Tην προηγούμενη εβδομάδα, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών της χώρας μας, δια της προέδρου της Μαρίας Θεοδωρίδου, προχώρησε σε νέα σύσταση προς τους πολίτες σχετικά με το εμβόλιο της AstraZeneca. Ενώ μέχρι τότε το εμβόλιο της συγκεκριμένης εταιρείας, συστηνόταν για όσους έχουν ηλικία 30 ετών και άνω, πλέον συστήνεται για πολίτες άνω των 60 ετών. Πρόκειται για μία απόφαση που πάρθηκε χωρίς να έχουν υπάρξει νέα επιστημονικά δεδομένα για το εν λόγω εμβόλιο, «δεν υπάρχει ορατή μεταβολή στη συχνότητα περιστατικών θρόμβωσης/θρομβοπενίας που πιθανώς σχετίζονται με το εμβόλιο», υπογραμμίζει στην «Εποχή» ο καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, Γιάννης Καλομενίδης.
Πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά σύσταση σχετικά με το εμβόλιο της AstraZeneca, που επέτεινε τη δυσπιστία και τη σύγχυση των πολιτών, η οποία αποτυπώθηκε στα ποσοστά ακυρώσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Γραμματέα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριου Θεμιστοκλέους, 1,89% είναι το ποσοστό ακυρώσεων για δεύτερη δόση με το AstraZeneca, τετραπλάσιο σχεδόν συγκριτικά με τα 0,5% και 0,45% των Pfizer και Moderna αντίστοιχα.
Βέβαια πρόκειται για ένα εμβόλιο που εξαρχής τα δεδομένα έδειχναν ότι είναι προτιμητέα η χρήση του σε μεγαλύτερους ηλικιακά πολίτες και μάλιστα άνδρες, εξηγεί ο καθηγητής Πνευμονολογίας Γ. Καλομενίδης. Αλλά εξαιτίας της μη επάρκειας εμβολίων και εξαιτίας της προτεραιοποίησης των μεγαλύτερης ηλικίας πολιτών, λόγω αυξημένης επικινδυνότητας του κορονοϊού για τους ηλικιωμένους, δεν προτάχθηκε η χρήση του εμβολίου που τώρα συστήνεται.
Παράλληλα, η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε ότι η Επιτροπή οδηγήθηκε στην πρόσφατη απόφασή της, καθώς βελτιώθηκαν σημαντικά τα επιδημιολογικά δεδομένα και «η πορεία της πανδημίας στη χώρα –λόγω και του εμβολιασμού– βελτιώνεται και καταγράφεται περαιτέρω σταθερή μείωση των κρουσμάτων». Την επόμενη μέρα, στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, ο καθηγητής Μικροβιολογίας του πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Αλκιβιάδης Βατόπουλος, εξήγησε με μεγαλύτερη σαφήνεια το σκεπτικό πίσω από τη νέα σύσταση λέγοντας ότι η πιθανότητα να νοσήσει κάποιος βαριά από κορονοϊό εξαρτάται από την πιθανότητα να κολλήσει επί την πιθανότητα να νοσήσει βαριά. «Μέχρι πριν δύο μήνες», επισήμανε ο καθηγητής, «η πιθανότητα αυτή ήταν μεγάλη. Πλέον έχει μειωθεί, γιατί έχουμε λιγότερες πιθανότητες να κολλήσουμε. Και ειδικά στους νέους η πιθανότητα να νοσήσουν βαριά τώρα είναι πολύ μικρότερη. Αυτή η πιθανότητα είναι συγκρίσιμη με το να πάθεις κάτι από τον εμβολιασμό. Συνεπώς η Επιτροπή έκρινε ότι υπάρχει η δυνατότητα να περιμένει κανείς 1-2 μήνες, όσο χρειάζεται, για να κάνει εμβόλιο mRNA».
«Πρόκειται για μια λογική απόφαση» επισημαίνει και ο Γ. Καλομενίδης.
Πάνω-κάτω πληροφόρηση
Την ίδια στιγμή, όμως, το έλλογο της απόφασης δεν φαίνεται να φτάνει ακέραιο στους παραλήπτες, τους ίδιους τους πολίτες που καλούνται να εμβολιαστούν. «Διαπιστώνω από την εμπειρία μου ότι πράγματι σε μια κρίσιμη στιγμή, που παρατηρείται ότι ο ρυθμός εμβολιασμού δεν πάει καλά, η επιλογή αυτή της κυβέρνησης δημιουργεί μια συνθήκη δυσπιστίας», λέει ο καθηγητής Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ. Καταρχάς ο καμβάς πάνω στον οποίο προστίθεται αυτή η σύσταση ήταν ήδη «λερωμένος». Το εμβόλιο της AstraZeneca, αλλά μαζί του και το αντίστοιχης κατηγορίας Johnson&Johnson (το οποίο είχε προβάδισμα στις προτιμήσεις λόγω του ότι ήταν μονοδοσικό), και τελικά συνολικά ο επείγοντας χαρακτήρας του εμβολιασμού, είχε δεχθεί σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία του, λόγω περιστατικών θρομβώσεων και θανάτων, για τα οποία υπερ-πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ αλλά υπο-πληροφορηθήκαμε από επιστημονικούς και κυβερνητικούς φορείς. Επιπλέον, η σύγχυση κάνει πολύ κακό συνδυασμό με τον θυμό των πολιτών που ήδη είχαν εμβολιαστεί με το σκεύασμα και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα για την οποία γίνεται τώρα σύσταση να αποφεύγεται ο εμβολιασμός με αυτό. «Ο κάθε πολίτης έχει δίκιο να νιώθει έτσι, αλλά οι αποφάσεις που αφορούν το κοινωνικό σύνολο είναι πολυπαραγοντικές και χρησιμοποιούν και άλλα κριτήρια», λέει επ’ αυτού ο Γ. Καλομενίδης. «Η απόφαση υπέρ της κοινωνίας δεν είναι τελικά κατά του ατόμου, διότι ένας μη εμβολιασμένος πολίτης δεν αποτελεί μόνο επικίνδυνο κρίκο για την ανοσία του συνόλου, αλλά είναι καταρχήν επικίνδυνος για τον εαυτό του». Ωστόσο, είναι γεγονός ότι «ο απολογητικός χαρακτήρας της αιτιολόγησης της νέας σύστασης από την πλευρά της Επιτροπής σίγουρα δεν βοήθησε την αποτροπή της σύγχυσης και πιθανώς είναι αποτέλεσμα του βάρους που επέφερε η μεγάλη δημοσιότητα που πήραν τα περιστατικά θανάτων στη χώρα μας που σχετίζονται με το συγκεκριμένο εμβόλιο», καταλήγει.
Άλλα μου λεν τα μάτια σου
Όπως ακριβώς επισημαίνει και ο καθηγητής Πνευμονολογίας, η απώλεια ενός ανθρώπου είναι βαρύτατη, μη αναστρέψιμη και αδιαμφισβήτητη. Όταν όμως αποφασίζεις για όλη την κοινωνία, τότε στόχος είναι να αποτρέψεις όσο το δυνατόν περισσότερους θανάτους. Όταν μάλιστα έχεις διακηρύξει ότι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για το στόχο αυτό είναι ο εμβολιασμός, τότε δεν αφήνεις την ενημέρωση και την προώθησή του στα ΜΜΕ. Πολύ μάλλον όταν οι επιλογές που κάνουν επιβραδύνουν την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου, τότε χτίζεις ένα τείχος ενημέρωσης και οικοδομείς ένα διαφορετικό αφήγημα βασισμένο στη με κάθε τρόπο και προς κάθε κατεύθυνση σαφή ενημέρωση. «Τα ΜΜΕ αντιμετώπισαν τις παραμέτρους γύρω από τον εμβολιασμό με έναν τρόπο, την ίδια στιγμή, δραματικό και επιφανειακό, που δεν βοηθά. Θα βοηθούσε μια μετρημένη και ψύχραιμη αντιμετώπιση», υπογραμμίζει ο καθηγητής Πνευμονολογίας. Διαφορετικά, ως κυβέρνηση ή δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πάρεις την εκστρατεία «ενημέρωσης και προώθησης» από τα χέρια των ΜΜΕ.
Αυτό το ερώτημα φωτίζεται ακόμα πιο έντονα από τη δημόσια συζήτηση που η ίδια η κυβέρνηση επιλέγει να διαχέει, περί προνομίων των εμβολιασμένων. «Το ζήτημα έχει διαφορετικές όψεις. Προφανώς και εκ των πραγμάτων, ο εμβολιασμένος κινδυνεύει λιγότερο από τον μη εμβολιασμένο, συνεπώς μπορεί να κάνει πιο άνετα κάποια πράγματα σε σχέση με τον μη εμβολιασμένο. Αυτό είναι αντικειμενικό και δεν έχει να κάνει με επιβράβευση ή τιμωρία. Βεβαίως τέτοια "προνόμια" σταθμίζονται με βάσει κινδύνους που καθορίζονται από άλλους παράγοντες, δηλαδή σε χώρους ή συνθήκες που ο κίνδυνος διασποράς είναι αυξημένος, θα πρέπει να απαρνηθούμε τέτοια προνόμια», διαπιστώνει ο Γ. Καλομενίδης. Ωστόσο, «σε μια φάση που φαίνεται ότι μάλλον τείνει να αποτύχει η εκστρατεία εμβολιασμού, η κυβέρνηση αναζητά τρόπους να την ενισχύσει. Η λογική της επιβράβευσης εντάσσεται σε μια τέτοια προσπάθεια».
Διαίρει και βασίλευε
Εδώ υπεισέρχονται βέβαια δύο βασικές παράμετροι. Πρώτον, αν η κυβέρνηση που κινεί –ή οφείλει να κινεί– τα νήματα της διαχείρισης της πανδημίας και του εμβολιασμού έχει η ίδια πρώτα διαπιστώσει και επιχειρήσει να διορθώσει τα δικά της λάθη σε αυτήν την πορεία. Δεύτερον, αν αντιμετωπίζονται ως προνόμια ή επιβράβευση αδιαμφισβήτητα δικαιώματα, όπως η εργασία και ο μισθός. «Πρόκειται για εντελώς διαφορετικά πράγματα», σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ. «Αυτό είναι κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, να επικρέμαται η απόλυση πάνω από το κεφάλι ενός εργαζόμενου. Δεν έχει την αναλογικότητα που απαιτείται και θα καταπέσει σε οποιοδήποτε δικαστήριο. Ωστόσο υπάρχουν επαγγελματικές ομάδες, όπως οι υγειονομικοί, για τις οποίες, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να θεωρείται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, αφού έχουν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις που συζητήσαμε παραπάνω. Διότι ο κίνδυνος και οι συνέπειες τυχόν μετάδοσης στο χώρο δουλειάς είναι ιδιαίτερες και πολύ αυξημένες. Επίσης διότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε καταστήσει φρούρια τα νοσοκομεία και να μην επιτρέπεται στους οικείους να επισκεφθούν τον ασθενή και την ίδια στιγμή ο υγειονομικός να είναι ανεμβολίαστος». Πολύ μάλλον όταν η άρνηση ενός υγειονομικού να εμβολιαστεί επιτείνει το φόβο και τη σύγχυση πολλών περισσότερων.
Πάντως μπορεί στα δικαστήρια να καταπέσει η προσπάθεια αφαίρεσης δικαιωμάτων, στο πλαίσιο της απόδοσης «προνομίων», όμως στην κοινωνία η διασπορά τέτοιων ειδήσεων βαθαίνει διαχωριστικές γραμμές και δημιουργεί επίπλαστα στρατόπεδα διαρρηγνύοντας εύλογες συμμαχίες. Από μια τέτοια διαδικασία, ο μόνος ευνοημένος μπορεί να είναι όποιος λογαριάζει να επιτεθεί στην κοινωνία. Όλο και κάπου θα πάει ο νους σας…