Sebastian Barry «Χίλια φεγγάρια», μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Ίκαρος, 2020
Την λένε Γουινόνα, όμως κάποτε την έλεγαν Οτζιντζίντκα, που πάει να πει «τριαντάφυλλο» στη γλώσσα των Λακότα-Σιού. Μετά το ξεκλήρισμα της φυλής της, την πήραν υπό την προστασία τους δύο σκληραγωγημένοι, πλην όμως καλόκαρδοι, πρώην στρατιώτες, ο Τζον Κόουλ και ο Τόμας ΜακΝάλτι. Μαζί τους, και μαζί με τους Αφροαμερικανούς Ροζαλί και Τένισον, δουλεύουν συλλογικά στο κτήμα του Λάιζι Μάγκαν – καλλιεργούν κυρίως καπνά.
Βρισκόμαστε στο Ανατολικό Τενεσί. Βαθύς Νότος. Είναι οι πρώτες μέρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Θεωρητικά ο Νότος έχει προσαρτηθεί στην Ένωση. Ισχύουν οι ομοσπονδιακοί νόμοι. Η δουλεία έχει καταργηθεί. Αυτά όμως προσώρας ισχύουν μόνο στα χαρτιά.
Ο Νότος, Old Dixie, παραμένει ρέμπελος, μια εστία ανομίας που περιφρονεί την ενσωμάτωση. Και οι Ινδιάνοι; Αυτοί βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση από όλους. Όσοι δεν κλείστηκαν σε ειδικούς καταυλισμούς μετά τον τελευταίο ξεσηκωμό των Σιού, όπως καλή ώρα η Γουινόνα, βιώνουν ένα είδος no man’s land στις κοινωνίες όπου ανήκουν. Ο νόμος δεν τους προστατεύει. Δεν θεωρούνται καν πολίτες, δεν απολαμβάνουν αυτό το στάτους. Γίνονται έρμαια στις ορέξεις του καθενός.
Θύμα αυτού του σαθρού νομικού συστήματος πέφτει και η ίδια η Γουινόνα. Ένας τοπικός μάγκας, ο Τζας Τζόνσκι, όχι ιδιαίτερα ξύπνιος, της ζητά να αρραβωνιαστούν. Εκείνη τελικά αρνείται. Κάποιο βράδυ, επιστρέφει στην αγροικία φανερά κακοποιημένη. Οι υποψίες πέφτουν στον μάγκα. Οι άντρες της οικογένειας θέλουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, όμως τελικά κάνουν πίσω, με τη συμβουλή του δικηγόρου Μπρίσκο, γνωρίζοντας ότι ο νόμος δεν θα προστατεύσει μια νεαρή Ινδιάνα σε βάρος ενός λευκού. Στο μεταξύ τμήματα του ομοσπονδιακού στρατού έχουν μεταφερθεί στην περιοχή για να επιβάλουν την τάξη, καθώς οι ρέμπελοι και οι κακοποιοί που εξακολουθούν να μην αποδέχονται την Ένωση προκαλούν σοβαρές φασαρίες. Έχουν στήσει μάλιστα ολόκληρο στρατόπεδο.
Όταν ο υποψήφιος αρραβωνιαστικός Τζας Τζόνσκι βρίσκεται δολοφονημένος (20 μαχαιριές), οι υποψίες πέφτουν στη Γουινόνα. Το έκανε λένε για να πάρει εκδίκηση επειδή την κακοποίησε. Οι φίλοι του, κάμποσοι από το στρατόπεδο των ρέμπελων, σπέρνουν τις φήμες στην τοπική κοινωνία που δείχνει έτοιμη να αποδεχθεί οτιδήποτε προκειμένου να εκτονωθεί. Θέλουν οπωσδήποτε να δουν έναν/μία κρεμασμένο/η. Πρωτοστατεί ο νέος σερίφης, ένα κάθαρμα ολκής, τον οποίο η Γουινόνα είχε απορρίψει ερωτικά πριν από μερικούς μήνες. Έχουν υποτίθεται και αποδεικτικά στοιχεία: τη μακριά και κοφτερή λάμα που κρύβει στην μπότα της η Γουινόνα για να γδέρνει τους λαγούς στο κτήμα. Οι άντρες της οικογένειας και ο δικηγόρος σπεύδουν και πάλι σε βοήθειά της, όμως το δικαστήριο έχει ήδη στηθεί και η απόφαση λες και έχει παρθεί από καιρό...
Τοιχογραφία της μετεμφυλιακής Αμερικής
Ο Σεμπάστιαν Μπάρι σ’ αυτό του το μυθιστόρημα παρουσιάζει μια τοιχογραφία της μετεμφυλιακής Αμερικής, μιας χώρας άνομης, χωρισμένης ακόμα στα δύο. Διόλου τυχαία, σε έναν χαρακτηριστικό διάλογο, περιγράφει πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζεται το ζήτημα της δουλείας στο Ανατολικό και στο Δυτικό Τενεσί, δηλαδή στα όρια της ίδιας Πολιτείας. Η περίοδος που ονομάστηκε «Ανασυγκρότηση του Έθνους» ήταν μια μακρά διαδικασία, οπωσδήποτε αναγκαία, που όμως κι αυτή άλλοτε εφαρμόστηκε ισοπεδωτικά και άλλοτε άφησε τραύματα στους ηττημένους. Ακόμα και σήμερα η Αμερική δεν είναι «μία», και αυτό δεν οφείλεται μόνο στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα του κράτους.
Το άλλο θέμα που απασχολεί τον συγγραφέα είναι οι μειονότητες, οι Αφροαμερικανοί και οι Ινδιάνοι. Ιρλανδός ο ίδιος, έχοντας μελετήσει σε βάθος το θέμα της ιρλανδικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, δεν μένει ασυγκίνητος μπροστά στα δεινά που αντιμετώπισαν οι δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες που κατεξοχήν συγκρότησαν το αμερικανικό έθνος. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, τα δεινά των Αφροαμερικανών και των Ινδιάνων είναι το πρελούδιο για τις κακουχίες που θα αντιμετωπίσουν οι Ιρλανδοί και άλλοι μετανάστες μερικά χρόνια μετά. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελεί μια μορφή συναισθησίας εκ μέρους του Ιρλανδού συγγραφέα.
Γραφή πραγματικά μεστωμένη
Σε ό,τι αφορά τη γραφή του, ο Μπάρι ξέρει, αφενός, να φτιάχνει ολοζώντανους χαρακτήρες, με δική τους οντότητα, που λες και καθοδηγούν οι ίδιοι τον συγγραφέα και του υπαγορεύουν την πορεία τους, υπακούοντας στην προσταγή του Κάφκα: «Ο συγγραφέας γίνεται συγγραφέας όταν σταματά να είναι “εγώ” και γίνεται “εμείς”». Πέρα από την ίδια τη Γουινόνα, μια από τις πιο επιβλητικές ηρωίδες της σημερινής λογοτεχνίας, οι άντρες του κτήματος είναι ως χαρακτήρες καλοκεντημένοι στη λεπτομέρεια.
Αφετέρου, είναι η χρήση της γλώσσας. Μακριά από γενικεύσεις περί «ιρλανδικής σχολής» ή «ιρλανδικού λυρισμού», ο Μπάρι μπορεί και περιγράφει τον αμερικανικό Νότο και την ανθρωπογεωγραφία του με λυρικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τους ιδιωματισμούς και την εμμονικότητα του Νότου με παρόμοιο τρόπο με αυτόν του Φόκνερ, όμως συγχρόνως η πρόζα του είναι κοφτή όπως και στα καλύτερα διηγήματα του Χέμινγουεϊ. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, όμως την κυρίως εξιστόρηση των γεγονότων διακόπτουν οι ονειροπολήσεις της Γουινόνα ως εκκρίσεις συνειδησιακής ροής, που αναδεικνύουν ψυχαναλυτικά το Όνειρο ως αναπόσπαστο στοιχείο της ινδιάνικης κουλτούρας. Μιλάμε για μια γραφή πραγματικά μεστωμένη. Τη γλώσσα του αναδεικνύει εξάλλου η άψογη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
O Σεμπάστιαν Μπάρι γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Έχει βρεθεί δύο φορές στη βραχεία λίστα του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα «Μακριά, πολύ μακριά» (Πόλις, 2007) και «Η μυστική γραφή» (Καστανιώτης, 2009). Το 2011, το βιβλίο του «Εις γην Χαναάν» (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του «Μέρες δίχως τέλος» (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Τον Φεβρουάριο του 2018 ο Σεμπάστιαν Μπάρι τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων.
Τα θέματά του διατρέχουν την ιρλανδική εμπειρία, είτε πρόκειται για τη σύγκρουση του λαού με τους Άγγλους στις αρχές του 20ού αιώνα είτε για τη συμμετοχή των Ιρλανδών στον Μεγάλο Πόλεμο είτε για τη μακρά διαδικασία της μετανάστευσης και εγκατάστασής τους στις ΗΠΑ. Στην τελευταία περίπτωση, και σε ό,τι αφορά τα βιβλία του που εκτυλίσσονται στον 19ο αιώνα, τα αντι-γουέστερν του Μπάρι είναι σκληρά και ρεαλιστικά και αξίζει να τα ανακαλύψει κανείς.