Στην τριήμερη συζήτηση της Βουλής για το αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη-Μητσοτάκη αντικατοπτρίστηκε σε σημαντικό βαθμό αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία. Για πρώτη φορά στα δύο σχεδόν χρόνια που κυβερνά η ΝΔ, η κυβερνητική πλειοψηφία βρέθηκε με μεγάλη σαφήνεια αντιμέτωπη με τη μεγάλη πλειονότητα. Στις δημοσκοπήσεις ένα εύγλωττο 60% διαφωνεί με το αντεργατικό περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις το απορρίπτουν και το αντιμετωπίζουν με απεργίες και αγωνιστικές κινητοποιήσεις, που είχαμε δύο χρόνια σχεδόν να δούμε. Στο πλάι τους συμπαρατάσσονται πλήθος θεσμικών φορέων που έχουν γνώμη γι’ αυτό, ακόμα και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ακόμα και συνδικαλιστικά όργανα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, που βλέπουν την τύχη τους να ακολουθεί εκείνη των εργαζομένων.
Απομόνωση με προοπτική
Ήταν μάλλον αναμενόμενο στην ολομέλεια της Βουλής να βρεθεί σε τέτοιο βαθμό απομονωμένη, ώστε να έχει απέναντί της το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το ιδιαίτερα ανησυχητικό για την κυβέρνηση της ΝΔ είναι ότι το σκηνικό προβλέπεται σύντομα να επαναληφθεί. Όχι μόνο γιατί οι υγειονομικοί περιορισμοί δεν αναστέλλουν πια τις δικαιολογημένες αντιδράσεις των θυμάτων τής κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και γιατί η αντεργατική, αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική ατζέντα της είναι γνωστή και αναμενόμενη. Η πρόθεσή της για διάλυση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης είναι δηλωμένη και σύντομα θα έρθει με τη μορφή σχεδίου νόμου στη Βουλή. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει ανάλογες αντιδράσεις, αν όχι ακόμα πιο οργισμένες και αποφασιστικές. Υπάρχει, όμως, και μια βαθύτερη πηγή ανησυχίας. Μια τέτοιου είδους υποδοχή αποτελεί το εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη κινημάτων που υπονομεύουν και αχρηστεύουν στην πράξη περιορισμούς και απαγορεύσεις, που επιβάλλονται με τη θρασύτητα και την αλαζονεία μιας κυβέρνησης που νομίζει ότι βρήκε παπά και πάει να θάψει και μερικούς ζωντανούς.
Δεν το έβλεπε, δεν το βλέπει αυτό η κυβέρνηση της ΝΔ; Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει πορευτεί ως εδώ νιώθοντας προστατευμένη από την ομπρέλα της σιωπής και τη παραπληροφόρησης των από κοινού συμφέροντος ορμώμενων μέσων. Με αυτή την παρακαταθήκη και με την αυταπάτη πως η «ευκαιρία» της πανδημίας μπορεί να της εξασφαλίζει για λίγο ακόμα μια μορφή ανοχής, φαίνεται να πίστεψε ότι η επιχείρηση παρουσίασης του μαύρου για άσπρο, του αραχνιασμένου για σύγχρονο, του αντεργατικού για φιλεργατικό θα μπορούσε να στεφθεί με σχετική επιτυχία. Άλλωστε, αυτό που την ενδιέφερε ήταν περισσότερο η εικόνα, το επικοινωνιακό αποτέλεσμα, γιατί τα κουκιά έβγαιναν έτσι κι αλλιώς.
Το τέχνασμα δεν έπιασε
Αυτό, όμως, αποδείχτηκε και το αδύνατο σημείο της. Τα συγκεντρωμένα αντιπολιτευτικά πυρά του συνόλου της αντιπολίτευσης έδωσαν τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί το τέχνασμα και να μείνει μετέωρη η προσπάθεια ωραιοποίησης του νομοθετήματος, η προσπάθεια κάλυψης του πικρού πυρήνα του με το περίβλημα διατάξεων για τις οποίες κανείς κατ’ αρχήν δεν θα είχε αντίρρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίφημη ψηφιακή κάρτα εργασίας. Ακόμα κι αν εφαρμοζόταν παντού από αύριο το πρωί με τον αυστηρότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο, δεν θα μπορούσε να προστατέψει τους εργαζόμενους από παραβιάσεις, όταν το ίδιο αυτό νομοθέτημα προνοεί για τη νομοθέτηση σωρείας «νομιμοποιημένων» πια παραβιάσεων: απρόσμενη αύξηση των επιτρεπόμενων υπερωριών, μείωση της πραγματικής ωριαίας αμοιβής της υπερωρίας, ατομική σύμβαση για απλήρωτες υπερωρίες, σπαστό ωράριο, διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών της Επιθεώρησης Εργασίας…Πριν καν δοθεί η ψηφιακή προστασία, έχει αρθεί και με το νόμο.
Αλλά όπως αποκαλύφθηκε στη διάρκεια της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, δεν ήταν μόνο οι μισθωτοί που δεν είχαν τίποτε να ωφεληθούν από το νομοθέτημα, που εξόφθαλμα –διά γυμνού οφθαλμού που θα ‘λεγε και ο κ. Μητσοτάκης– στοχεύει στην ισοπέδωση του εργατικού κόστους και τη μεγιστοποίηση της υπερεργασίας. Και το μεγαλύτερο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν πρόκειται να επωφεληθούν, καθώς οι μισές σχεδόν από τις συνολικά 840 χιλιάδες είναι ατομικές και οι περισσότερες δεν έχουν άλλους εργαζόμενους. Αυτοί που διαθέτουν εκμεταλλευτικό βάθος χάρη στις δυνατότητες που προσφέρουν το ωράριο-λάστιχο, οι απλήρωτες και φθηνές υπερωρίες, είναι οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό, όπως φαίνεται, έφερε τους συνδικαλιστικούς φορείς των πρώτων απέναντι, και αυτούς, στο αντεργατικό νομοσχέδιο, που είναι φτιαγμένο στα μέτρα των αθέμιτων ανταγωνιστών τους.
Αισιοδοξία της γνώσης, απαισιοδοξία της βούλησης
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πρώτη φορά νιώθει η κυβέρνηση της ΝΔ ότι βρίσκεται μπροστά σε πραγματικές, με διάρκεια και πιθανότατα ανυπέρβλητες δυσκολίες, σε αντίθεση με την άνεση που είχε μάθει να καμώνεται ότι διαθέτει. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο θετικό που το εργατικό και τα άλλα κοινωνικά κινήματα μπορούν να αξιοποιήσουν. Ο τρόπος είναι ο δρόμος, όπως επανέλαβε πρόσφατα σαν ηχώ μιας πολύχρονης αγωνιστικής εμπειρίας και ο Μιθριδάτης. Δεν υπάρχει σοβαρότερος λόγος ανησυχίας για κάθε νεοσυντηρητικό από τον κόσμο που βγαίνει στο δρόμο.
Όλα καλά, λοιπόν, στη Βουλή – κι έξω από αυτήν; Όχι βέβαια. Γιατί το ότι βρέθηκαν όλα τα κόμματα απέναντι στην κυβέρνηση, δεν σημαίνει ότι δεν βρίσκονται σε σημαντική απόσταση μεταξύ τους. Ακόμα και τα μη δεξιά κόμματα. Ακόμα και τα κόμματα της αριστεράς. Και παρά τις συχνές και επαναλαμβανόμενες αναφορές του Αλ. Τσίπρα και άλλων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως ο Τσακαλώτος και ο Σκουρλέτης για παράδειγμα, στην ανάγκη και τη δυνατότητα διεκδίκησης μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας στις επόμενες εκλογές με απλή αναλογική, η ανταπόκριση ήταν μάλλον απογοητευτική. Ορισμένες στιγμές είχες την εντύπωση ότι κάποιοι ξεχνούσαν τι σημαίνει να έχεις απέναντί σου τη δεξιά. Ίσως ήταν η μόνη αιτία αυτές τις μέρες που θα μπορούσε να κάνει τον κ. Μητσοτάκη να χαμογελάσει. Γιατί όσο το «όλοι απέναντι στην κυβέρνηση» δεν μετεξελίσσεται σε «πολλοί μαζί για την ανατροπή της», η ανησυχία του δεν θα μεταλλάσσεται σε φόβο.