονός ότι κουλτούρα δεν διαμορφώνεται χωρίς τη δοκιμασία επί του πεδίου. Την ίδια μέρα η «Καθημερινή» προανήγγειλε την κατάργηση της αναλογικότητας και στις φοιτητικές εκλογές επιβάλλοντας το ενιαίο ψηφοδέλτιο, με άλλα λόγια το πλειοψηφικό σύστημα. Φημολογείται ήδη ότι μία από τις αλλαγές που επεξεργάζεται η κυβέρνηση για τη συνδικαλιστική νομοθεσία, είναι η επιβολή ανάλογου συστήματος και στον συνδικαλισμό.

 

Επίθεση αυταρχισμού

 

Είναι πια φανερό ότι βρισκόμαστε μπροστά στην ανάπτυξη μιας γενικευμένης επίθεσης για την επιβολή τής λογικής του αυταρχισμού σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Ενός αυταρχισμού που υπηρετείται με μέσο τη νομοθετική κατοχύρωση της δυνατότητας μια σχετική πλειοψηφία να μεταμφιέζεται σε απόλυτη και κυρίαρχη, καθιστώντας αδύνατη την έκφραση της πραγματικής πλειοψηφίας και την πιθανότητα να διεκδικήσει το δικαίωμά της να επικρατήσει όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και πολιτικά. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για επί μέρους περιστατικά, που εξηγούνται δήθεν από την ανάγκη της περίφημης κυβερνησιμότητας ή από τον τεχνητά διογκούμενο κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι επιχείρηση αντιδραστικής δομικής αλλαγής.

Αν έχει κάποια βάση αυτή η εκτίμηση, τότε όσοι αξιακά, ιδεολογικά και πολιτικά έχουν ταχθεί υπέρ της απλής αναλογικής και πολύ περισσότερο όσοι στην πράξη την έχουν καταστήσει νόμο της πολιτείας, δεν πρέπει απλώς να ανησυχήσουν ή να καταγγείλουν την επίθεση αυτή. Οφείλουν να οργανώσουν την άμυνα και την αντεπίθεση για την απόκρουσή της και την ανακατάληψη του χαμένου εδάφους. Πρόκειται για μέγιστο πολιτικό θέμα δημοκρατίας και όχι για ένα ασήμαντο επεισόδιο στο θέατρο της πολιτικής αντιπαράθεσης.

 

Αντιμετώπιση του κοινού εχθρού

 

Ένας τρόπος υπάρχει για να καταστεί δυνατό κάτι τέτοιο: η συστηματική ανάδειξη της ανάγκης και της δημοκρατικής χρησιμότητας της συνεργασίας των όμορων πολιτικών δυνάμεων ως δημοκρατικό και πολιτικά πρακτικό πρόταγμα και η συστηματική ανάληψη πρωτοβουλιών για την εμπέδωση αυτής της ανάγκης και αυτής της χρησιμότητας στο πεδίο της πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, που είναι ταυτόχρονα –και ανέκαθεν– πεδίο και προγραμματικών συγκλίσεων για την αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού, όπως σήμερα του αδηφάγου νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού.

Στην οργάνωση ενός τέτοιου σχεδίου μπορούν και είναι απαραίτητο να πάρουν μέρος όχι μόνο πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες, αλλά και άνθρωποι της επιστήμης, των τεχνών, των κινημάτων για τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα συνδικάτα… Έτσι ώστε να οικοδομηθεί ένας ισχυρός αντίπαλος συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που μπορεί σήμερα να συνεργαστούν για ένα και μόνο, αν και σημαντικότατο στόχο, αλλά θα καλλιεργήσουν ταυτόχρονα και την ιδέα της αποτελεσματικής συνεργασίας και για πιο σύνθετα διακυβεύματα, γιατί όχι και για την ανάληψη ευθυνών διακυβέρνησης σε διάφορα επίπεδα, όταν και όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις.

 

Ιδιαίτερη η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ

 

Ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε την πρωτοβουλία να νομοθετήσει την απλή αναλογική και συνδέει την επιλογή του αυτή – όπως επανέλαβε στην πρόσφατη συνέντευξή του ο Αλ. Τσίπρας– με τη μεσο-μακροπρόθεσμη στόχευση για προγραμματικές συγκλίσεις και προοδευτικές κυβερνήσεις συνεργασίας, το μερίδιο της ευθύνης είναι πολύ μεγαλύτερο σ’ αυτή τη μάχη. Από αυτόν περιμένει ο κόσμος να κινήσει την όλη υπόθεση. Από αυτόν περιμένει τις συστηματικές πολιτικές πρωτοβουλίες για την παρακίνηση των δυνάμεων και των προσωπικοτήτων τόσο της αριστεράς και των κινημάτων όσο και του δημοκρατικού κέντρου. Πρωτοβουλίες που δεν πρέπει να έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα, αλλά να αποτελούν σταθερή επιδίωξη στο πλαίσιο ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος. Ενός σχεδίου που θα συζητηθεί με τον κόσμο και θα επιδιώξει να τον πείσει τόσο για τη χρησιμότητά του όσο και για την αποτελεσματικότητά του. Η επιδίωξη της καλλιέργειας πολιτικής κουλτούρας συνεργασιών, για την απουσία της οποίας υποκριτικά πικραίνονται οι διώκτες της, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έχει όμως στρατηγική σημασία, γι’ αυτό και αξίζει τον κόπο. Δεν αποδίδει, ίσως, άμεσα καρπούς, αλλά, όταν καρπίσει, η συγκομιδή είναι τεράστια και διατηρεί την αξία της για πολύ.

Φανταστείτε πόσο μεγαλύτερη απήχηση, μονιμότερη επίδραση και πολλαπλασιαστική επιρροή θα είχε η αξιοποίηση προσωπικοτήτων και στελεχών από τον χώρο του προοδευτικού και δημοκρατικού κέντρου σε μια τέτοια ευρύτατη πολιτική πρωτοβουλία, από τη συνήθη ανακοίνωση προσχώρησης στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που δεν είναι και πάντοτε ακριβώς προσχώρηση σ’ αυτόν, αλλά στην «προοδευτική παράταξη». Πόσο ψηλά θα μπορούσε να αποτιμηθεί η πολιτική της αξία, αντί να υπονομευτεί σαν μια απλή πρόσθεση, και πόσο θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην ενίσχυση της ιδέας της προγραμματικής συνεργασίας, αντί να προκαλεί αμυντικά αντανακλαστικά.

Πράγματα χιλιοειπωμένα…Θα γίνουν πράξη; Θα διατυπωθούν δημόσια σε ένα μεγαλεπήβολο πολιτικό σχέδιο ως σαφής και ηγεμονική επιδίωξη της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, όχι σαν αναγκαίο κακό, ή θα αναμασώνται στο διηνεκές σε μίζερες αντιπαραθέσεις για τα αυτονόητα, που μόνο αυτονόητα δεν φαίνεται να είναι; Στη δεύτερη περίπτωση, η νεοφιλελεύθερη δεξιά μάλλον δεν θα έχει λόγο να αισθανθεί ιδιαίτερη ανησυχία.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet