Είναι οι «Μητέρες στην Πρώτη Γραμμή». Κρατάνε μαύρες ξύλινες ασπίδες, κατεβαίνουν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και βάζουν μπροστά το σώμα τους για να προστατέψουν τα παιδιά τους από τις επιθέσεις της αστυνομίας. Από τις 28 Απριλίου, οπότε και άρχισαν οι διαδηλώσεις στην Κολομβία –που αν και ξεκίνησαν ως αντίδραση σε ένα φορολογικό νομοσχέδιο, στη συνέχεια επεκτάθηκαν με το αίτημα να αφορά πια τη διεκδίκηση ενός άλλου μοντέλου διακυβέρνησης από αυτό του υπερσυντηρητικού προέδρου της χώρας Ιβάν Ντούκε– οι θαρραλέες αυτές γυναίκες γίνονται η ζωντανή ασπίδα για να αποτρέψουν επεισόδια, να μην επιτεθούν στα παιδιά τους ή αυτά να μη χτυπηθούν. Με τη βία στη χώρα να κλιμακώνεται μέρα με τη μέρα –σύμφωνα με οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως η Temblores και η Defender la Libertad, οι νεκροί από τις 28 Απριλίου ως τις 4 Ιουνίου έφταναν τους 77, οι αγνοούμενοι τους 346, οι τραυματίες τους 1246, οι συλλήψεις τις 2808, τα θύματα έμφυλης βίας τα 106 και οι καταγγελίες για άσκηση αστυνομικής βίας τις 1304– οι «Μητέρες στην Πρώτη Γραμμή» λειτουργούν σαν μια «φρουρά αποφασιστικής αγάπης», όπως τις αποκαλούν οι διαδηλωτές. Στην πλειονότητά τους είναι μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους σε μια χώρα που η φτώχεια τον τελευταίο χρόνο εκτοξεύτηκε στο 42,5% και η ακραία φτώχεια έφτασε πλέον στο 15,1% του πληθυσμού. Μία από αυτές τις μητέρες, συνομιλεί με την δημοσιογράφο Γκλόρια Αριάς και η μαρτυρία της γίνεται άρθρο στην εφημερίδα El Espectador. Ένα άρθρο που αναδημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα σήμερα η «Εποχή».
Α.Κ.
Γράφουμε αυτή την στήλη τέσσερα χέρια. Η συν-συγγραφέας μου είναι μία από τις μητέρες της πρώτης γραμμής στην Εθνική Απεργία και, για λόγους ασφαλείας, αλλάξαμε το όνομά της: σήμερα θα ονομάζεται Λούνα Κοράλ και θα της παραχωρήσω τη στήλη μου, ώστε τα μάτια της να μπορούν να μας πουν τι βλέπουν στη Μπογκοτά. Δεν γνωρίζουμε η μία την άλλη, αλλά είμαστε ενωμένες από τον πόνο για την ίδια χώρα, το Κάλι, την Κολομβία. Αυτό που συμβαίνει μοιάζει με πολεμική μάχη. Οι αστυνομικοί μπαίνουν στα σπίτια και βγάζουν τα αγόρια έξω με βία, τα παίρνουν μακριά και εξαφανίζονται. Η ESMAD (σ.μ. οι διαβόητες Αστυνομικές Μονάδες Αντιμετώπισης Ταραχών που ευθύνονται για τους περισσότερους από τους θανάτους διαδηλωτών) τραβά φωτογραφίες από το πρόσωπό μας, τα σπίτια μας, ξέρουν ποιοι είμαστε και πού θα μας βρουν. Ζω με τον γιο μου στη γειτονιά Καλίμα, ανάμεσα στο Πάσο ντελ Κομέρσο, που ονομάζεται Πάσο Αγουάντε. Είναι 22 ετών, σπουδάζει για να γίνει επαγγελματίας της υγείας και με τη ραπ μουσική βοηθά τα αγόρια να ξεφύγουν από τον εθισμό στα ναρκωτικά. Αυτή τη στιγμή, το Ελ Πάσο είναι τεράστιο... Η νύχτα είναι πολύ τεταμένη, πυροβολισμοί, αστυνομία και στρατός από όλες τις πλευρές. Επιβατικά αεροπλάνα και ελικόπτερα, αλλά για μένα ο φόβος δεν υπάρχει πια. Έφτασα στο Κάλι με τον πέμπτο αναγκαστικό εκτοπισμό μου και δεν ξέρω πλέον ποια βία με εκτόπισε. Συμμετέχω στα κοινωνικά κινήματα, είμαι υπερασπίστρια των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θυμάτων της ένοπλης σύγκρουσης. Σπούδασα παιδαγωγική και ήμουν υποψήφια για το Συμβούλιο του Ορίτο, στην επαρχία Πουτουμάγιο. Δεν έχω σπίτι ή δουλειά. Ξέρω πώς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο.
Κάθε βράδυ στέκομαι μπροστά στα αγόρια –ανάμεσα σε αυτά και στην ESMAD. Και λέω στην αστυνομία: Μην πυροβολείτε! Αν είχα έναν γιο στην αστυνομία, θα τον μάθαινα σεβασμό για την κοινότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θα του ενστάλαζα την αξία της ζωής, και θα του έλεγα ότι αν σας δώσουν την εντολή να σκοτώσετε, αγνοήστε την.
Καθώς γράφω με την Λούνα, παίρνω ένα τηλεφώνημα από την Βανέσα (αλλάζουμε επίσης το όνομά της). Η Βανέσα γεννήθηκε στο Μανισάλες, ζει εδώ στην Μπογκοτά και είναι μια από τις πρώτες μητέρες στην Porta de las Americas. Η φωνή της είναι νέα, σπασμένη από το βήχα, ταλαιπωρημένη από τις πάνω από 30 νύχτες δακρυγόνων. Δεν παραπονιέται. δεν ζητάει τίποτα γι 'αυτήν. Zητά από την ESMAD να σταματήσει να πετάει τα ληγμένα αέρια και να μην πυροβολεί τα αγόρια. «Δεν γεννάμε παιδιά για να μας τα σκοτώνει το κράτος». Μου λέει ότι έχουν διώξει δύο φορές τα στρατόπεδα που βρίσκονταν στο πάρκο.
Δεν ξέρει πόσοι είναι πια οι τραυματίες, πόσα τα κορίτσια που παρενοχλήθηκαν από την αστυνομία, πόσα τα ακρωτηριασμένα στο πρόσωπο αγόρια. Αλλά φυσικά, εξηγεί: «δεν είναι όλος ο κόσμος κακός και νομίζω ότι και οι μητέρες των παιδιών της αστυνομίας αισθάνονται τον ίδιο πόνο με εμάς. Τελικά το φταίξιμο δεν το έχουν αυτοί, αλλά εκείνοι που δίνουν τις εντολές».
Η Βανέσα είναι χορεύτρια τάνγκο και τώρα φροντίζει τα αγόρια. «Την κυβέρνηση δεν την αγγίζει αυτός ο πόνος. Αντίθετα, οι άνθρωποι ήταν πολύ υποστηρικτικοί… μας φέρνουν νερό, φαγητό και μας συνοδεύουν».
Η Βανέσα λέει ότι δεν φοβάται πλέον γιατί της έχουν στερήσει ακόμη και αίσθημα του φόβου. Την πνίγει το αίσθημα αδυναμίας και την αγχώνει καθώς σκέφτεται τι θα συνέβαινε στα τρία παιδιά της, αν μια νύχτα σκότωναν την ίδια και δεν επέστρεφε ποτέ στο σπίτι. «Συνεχίστε να διαδηλώνετε και θα δείτε τι θα σας συμβεί», ουρλιάζει η αστυνομία. Τι θα μας συμβεί αν γράψουμε; Και, ακόμη χειρότερα: τι θα μας συνέβαινε αν μέναμε ήσυχοι; Φτάνουν 5, 7, 10 φωτογραφίες από σφαίρες. Βλέπω τον πόνο. Βλέπω τις μητέρες στην πρώτη γραμμή να φροντίζουν με τον ίδιο τρόπο τα δικά τους παιδιά αλλά και τα παιδιά των άλλων. Σε κοινωνίες που είναι τόσο κακοποιημένες, δημιουργείται ένα κοινό DNA: το DNA της αντίστασης, αυτό που έχασε τον φόβο, αλλά όχι την ελπίδα.