Δεν μπορείς να βρεις χώρο για να χωρέσεις όσα πρόσωπα –ο Αλέξης Τσίπρας στο fb, ο Φώτης Κουβέλης που δεν είχε αντοχή να μας γράψει, η Σία, ο Τριαντάφυλλος κ.ά.– ή συλλογικότητες είπαν αποχαιρετώντας την: Ο βουλευτής της γενέτειρας της Λέσβου, ΔΗΜΑΡ, ΝΕ Α΄ Αθήνας, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΣΦΕΑ και πολλές άλλες ακόμη. Ούτε και τον επικήδειο του Κώστα. Λίγα λόγια μόνο να πούμε, εμείς εδώ στην «Εποχή», για το βιογραφικό της και μετά τον λόγο στην ίδια με ένα κείμενο, βαθύ και σεμνό, αναντίστοιχο με τη δύσκολη, τραχιά διαδρομή ενός κοριτσιού που δεν είχε κλείσει καν τα 21, την Μαργαρώ και ένα ποίημα. Η Δώρα Κουλμανδά - Καλλιπολίτη γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή Λέσβου το 1946. Φοιτήτρια της αγγλικής φιλολογίας, μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη συνελήφθη την επαύριο της δικτατορίας, πήγε στα Γιούρα, αποφυλακίστηκε, οργανώθηκε στην αντίσταση αμέσως, συνελήφθη πάλι, είχε τη γνωστή δύσβατη διαδρομή, αποφυλακίστηκε με την αμνήστευση του 1973. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού, ΕΑΡ, ΣΥΝ, ΔΗΜΑΡ, μέλος της ΚΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, υποψήφια στην Ανοικτή Πόλη, αντιπρόεδρος στον ΣΦΕΑ. Εργάστηκε, ως φιλόλογος στην ΕΡΤ. Δεν σταμάτησε ποτέ …

Το κορίτσι που δεν σταμάτησε ποτέ
Δώρα, συγκρατούμενη, συντρόφισσα και φιλενάδα, το τρομερό νέο σου μας τσάκισε. Κατέφυγα στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες μας από τις φυλακές Κορυδαλλού το 1971. Να ’σαι, με κοιτάς γελαστή, πιο σωστά έχεις ξεκαρδιστεί στα γέλια και βαστιέσαι. Αξέχαστα.
Η Φρίντα Λιάππα προμήθευσε τη φωτογραφική μηχανή, μια σοβιετική Λάϊκα στον Πάνο Καλλέργη κι αυτός την έδωσε στην πόντια φύλακα, τη Λίζα, που μας αγαπούσε. Την έφερε πρωί στις 6.30΄ ανοίγοντας τα κελιά, κόντευε να μείνει από τον φόβο της, αλλά μας εμπιστευόταν πιο πολύ.
Μπήκα στο κελί σου να σε βγάλω φωτογραφία, τσίλιες βάσταγε η Βαγγελιώ Τζιβάνη. Τα ατέλειωτα γέλια μ’ αυτά που έλεγες, δεν έγινε δυνατό να βγάλεις «σοβαρή» φωτογραφία, «δεν βοηθάει η σοβαρότητα να βγάλεις φυλακή», όπως έλεγες.
Αχ βρε, Δώρα …
Τον μπαμπά σου δεν τον είχες γνωρίσει μέχρι τότε, αντάρτης και μετά πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ. Θυμάμαι το γράμμα του, το διάβαζες όρθια και μας είπες χαμογελαστά: “λέει πως λιώνουν σιγά – σιγά τα χιόνια στην Σιβηρία, καταλαβαίνετε ε;”.
Ναι καταλαβαίναμε τον κρυφό κώδικα του μπαμπά σου, Δώρα, καταλαβαίναμε τις ανάγκες της δύσκολης σχέσης και σε θαυμάζαμε φιλενάδα. Καθώς σε κοιτάζω δύσκολα μπορώ να ξεφύγω από τη ζεστασιά του βλέμματός σου, δύσκολα να βγω από αυτή την εικόνα, τη ζωή του κελιού που το ορίζει η παρουσία σας.
Αχ βρε, Δώρα …
Έτσι είσαι όλη τη ζωή σου, παντού. Στον αγώνα, στα αδήλωτα, στα ανάποδα, στον δημόσιο λόγο, στο σπίτι, τη δουλειά, τον δρόμο, στις επιτυχίες της κοινωνίας, στις ήττες της, στο κόμμα, στις λύπες, στα μοναχικά, στα στραβά, στις χαρές …
Αχ βρε, Δώρα … Το κορίτσι που δεν σταμάτησε ποτέ, αυτό σου έλεγα και σου λέω και σήμερα. Δεν υπάρχει δυστοπία που να σε κάνει αλλιώς, βρε κορίτσι μου.
Μαζί θα τραγουδάμε, όπως μεταγράψαμε τον ποιητή. «Η ζωή τραβάει την ανηφόρα κατηφορίζοντας για να κόψει δρόμο …»
Αχ βρε, Δώρα …
Πρώτη φορά μάς πίκρανες.
Μαργαρώ Γιαραλή

Έχουν νόημα οι βιωματικές αναφορές, σήμερα;
Ομιλία τον Νοέμβρη 2006 σε εκδήλωση της Ε.Δ.Ι.Α. 1940 - 1974, στο 2ο Γυμνάσιο Συκεών Θεσσαλονίκης με θέμα «Οι γυναίκες στον αντιδικτατορικό αγώνα»
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί τι νόημα έχουν οι βιωματικές αναφορές, ύστερα από τόσα χρόνια. Θα 'λεγε κανείς πως σαράντα χρόνια μετά μεγαλύτερη σημασία και χρησιμότητα έχουν άλλα πράγματα. Οι ιστορικές αναφορές, οι εκτιμήσεις για τα γεγονότα, πολιτικές και όχι μόνο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη συγκεκριμένη πολιτική εκτροπή, στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με κυρίαρχα τα ερωτήματα: Πώς φθάσαμε έως εκεί; Πώς δε θα ξαναφτάσουμε; Ποιοι υπέστησαν τη δικτατορία, εκτός από την Ελλάδα την ίδια, φυσικά; Ποιοι αντιστάθηκαν; Πόσοι αντιστάθηκαν; Πόσο μεγάλο ήταν το εύρος της αντίστασης, όχι αριθμητικά αυτή τη φορά, αλλά στο συνολικό πολιτικό φάσμα; Τι κάνει επίσης έναν άνθρωπο βασανιστή; Ποιες συνθήκες τον διαμορφώνουν; Τι τον αφιονίζει και τι κάνει έναν άνθρωπο να λέει «Όχι! Δε θα μου πείτε πώς θα ζήσω τη ζωή μου, πώς θα ονειρευτώ»; (…)
Αλλά, καταλήγω, συζητώντας με τον εαυτό μου: η προσωπική μαρτυρία έχει τη δική της σημασία, γιατί και αυτή, με τα σκληρά ή τα λιγότερο σκληρά στοιχεία, βοηθάει στη διατήρηση της μνήμης, της ιστορικής μνήμης, την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε (…) οφείλουμε να πούμε αυτά που ζήσαμε. Για να μη τα δούμε αύριο μεθαύριο ως ανύπαρκτα, ουδέποτε γενόμενα, ή σε μια εκδοχή που δεν θα αναγνωρίζουμε τα γεγονότα ούτε καν τον εαυτό μας. Η προσωπική μαρτυρία μπορεί να σταθεί αντιμέτωπη στην απώλεια της μνήμης, στην απώθησή της, αντιμέτωπη στην παραχάραξη της ιστορικής μνήμης.
Η σύλληψη
Η στιγμή της σύλληψης δεν έχει τίποτε το ηρωικό. Ένα απότομο σταμάτημα, μια ανακοπή της ζωής. Γι' αυτό το σταμάτημα θέλω να μιλήσω κυρίως. Τι σημαίνει αυτή η βίαιη αναστολή της ζωής τόσων ανθρώπων, της κοινωνικής, της επαγγελματικής, της πολιτικής, της οικογενειακής τους ζωής; Τι σημαίνει αυτή η ανατροπή για χιλιάδες πολίτες, για χιλιάδες αγωνιστές, για χιλιάδες ανθρώπους, που είχαν πάρει και είχαν δώσει οι ίδιοι τα πάντα; Που κυνηγήθηκαν, που τους έθεσαν ή προσπάθησαν να τους θέσουν στο περιθώριο της ζωής; Που επιβίωσαν, που έζησαν μέσα στο άγριο μετεμφυλιακό κλίμα και προσπάθησαν να ξαναστήσουν τις ζωές τους, να ορθοποδήσουν, να ξαναελπίσουν να ζήσουν μέσα στη νομιμότητα;
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η ανατροπή για ένα νέο άνθρωπο; Όταν με συνέλαβαν δεν είχα κλείσει τα είκοσι ένα. Κάτι σκεφτόμουνα, κάτι ήθελα να κάνω, είχα μια άποψη για τον κόσμο, στον οποίο ήθελα να ζήσω. Κουβαλούσα τις οικογενειακές μου καταβολές, τις μνήμες μιας δύσκολης όσο και ηρωικής περιόδου: Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Κουβαλούσα τις άμεσες συνέπειές τους , στην οικογένειά μου και σε μένα προσωπικά.
Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός πρόσφυγας. Τον γνώρισα στα τριάντα μου. Ήμουνα Λαμπράκισσα και τριτοετής φοιτήτρια στην αγγλική φιλολογία, υπότροφος. Είχα τα ενδιαφέροντά μου, τις ανησυχίες μου, τη συμμετοχή μου, τα όνειρά μου. Ξαφνικά αυτή η ανατροπή: βρέθηκα εξόριστη στην Γυάρο και μετά φυλακισμένη. Εξήμισι χρόνια! Εξήμισι χρόνια, και έξω ο κόσμος να εξακολουθεί να υπάρχει, να ζει, να κινείται. Γράφονται βιβλία, τραγούδια, γυρίζονται ταινίες, ξεσπούν κινήματα, κυκλοφορούν ιδέες. Νέα πράγματα σημαντικά και μη. Και συ μέσα, μακριά από όλα αυτά που συμβαίνουν έξω, πράγματα που σε ενδιαφέρουν και σε καίνε.
Το καλοκαίρι του '67 θα πηγαίναμε με τον Βασίλη για δύο μήνες στο Εδιμβούργο. Όταν ήρθε η έγκριση της αίτησης ήμασταν στην Γυάρο. Τα γεγονότα τρέχουν, και συ είσαι μέσα. Μπορεί αν ήσουν έξω κάτι να έκανες και συ (…)
Σε βάζουνε στην άκρη. Σε αναγκάζουν να ζεις κάποια χρόνια τη ζωή σου στο κενό, ερήμην του κόσμου, στον οποίο εσύ ανήκεις. Ε, αυτό το δικαίωμα δεν το είχαν! Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να «βάλουν τη χώρα στον πάγο», δεν είχαν κανένα δικαίωμα να αναστείλουν τις ζωές μας, να μας «βάλουν στον πάγο» (...)
Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να πω ότι τα χρόνια της κράτησης ήταν χαμένα. Ήταν χρόνια γεμάτα συντροφικότητα, αλλά και κάποιων εντάσεων, λιγότερο στις γυναικείες φυλακές. Οργανώσαμε τη ζωή μας, βοηθήσαμε η μία την άλλη, κάναμε τα μαθήματά μας, τραγουδούσαμε, γνωριστήκαμε, είχαμε τις πλάκες μας, τα μικρά καθημερινά προβλήματα, αγαπηθήκαμε, δεθήκαμε. Ήταν χρόνια γεμάτα, ήταν τα χρόνια που ο καθένας και η καθεμιά επιβεβαίωνε τη δική του, τη δική μας πια προσωπική αντίσταση στην επιβολή, ήταν ο τρόπος να πολεμήσεις τον εγκλεισμό ως φρονηματισμό. Ήταν η προσπάθεια που έκανε ο καθένας, είτε μέσα από τη συλλογικότητα είτε μέσω κάποιου απομονωτισμού, να συμμετέχει στα μέσα και στα έξω. Ήταν ο τρόπος να απαντήσουμε στη βία, οι «ανθρώπινες» στιγμές μας, για να μη δεχτούμε το «σταμάτα!».
Δυο λόγια για την ιστορία. Θέλω να πω ότι μιλώ ως κρατούμενη ανεξαρτήτως φύλου. Το γυναικείο στοιχείο θα φανεί στην πορεία, ως κρατούμενη, ως Δώρα, ως δρον πολιτικό άτομο, που συνελήφθη και πέρασε κάποια χρόνια στη φυλακή. Γιατί για τους κρατούντες κατ' αρχήν δεν υπήρχε διαχωρισμός (…)
Στην Γυάρο
Τελικά φθάνουμε, στα Γιούρα, βέβαια. Φθάνουμε και βλέπουμε μπροστά-μπροστά δύο καλούς συντρόφους, που βρέθηκαν ως δια μαγείας μπροστά για να προλάβουν, ως πιο έμπειροι, το πρώτο «πατιρντί» αντιμετώπισής μας από τις Αρχές.
Στην Γυάρο λοιπόν. Όταν έπεσε ο καταπέλτης, είδαμε την Γυάρο. Η πρώτη εικόνα που έχω από το νησί είναι τα ανθισμένα μπούζια, αυτά τα παχύφυλλα φυτά που βγάζουν το μοβ το ανθάκι και φυτρώνουν παντού. Ένα μαβί πράγμα πέρα ως πέρα. Και μετά, όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε, ψηλά είναι άλλοι, οι Αθηναίοι, που είχαν φθάσει πριν από μας. Κι εμείς να προσπαθούμε να δούμε κάποιους γνωστούς.
Όταν βγήκαμε όλοι από το αρματαγωγό πια, φάνηκε ο όγκος αυτών των πρώτων συλλήψεων. Και μετά ήρθαν και τα άλλα αρματαγωγά, κόσμος πολύς. Ένα νούμερο που λέγαμε τότε, ίσως υπερβολικό, κοντά στους 10.000. Δεν ξέρω αν ήταν δέκα, αν ήταν οκτώμισι, αν ήταν εξήμισι. Ήταν όμως άνθρωποι όλων των ηλικιών, το κράτος και το παρακράτος είχαν δουλέψει καλά. Ανασύραν στην επιφάνεια τους καταλόγους των κομμουνιστών, των «συμμοριτών», των ψηφοφόρων, των «αντεθνικώς δρώντων», των Λαμπρακισσών με τις μαύρες κάλτσες. Γνωστά στελέχη της αριστεράς αλλά και παππούληδες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας, κυρίως από την περιφέρεια, από την ύπαιθρο. Υπέργηροι, άρρωστοι, αρκετοί διπλωμένοι στα δυο. Άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση, είχανε ψηφίσει Αριστερά κι εμείς από τη Μακεδονία με τους περισσότερους νεολαίους ανάμεσά μας. «Οι κοπέλες!», μας έλεγαν οι Αθηναίοι, και μας έμεινε το όνομα αυτό. Ακόμη και σήμερα , όταν συναντιέμαι με παλιές συνεξόριστες, με ρωτούν: «είσαι από τις κοπέλες της Θεσσαλονίκης;». Η Λίτσα, η Νίνα, η Έλλη, η Αλίκη, δε θέλω να πω ονόματα, τα ξέρουν αρκετές. Είχαμε και ένα παιδάκι στην Γυάρο, μην το ξεχνάμε, εξόριστο και αυτό, τον Μάκη. Τον μικρό γιο της Άννας Σολωμού, που προσπαθούσε να καταλάβει πώς τόσοι άνθρωποι, τόσοι παππούδες και τόσες γιαγιάδες βρεθήκανε όλοι μαζί (…)
Η πρώτη κίνηση, των παλαιότερων ήταν να αξιοποιήσουν ένα από τα κτίρια για το πρόχειρο αναρρωτήριο. Εκεί ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την τραγική κατάσταση αρκετών συγκρατουμένων μας: άρρωστοι, ανήμποροι, ξαφνιασμένοι ακόμα, άπλυτοι από τα κρατητήρια, κάποιοι αρκετοί χτυπημένοι. Μην ξεχνάτε ήμασταν τότε πολύ μικρές. Και θέλω να δώσω εδώ και το γυναικείο στοιχείο, όλες οι κοπέλες αυτές τρέξαμε ως πρώτη δύναμη να ψιλοπεριθάλψουμε, να ψιλοκαθαρίσουμε τους μεγαλύτερους και πιο ηλικιωμένους.
Και μετά άρχισε η ζωή του στρατοπέδου: συλλογικότητα, καθημερινότητα, προσαρμογή, προσπάθεια αξιοποίησης της χρόνου, συζητήσεις, εκτιμήσεις κτλ. (…)
Νέα σύλληψη
Μετά το διάλειμμα από την Γυάρο, που μας άφησαν τις νεολαίισσες και τους νεολαίους τέλη Γενάρη, των Τριών Ιεραρχών, και κάποιο διάστημα ελευθερίας μέσα στη Χούντα, ήρθε η νέα σύλληψη, αυτή τη φορά όχι χωρίς λόγο, τον Αύγουστο. Τα γνωστά. Δεν θα σταθώ σε αυτά: Ασφάλεια, απομόνωση, Γ΄ Σώμα Στρατού, ηλεκτροσόκ, απομόνωση, κρατητήριο. Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις, η Ασφάλεια, κατά τη συνήθη πρακτική της, θέλησε να έχει τις τρεις γυναίκες της υπόθεσης που είχαν στήσει, την Ασπασία, τη Γεωργία και εμένα, χωριστά. Η Ασπασία μετήχθη στις Επανορθωτικές Φυλακές, η Γεωργία στο Μεταγωγών, κι εγώ, δεν υπήρχε άλλος χώρος μετά το κρατητήριο, με την κλούβα στα ψηλά - ψηλά, στο Επταπύργιο. Ο λόγος που το αναφέρω ήταν πρώτα η ταραχή του Αρχιφύλακα, καθώς δεν είχε γυναικείο τμήμα: «Πάρτε την από δω!»
Μπαίνοντας στο Επταπύργιο, το πρώτο πράμα που μου ήρθε στο νου ήταν η σκηνή όταν, πέντε, έξι επτά χρονών, με πήγαινε η μάνα μου επισκεπτήριο στον θείο μου. Δεν είχε αλλάξει το Επταπύργιο.
Θέλω ακόμη να πω δυο λόγια, που ίσως είναι και τα μόνα από μια άποψη που έχουν πιο άμεση σχέση με αυτό που λέμε «διαφορά γυναίκας» ή «το γυναικείο ζήτημα» ή «γυναίκα κρατούμενη». Και δε θα το πω για τις πολιτικές κρατούμενες. Θα το πω για τις ποινικές. Διότι η συνεύρεση που είχαμε, η συμβίωση στις φυλακές της Κασσάνδρου, στις Επανορθωτικές στη Θεσσαλονίκη και, με κάποια πρόφαση, σε χωριστές πτέρυγες στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Ένα πολύ μεγάλο «Ευχαριστώ!» γι' αυτές τις γυναίκες, για τη βοήθεια που μας πρόσφεραν, όπου και όσο μπορούσαν, για την αγάπη, για την εκτίμηση και για το σεβασμό που μας έδειξαν. Σεβασμό που η πολιτεία πάρα πολύ άργησε να τον δείξει, όσο τον έδειξε.
Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τη βοήθεια που πρόσφεραν στο μυαλό μας, στην ψυχή μας, στις αναλύσεις μας, χωρίς να ξέρουν βέβαια οι ίδιες ότι την πρόσφεραν, μας ώθησαν να έρθουμε σε επαφή με καταστάσεις τις οποίες δεν ξέραμε. Ακόμη και όσες, στην όποια σύντομη ή πιο μακροχρόνια ενασχόλησή τους με τα κοινωνικά προβλήματα, με τα πολιτικά , είχαν σχέση με τέτοια ζητήματα, ωφελήθηκαν από αυτή την άμεση ανθρώπινη επαφή με γυναίκες που δεν είχαν πολιτικά ενδιαφέροντα, που δεν είχαν πολιτικό περίγυρο , που δεν είχαν ενδιαφέροντα κοινωνικά, αλλά η καταπίεση από την κοινωνία, το κράτος τη θρησκεία, το σύζυγο, το νόμο, την εξουσία, την πολιτική, τα πάντα, τις οδήγησε στη συντριβή. Μολονότι μικρή, ήμουν σπουδαγμένη κοπέλα, φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο. Όμως αν μου έλεγε κανείς ότι έτσι φθάνει κάποιος στον παραβατισμό, έτσι φθάνει μια γυναίκα στον φόνο, έτσι αντιδρά στον φόνο και στην καταδίκη, δε θα τον πίστευα. Αργότερα, όταν είδα την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου, τη θεώρησα τη σημαντικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
* * *
Τα κορίτσια της βροχής
Μνήμη Δώρας Καλλιπολίτη
Οι ηρωίδες της πρώτης μας νιότης
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα ανθισμένα,
χορός αρχαίας τραγωδίας
που συνομιλεί με τη δικαιοσύνη.
Η ελευθερία ανεμίζει τα μαλλιά τους
κι η ιστορία τις χαϊδεύει σεβαστικά στο πρόσωπο.
Σε λίγο θα ξεσπάσει η καταιγίδα.
Θα διαβούν πάνω στο καρυδότσουφλο της ψυχής τους
ωκεανούς πόνου και ατελείωτες νύχτες μοναξιάς.
Θα σκαρφαλώσουν στο άλογο
του τελευταίου καπετάνιου
και θα δραπετεύσουν από τα κελιά της φυλακής.
Θα τις συναντήσετε στην αγκαλιά
μιας ξαφνικής βροχής
που ρουφά τα δάκρυά τους
και σβήνει το ξεραμένο αίμα.
Ελένη Πορτάλιου,
από την Ποιητική Συλλογή «Ίχνη Ζωής»