Το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα της σύγχρονης νεοκλασικής -και κυρίαρχης σήμερα ως συμβατικής/τυπικής- οικονομικής θεωρίας είναι η (σταθερή) ισορροπία, χάρη στην οικονομία της αγοράς και τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, και η ορθολογικότητα, σ’ ένα πνεύμα «φυσικαλισμού» (Κ. Μελάς, 2013).
Ωστόσο, αυτή η τυπική κυρίαρχη-ορθόδοξη οικονομική θεωρία με χαρακτηριστικά αυτό-αναφορικότητας και ταυτο-λογικής, υφίσταται τα τελευταία χρόνια έντονη και πολύπλευρη κριτική (H. Defalvard, 2015) που την απομυθοποιεί. Συνακόλουθα, η οικονομία δεν είναι επιστήμη, οι αληθινές αγορές δεν είναι αυτές της οικονομικής θεωρίας, το νόμισμα δεν είναι ουδέτερο, η αξία ενός εμπορεύματος θεμελιώνεται μόνο στη χρησιμότητά του, η οποία ωστόσο είναι πτυχή της σχέσης με τα αντικείμενα και δημιούργημα των εμπορευματικών σχέσεων (A. Orléan, 2014), τα άτομα δεν εμφορούνται μόνο από (οικονομικά) συμφέροντα αλλά, αντίθετα, παρά τον «μεθοδολογικό ατομικισμό», είναι διατεθειμένα να υποστούν προσωπικές απώλειες για να υπηρετήσουν το συμφέρον της ομάδας ή της κοινότητας όπου ανήκουν (Κ. Basu, 2017). Η αγορά έτσι δεν είναι ο μόνος κόσμος, αλλά υπάρχουν και άλλες σχέσεις ανταλλαγής (αλληλεγγύης και συνεργατικότητας, αμοιβαιότητας ακόμα και χαριστικότητας κ.λπ.). Είναι για τον ίδιο λόγο και με οικολογική αφετηρία, που ο B. Latour (2021) υποστηρίζει ότι ήλθε η ώρα να εκθεμελιωθούν τα οικονομικά δόγματα και να απαλλαγούμε πλήρως από την οικονομία.
Πράγματι, η ετερόδοξη ή αιρετική προσέγγιση (με διάφορα ρεύματα, με κύριο τους λεγόμενους νέο-«θεσμικούς»), στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής προσέγγισης όπως γίνεται και με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες, στρέφεται, χωρίς όμως «ν’ ακούγεται», μεταξύ άλλων, κατά της αντίληψης της ορθολογικής συμπεριφοράς των δρώντων ενσωματώνοντάς την στις κοινωνικές σχέσεις, κατά του homo economicus, ο οποίος δεν συνιστά την αληθινή φύση, τουλάχιστον όχι τη μοναδική, του ανθρώπου (Ντ. Κοέν, 2013), αφού δίπλα του/εντός του υπάρχουν και ο homο benignus, ο homo donatus, και ο homo empaticus, κατά της κυρίαρχης αντίληψης του νομίσματος ως οικονομικού απλώς εργαλείου ανταλλαγής χωρίς πολιτικό-κοινωνικά χαρακτηριστικά, κατά της απελευθέρωσης της χρηματοοικονομίας και της αστάθειας των αγορών της, κατά της κλασσικής έννοιας της οικονομικής αξίας κ.ά. Ταυτόχρονα, προωθεί τη διεπιστημονικότητα, την ενσωμάτωση των κοινωνικών επιστημών, την ιστορία και την οικολογία (οικολογική οικονομία), θεωρώντας τα οικονομικά φαινόμενα οικο-κοινωνικά (Th. Porcher, 2018, Γ. Χατζηκωνσταντίνου, 1998, E. Laurent, 2016).
Αλήθειες-πυλώνες αμφισβητούνται
Η πανδημία του Covid-19 τάραξε και αμφισβήτησε θεμελιακά, χωρίς όμως ν’ αλλάξει (Δ. Καρέλλας, 2021), τους υποτιθέμενους γενικούς και μπρούτζινους νόμους και αλήθειες-πυλώνες αλλά και τους βασικούς συλλογισμούς αυτής της πειθαρχίας στην κυρίαρχη συμβατική εκδοχή της (R. Boyer, 2020). Ιδίως αχρήστευσε όλη τη δολοφονική ρητορική του νεοφιλελεύθερου δόγματος σχετικά με τον έλεγχο των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους των κρατών, «ανοσιουργήματα» που τώρα αίφνης δεν είναι τέτοια, ή μάλλον είναι και καλοδεχούμενα ως θεραπευτικά. Η αναγκαιότητα του «τελευταίου σωτήρα» (κράτους) για τη στήριξη της οικονομίας, των συστημάτων υγείας και της κοινωνικής συνοχής, εξοβέλισε προσωρινά το δόγμα της αυτορρύθμισης της (ιδιωτικής και «ελεύθερης») αγοράς. Έτσι κατέρρευσε ο μύθος, μεταξύ άλλων, που άλλωστε ποτέ δεν επαληθεύτηκε, ότι η μαζική δημιουργία χρήματος (πιο γρήγορα από την οικονομική δραστηριότητα) τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, την πτώση της αγοραστικής δύναμης και της μεγέθυνσης. Η τελευταία ποσοτική χαλάρωση διέψευσε και αυτόν τον μύθο. «Ο έλεγχος του πληθωρισμού (λιτότητα) έμεινε στα χαρτιά» (Δ. Καρέλλας, οπ. παρ.).
Ο πληθωρισμός ήταν πάντα πρωτίστως ένα σύνθετο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Στις αμφισβητήσεις των αληθειών αυτής της «επιστήμης», «αθώας απάτης» (όπως την έχει αποκαλέσει ο J. Κ. Galbraith, 2006), προστίθενται: το φαινόμενο του δανεισμού με αρνητικά επιτόκια, ο ρόλος του χρηματιστηρίου που αφαιρεί σήμερα περισσότερο χρήμα από την οικονομία απ’ όσο προμηθεύει τις επιχειρήσεις με κεφάλαια (αφού αυτές αγοράζουν μαζικά τις ίδιες τους τις μετοχές), η μείωση των εργοδοτικών εισφορών (που υποτίθεται ότι δημιουργεί θέσεις απασχόλησης) κ.λπ. Τέλος, στη θέση του καταστροφικού «βραχυπροθεσμισμού» (της άμεσης απόδοσης) φαίνεται να ξαναπροβάλλει ως αναγκαιότητα ο «μακροπροθεσμισμός» και η επανένταξη του μακρο-σχεδιασμού στις μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές αποφάσεις. Ή μήπως πρόκειται και πάλι για πλάνη οικτρά;
Εγχειρίδια και πραγματικότητα
Είναι αλήθεια ότι η οικονομική «επιστήμη» ιδίως αφ’ ότου μαθηματικοποιήθηκε, κυρίως από τη δεκαετία του ’90, έχει τόσο αποκοπεί από τις υπόλοιπες ανθρωπιστικές επιστήμες που γίνεται μέρα με τη μέρα ανίκανη να αποτυπώσει τη σύνθετη πραγματικότητα, η οποία δεν γνωρίζει στεγανά. Όπως λέει ο P. Krugman, οι δεσπόζοντες «οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τα γεγονότα όπως οι μεθυσμένοι τις κολόνες φωτισμού: για να τους υποστηρίξουν και όχι για να τους φωτίσουν». Παρ’ όλα αυτά, όπως τόνιζε ο Κ. Μαρξ (Grundrisse, 1989), η αλήθεια των εγχειριδίων προσπαθεί να επιβληθεί στην αλήθεια της πραγματικότητας, παρόλο που αυτή δεν αποτυπώνεται σ’ εκείνα. Οι υποτιθέμενοι νόμοι της οικονομίας (π.χ. προσφοράς και ζήτησης) «δεν συνιστούν αυθεντικούς νόμους της φύσης όπως αυτοί της φυσικής∙ δεν περιγράφουν το είναι αλλά αυτό που θα μπορούσε να είναι, υπό ορισμένες συνθήκες», και οι οικονομολόγοι δεν στοχεύουν στην κατανόηση των γεγονότων ως έχουν (A. Orléan, 2014). Ακόμα κι αν η οικονομική θεωρηθεί νεότευκτη επιστήμη, δεν έχει εξαγάγει ποτέ κανένα (παραδοσιακά και επιστημολογικά) επιστημονικό νόμο (οπ. παρ). Οι οικονομολόγοι ως «αρχιτεχνίτες» προσαρμόζουν την πραγματικότητα στο πρότυπά τους (οπ. παρ.) και την υποτιθέμενη ορθολογικότητά τους με τα εκάστοτε συμφέροντα (των αγορών) που υπηρετούν. Από την άλλη, εάν ο τομέας των οικονομικών μελετά τα αποτελεσματικότερα μέσα-εργαλεία σε σχέση με τους σκοπούς, οι ίδιοι οι οικονομολόγοι ως τέτοιοι δεν έχουν να πουν τίποτα γι’ αυτούς (R. E. Skidelsky, 2012).
Εν ολίγοις, όλο και πιο πολλοί σήμερα (π.χ. Th. Piketty) υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν είναι μια αντικειμενική επιστήμη. Η οικονομία είναι πολιτική, αλλά αποκομμένη από την κοινωνία και την πολιτική οικονομία του εμείς και των αναγκών (Κ. Τσουκαλάς, 2014). Αλλά και η πολιτική οικονομία, με την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού και του οικονομισμού αλλά και των κρίσεων, εξαφανίσθηκε από το λεξιλόγιο και τη διακυβέρνηση. Όπως γράφει ο Λ. Φεραγιόλι (2013), δεν υφίσταται πλέον η δημόσια και πολιτική διακυβέρνηση της οικονομίας αλλά η ιδιωτική οικονομική και χρηματιστική, και η «αγοραία» (venal) θα λέγαμε και όχι απλώς αγορακεντρική διακυβέρνηση της πολιτικής.
Η οικονομία της κοινωνίας
Βέβαια, ήδη από τον μεσοπόλεμο σημειώνεται μια στροφή προς τον όρο «κοινωνική» (οικονομία) «εφόσον ερευνάται η οικονομία της κοινωνίας» (Σ. Αγαπητίδης, 1971). Γι’ αυτόν, σε αντίθεση με την πολιτική οικονομία που έχει ως βάση «ενεργείας του ατόμου εξυπηρετούσας αποκλειστικώς οικονομικούς σκοπούς (homo economicus)», με την κοινωνική οικονομία εισάγεται η παρεμβολή του κοινωνικού κριτηρίου (ισότητα, δικαιοσύνη κ.λπ.) στην έρευνα των οικονομικών φαινομένων. Θέση-ρεύμα δηλαδή που θα συναντήσουμε αργότερα και σε άλλους οικονομολόγους (π.χ Α. Σεν). Η θέση αυτή δεν φαίνεται να συμπίπτει με το εμφανισθέν την ίδια περίοδο ρεύμα της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» στο πλαίσιο της γερμανικής εκδοχής του (νέο) φιλελευθερισμού - ordoliberalismus. Ρεύμα που καθόρισε, ως γνωστόν, την καταστατική οικοδόμηση της ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Εξυπακούεται βέβαια πως και τα δύο παραπάνω ρεύματα δεν ταυτίζονται ούτε επάλληλα με την κοινωνική /συνεργατική και μετέπειτα αλληλέγγυα οικονομία (του τρίτου αρχικά τομέα) ως εναλλακτικού ρεύματος (απλού ή υποκαταστατικού και ριζοσπαστικού-αντισυστημικού). Οποιαδήποτε προβληματική σχετικά με την προοπτική ένταξης της οικονομίας στην κοινωνία ως οικο-κοινωνική επιστήμη και «επιστήμη της ζωής»-βιοοικονομία (N. Georgescu-Roegen), που να ικανοποιεί οικο-ορθολογικά πρωτίστως τις βασικές-βιοτικές ανάγκες, θα πρέπει να κατατείνει στην απ-αξίωση και αποδόμηση των κυρίαρχων εννοιών και σημασιών (συμβολοποιημένων πλέον μέσα από τα κυρίαρχα δίκτυα γνώσης και διάδοσης) του ισχύοντος καθεστώτος του νεοφιλελεύθερου. Επιπλέον, μια τέτοια οικο-κοινωνική και βιοτική οικονομία θα πρέπει να εγγράφεται στον αντίποδα της παγκοσμιοποιημένης και παγκοσμιοποιητικής χρηματιστικής οικονομίας, εύθραυστης όπως αποδεικνύεται σήμερα, επικεντρωνόμενη σε μικρο-χωρο-τοπική κλίμακα (επανατοποκοποίηση) με νέους οικο-κοινωνικούς συνεργατικούς αυτοδιαχειριστικούς και κοινούς (αντι)θεσμούς, σε νέο αξιακό περιβάλλον.
Έτσι κι αλλιώς πάντως, όλες οι οικονομικές έννοιες, όποια και αν είναι η υποτιθέμενη επιστημονικότητά τους, είναι διανοητικές κατασκευές, ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένες και χρησιμοποιούνται συχνά για την προώθηση αντιλήψεων, αξιών και συμφερόντων. Το ζητούμενο και κρίσιμο είναι σε ποια πολιτική επιλογή εντάσσονται.