H ανακοίνωση της δημιουργίας του Σχεδίου Προγραμματικών Θέσεων (εφεξής Σχέδιο) από μια ολιγομελή Επιτροπή υπό τον Γιώργο Σταθάκη, αποτέλεσε οπωσδήποτε ένα θετικό βήμα για τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, καθότι η εμφανής έλλειψη ενός σαφούς πολιτικού σχεδίου από την πλευρά του αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για τη μεγέθυνση της κοινωνικής του απήχησης. Η δημόσια κοινοποίηση του Σχεδίου και εν συνεχεία η παρουσίαση και συζήτησή του στο εσωτερικό του κόμματος άνοιξε ένα πλούσιο διάλογο σχετικά με τις θέσεις που εκφράζονται εντός αυτού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα επιδιώξουμε και εμείς να θίξουμε τους κύριούς μας προβληματισμούς σχετικά με τρεις κεντρικούς άξονες του Σχεδίου.
Μια από τις κύριες αιχμές πάνω στις οποίες βασίζεται το Σχέδιο, αποτελεί η καταπολέμηση των ανισοτήτων. Σε πρώτο στάδιο, το κείμενο ανιχνεύει την έκρηξη των ανισοτήτων ως απότοκο της εξάπλωσης και επικράτησης του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Οι λύσεις που προτείνονται, στοχεύουν στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στην αντιμετώπιση της ανεργίας με παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις και στη δημιουργία ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος, που θα αναδιανείμει τον πλούτο για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους και άλλων κοινωνικών αναγκών. Παρά τις ενδιαφέρουσες αυτές προτάσεις, ο μαρξισμός έχει αποδείξει πως οι ανισότητες αποτελούν εγγενές γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως, η εξάλειψη των ανισοτήτων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ουσιωδώς, αν δεν εμπλουτίσουμε το πολιτικό μας σχέδιο με συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες θα θέτουν στον πυρήνα τους την ουσιαστική μεταστροφή των παραγωγικών σχέσεων και τη χειραφέτηση της εργασίας προς την κατεύθυνση της διεύθυνσης της παραγωγής από αυτοδιαχειριζόμενα οικονομικά εγχειρήματα. Η ύπαρξη ενός νομικού πλαισίου που θα διευκόλυνε νεοσυσταθέντες συνεταιρισμούς εργαζομένων να εξαγοράσουν χρεωκοπημένες επιχειρήσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, παράλληλα με τη δημιουργία ενός πλέγματος συμβουλευτικής στήριξης και εκπαίδευσης των συνεταιριζομένων, αλλά και τη θέσπιση αξιόπιστων χρηματοδοτικών εργαλείων, στα οποία μπορούν να απευθυνθούν οι συνεταιρισμοί, ανεξάρτητα του «συστημικού τραπεζικού τομέα».
Ο δεύτερος άξονας αφορά την πράσινη μετάβαση. Το Σχέδιο αναγνωρίζει την υφιστάμενη κλιματική κρίση ως αποτέλεσμα της «κερδοσκοπικής υπερεκμετάλλευσης της γης και των φυσικών πόρων», τονίζοντας την ανάγκη για στροφή σε ένα «πράσινο μοντέλο ανάπτυξης». Εντός αυτού του μοντέλου πράσινης ανάπτυξης τίθενται από το κείμενο, μεταξύ άλλων, η προτεραιοποίηση της παραγωγής ενέργειας μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) εις βάρος του λιγνίτη και του φυσικού αερίου. Ο κύριος μας προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι το Σχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις της σχολής της αποανάπτυξης, η οποία στέκεται κριτικά σε μια πράσινη μετάβαση που νοείται μέσω της χρήσης ΑΠΕ. Με κύριο επιχείρημα το γεγονός ότι η διαδικασία μετάβασης σε μια οικονομία η οποία θα καταναλώνει την ίδια ποσότητα ενέργειας σε σχέση με το παρόν, και σταδιακά θα αντικαθιστά την ενεργειακή της παραγωγή από ΑΠΕ, συμβάλει καίρια στην επιβάρυνση του ίδιου του περιβάλλοντος, καθώς η δημιουργία μονάδων ΑΠΕ προϋποθέτει την κατανάλωση νέων πόρων και ενέργειας, οι οποίο θα προστεθούν στον ήδη υψηλό αριθμό κατανάλωσης πόρων και ενέργειας. Επομένως, κρίνουμε πως η συζήτηση για μια πράσινη μετάβαση, η οποία δεν θα θέτει στον πυρήνα της την ανάγκη για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος της οικονομίας μας, αποτελεί μια αδιέξοδη επιλογή.
Έπειτα, το Σχέδιο πραγματοποιεί μια εκτεταμένη αναφορά σε ορισμένες παρεμβάσεις στον τομέα των δικαιωμάτων και πιο συγκεκριμένα σε έμφυλα ζητήματα, όπως και σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, ενώ παράλληλα θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διαβίωση και την κοινωνική ένταξη των προσφύγων και των μεταναστών, όπως και την αναβάθμιση των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Παρότι, η συντριπτική πλειονότητα των προτεινόμενων μέτρων μάς βρίσκει απολύτως σύμφωνους σε αξιακό επίπεδο, θα θέλαμε να εκφράσουμε έναν προβληματισμό. Πιο συγκεκριμένα, κρίνουμε πως οι περιορισμοί και οι καταπατήσεις των δικαιωμάτων (ευάλωτων ομάδων κυρίως) αποτελούν μια συνθήκη άμεσα συνδεδεμένη με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και δεν υφίστανται αυτούσιες και αυθαίρετες εντός του κοινωνικού βίου. Συνεπώς, θεωρούμε πως η κουβέντα για την διασφάλιση των δικαιωμάτων οφείλει να λαμβάνει υπόψη σε πρώτο βαθμό την ανάγκη για ουσιαστική εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, σε συνδυασμό με δράσεις στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης, της ορατότητας και της νομικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων.
Κλείνουμε με μια πρόταση για τον χώρο της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οι ραγδαίες αλλαγές που φέρνει η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση και η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, σε συνδυασμό με την κρίση του κορονοϊού συμπληρώνουν το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να δράσουμε και να ζήσουμε. Η ανάγκη για την εκκίνηση ενός διευρυμένου διαλόγου ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα, στις συλλογικότητες, στα πολιτικά κόμματα και στον ακαδημαϊκό χώρο που ανήκει στην ριζοσπαστική Αριστερά είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Παρατηρώντας κριτικά τα πεπραγμένα των προηγούμενων ετών και αναλύοντας διεξοδικά την υπάρχουσα συγκυρία, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο συνεκτικό αφήγημα, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του 21ου αιώνα και θα αποφεύγει την επανάληψη των προηγούμενων λαθών. Η απροθυμία έναρξης αυτού του διαλόγου θα συνεχίσει να επιτείνει μια κατάσταση, όπου ο χώρος μας θα βρίσκεται κατακερματισμένος, χωρίς καίριες κοινωνικές συμμαχίες, ενώ το πολιτικό σχέδιο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό θα απεμπολείται διαρκώς από ψευδεπίγραφα προστάγματα για την ανάγκη προσέγγισης των κεντρώων ψηφοφόρων και μιας επιθυμίας για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας άνευ όρων.