Λίγο πριν ξεκινήσει η πανελλαδική 24ωρη απεργία, την Πέμπτη 10 Ιουνίου, οι εφοπλιστές προσέφυγαν στο πρωτοδικείο Πειραιά με αίτημα να ακυρωθεί η απεργία της ΠΝΟ και να επιστρέψουν, βέβαια, οι ναυτεργάτες στη δουλειά τους. Το αίτημα αυτό των εφοπλιστών «βρήκε ευήκοα ώτα στη δικαιοσύνη», αναφέρει η ΓΣΕΕ σε ανακοίνωσή της: «το συνδικαλιστικό κίνημα δεν πρόκειται να αφήσει χωρίς απάντηση αυτή την πρόκληση», γιατί πρόκειται για ένα «ισχυρό ράπισμα», «μια επικίνδυνη σελίδα και πρωτοφανή πρόκληση για τα συνδικάτα». Τέλος, τονίζει ότι η απεργία θα γίνει –όπως και έγινε– γιατί η ΓΣΕΕ καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων της χώρας. «Εκτός εάν θεωρήσουν παράνομη και την απεργία της ΓΣΕΕ!». Εξάλλου η απεργία προστατεύεται από την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία, «αναγνωρίζεται από το ελληνικό Σύνταγμα ως δικαίωμα με ατομική και συλλογική διάσταση, στα πλαίσια της συλλογικής ελευθερίας».
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον υπουργό του Χατζηδάκη, όλα αυτά θεωρούνται εμπόδια που πρέπει να καταργηθούν – καταπατηθούν, για να προχωρήσουν οι «προοδευτικές τους μεταρρυθμίσεις». Το ΕΚΑ, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση αυτή, τονίζει ότι «η περίπτωση των ναυτεργατών δείχνει τι θα επικρατήσει στους χώρους δουλειάς εάν ψηφιστεί το νομοσχέδιο–έκτρωμα… Με το οποίο επιδιώκεται να μετατραπεί η χώρα σε ζώνη φτηνής εργασίας και άγριας εκμετάλλευσης». Η κυβέρνηση γι’ αυτό το λόγο επιτίθεται με μανία εναντίον των συνδικάτων και επιχειρεί την κατάργηση του μοναδικού τους όπλου, της απεργίας.
Για την απόκρουση των σχεδίων της κυβέρνησης, βγήκαν την Πέμπτη οι εργαζόμενοι και πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και 70 και πλέον πόλεων της χώρας. Ήταν μια απεργία – ξέσπασμα, οργής και απάντησης μαζί, σε ό,τι απεργάζεται η κυβέρνηση. Τα συνδικάτα βρέθηκαν, σχεδόν όλα μαζί, σε αυτή την πρωτοφανή κινητοποίηση. Η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ, οι Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα, καθώς και τα Πρωτοβάθμια Σωματεία κινητοποιήθηκαν, ξεπερνώντας μια σειρά δυσκολίες, αντιφάσεις και αντιπαραθέσεις. Στην απεργία της 10ης Ιουνίου βρέθηκαν όλες οι οργανώσεις μαζί, παρά τις ταλαντεύσεις και τους δισταγμούς της ηγετικής ομάδας της ΓΣΕΕ. Ως συνέπεια, η απεργιακή κινητοποίηση και οι διαδηλώσεις ταρακούνησαν για καλά τα λιμνασμένα ύδατα της κυβερνητικής εμμονής και αδιαλλαξίας, παρά τη φαινομενική αυτοπεποίθησή της. Η κυβέρνηση βρέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη δύσκολη θέση να βλέπει τους διαδηλωτές που περνούσαν με την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρίσουν. Αυτό ήταν το σαφές μήνυμα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων και κυρίως των νέων (ανέργων και φοιτητών), που θα κληθούν να πληρώσουν το μεγαλύτερο λογαριασμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Χατζηδάκη. Το μήνυμα αυτό, πρώτα απ’ όλους το έχουν συνειδητοποιήσει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όλες όσες σήκωσαν το βάρος της κινητοποίησης, οι οποίες μετά το πέρας της διαδήλωσης ανακοίνωσαν ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί και γι’ αυτό θα συγκαλέσουν τα ΔΣ των οργανώσεών τους. Οι λίγες ημέρες που απέμειναν μέχρι την επόμενη Πέμπτη, 17 Ιουνίου, που έχει καθοριστεί να ψηφιστεί το νομοσχέδιο, είναι κρίσιμες για την παραπέρα εξέλιξη του εργασιακού. Συνεπώς, η μαζική, αγωνιστική, ενωτική παρουσία των συνδικάτων, είναι απαραίτητο να εκδηλωθεί με κάθε τρόπο και μορφή που θα κριθεί αναγκαίος και αποτελεσματικός. Οι εκδηλώσεις αυτές, την ώρα που η κυβέρνηση ήδη θα δέχεται το σφυροκόπημα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή, θα έχουν καθοριστική σημασία. Η μάχη αυτή, καθώς και οι αγώνες των εργαζομένων, έχουν ήδη κρίνει και απορρίψει το σχέδιο Χατζηδάκη. Η κυβέρνηση, όμως, επιμένει. Για να πετύχει τι; Για μια Πύρρειο νίκη; Για την ψήφιση ενός νομοσχεδίου που δεν θα νομιμοποιηθεί ποτέ; Και που αργά ή γρήγορα θα έχει την τύχη του άλλου παρόμοιου νομοσχεδίου, του γνωστού 330;