Σύνθεση με κολιέ από μαργαριτάρια και προτομή παιδιού του Φρανσουά Καρλιέ
(γύρω στο 1820-1830)
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στας Αγγλίας, έπιασα και κουρεύτηκα γουλί. Κι έγινα ελεύθερο πουλί. Περπατούσα με τις αρβύλες μου και τις φόρμες μου, με τα χέρια στις τσέπες κι ένιωθα κάπως σαν τον Χωκ Φιν, αγορίσια και σκανταλιάρικα. Και πόσο το διασκέδαζα. Ίσως, βεβαίως, φταίει το γεγονός πως δεν βρέθηκε κανείς περαστικός να με σκανάρει με το βλέμμα του και κυρίως κανείς από τον κύκλο μου στενό κι ευρύ δεν φρόντισε να μου επισημάνει τα γνωστά περί χαμένης θηλυκότητας (η οποία προς στιγμήν την είχε ξαπλάρει κάπου στο πάτωμα του κουρείου, αγκαλιά με έναν βαρύ κότσο και το φόρεμα με το φλοράλ ντεσέν). Πόσο απολαυστικό να ζει κανείς ελεύθερος από διαπεραστικά βλέμματα και στερεότυπα και τι σπουδαία «εφεύρεση» της φιλελεύθερης σκέψης η ανοχή στην ετερότητα.
Φουριόζες σκέψεις, φουριόζα και η άφιξη στο σπίτι του καθηγητή μου με τα στρογγυλά γυαλιά, τα ασημένια μαλλιά και την πλεκτή ζακέτα ουράνιο τόξο. Ντριν το κουδούνι, να σου στην πόρτα:
«Γεια σου David»
«Γεια σου Roni, ωραία μαλλιά»
Βουρ στο ψητό εγώ: «Ξέρεις, έχω και χαρά και σύγχυση», του ξεφουρνίζω στο κεφαλόσκαλο «αισθάνομαι και Roni και Kevin»
«Είσαι ελεύθερη να αισθάνεσαι όποιος/α θέλεις», είπε γελώντας γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. «Γιατί όχι και τα δύο;» συμπλήρωσε και μου βγήκε από τ’ αριστερά: «Πώς σου αρέσει να σε φωνάζω Roni ή Kevin; Ή μήπως και τα δύο;».
Xύθηκα στην αγκαλιά του –με ανέχτηκε με ένα «Ω!» γιατί δεν του πολυάρεσαν οι εκρήξεις ταμπεραμέντου– κι εκεί που προσπαθούσε να μου παραγγείλει να τελειώσω κάνα κεφάλαιο «whatever my name is», πετάχτηκα: «Rancie! Θες να με φωνάζεις Rancie;» ξαναείπα περνώντας το χέρι πάνω από τις τριχίτσες-βελονίτσες του κεφαλιού μου. «Υποκοριστικό είναι μωρέ! Βγαίνει από τη λέξη tolerance1!» του πέταξα κορδωμένη καβαλώντας το ποδήλατό μου. Κι άκουγα τα γέλια του όπως απομακρυνόμουν και σφυρολογούσα. Και τον έβλεπα να κουνά το κεφάλι του, δεξιά-αριστερά, με τρυφερότητα. Εκείνο το ωραίο απόγευμα με τη λιακάδα που μπορούσα να είμαι ό,τι ήθελα.
Αυτή ήταν η ιστορία ενός μικρού, προστατευμένου και ψυχολογικά ασφαλούς πειράματος ταυτότητας. Ήταν μία στιγμή πολυτελούς γευσιγνωσίας του στιουαρτμιλικού πειράματος ζωής2. Ζητούμενο είναι όμως αυτή την πολυτέλεια του πειραματισμού να την προάγουμε σε κοινό αγαθό. Ας επιτρέψουμε στην ανθρώπινη διαφορετικότητα να εισχωρήσει μέσα μας, σε όλες της τις εκφάνσεις, τις βαθμίδες και τα είδη. Είτε ως παιχνίδι, είτε ως επιλογή, είτε ως ανάγκη, είτε ως σωματική ή νοητική δυσκολία. Η ανοχή και η αποδοχή είναι πλούτος και εξευγενισμός για τους/ις «άκου-δω-που-σου-μιλάω» και πρόσκληση στη ζωή σε όσους/ες ζουν πίσω από κλειστές πόρτες.
Στ’ αλήθεια δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο προκαταλήψεις που συρρικνώνουν και ξεκάνουν κόσμο. Είναι κρίμα κι άδικο να νιώθουν μοναχοί οι άνθρωποι. Όσο είναι ζωντανοί κι ανάμεσά μας έχουμε μία και μοναδική ευκαιρία να τους χαρίσουμε όλες τις πέρλες που τραβάει η ψυχή τους. Όχι στα μουλωχτά όμως. Μπροστά σ’ έναν καθρέφτη· ολόσωμο και εξυμνητικό των σπουδαίων διαφορών της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σημειώσεις
1. Tolerance: ανοχή
2. experiments in living