Τα γεγονότα είναι επιγραμματικά τα εξής: η ΟΛΜΕ συνεδριάζει στις 10/6, κατατίθεται πρόταση για νέα απεργιακή κινητοποίηση εξαιτίας της επικείμενης ψήφισης στην ολομέλεια της Βουλής του εργοδοτικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης και αποφασίζεται η μη προκήρυξη νέας κλαδικής απεργίας προκειμένου να μην επιβαρυνθούν περισσότερο οι υποψήφιοι των πανελλαδικών, ειδικά ύστερα από μια τόσο δύσκολη σχολική χρονιά. Μολονότι η απόφαση αυτή είναι γνωστή και άρα είναι δεδομένο ότι οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας που εμπλέκονται στη διαδικασία των εξετάσεων θα εξαιρεθούν από την εξαγγελθείσα γενική απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 16/6, η υπουργός Παιδείας προβαίνει σε κατεπείγουσα αγωγή ζητώντας να κηρυχθεί παράνομη από τα δικαστήρια η απεργία των εκπαιδευτικών προκειμένου να μην παρακωλυθεί η διενέργεια των πανελλαδικών. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση κατέθεσε αγωγή για ένα θέμα που ήταν ήδη λυμένο, «παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες».
Η ενέργεια της κυρίας Κεραμέως δεν υπαγορεύτηκε βέβαια από καμία αγωνία της για τους υποψήφιους –αν είχε τέτοιες ανησυχίες δεν θα άλλαζε, για παράδειγμα, το εξεταστικό σύστημα μεσούσης της χρονιάς καθιερώνοντας ελάχιστη βάση εισαγωγής, εξοβελίζοντας χιλιάδες υποψήφιους εκτός ΑΕΙ. Ούτε ήταν μια απλή επικοινωνιακή προσπάθεια επίδειξης αποφασιστικότητας, μια προσπάθεια δηλαδή, και εν όψει κυβερνητικού ανασχηματισμού, να εμφανιστεί ότι είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να λύσει με πυγμή κάθε πρόβλημα (ακόμα και όταν το πρόβλημα δεν υπάρχει). Η υπουργός αντιλήφθηκε ότι μια τέτοια κίνηση θα ενδυνάμωνε τον κοινωνικό κανιβαλισμό: «απελπισμένοι» γονείς και μαθητές ενάντια στους «κακούς και ανάλγητους» συνδικαλιστές και απεργούς, μολονότι ζήτημα αντιπαράθεσης δεν υφίστατο.
Αρκεί να μην ενοχλείς
Στην ίδια στόχευση επιδόθηκε την ημέρα της απεργίας με άλλο τρόπο ο πρωθυπουργός: Δεν είναι δυνατόν να απεργούν οι εργαζόμενοι στους δήμους και να μαζεύονται τόνοι σκουπίδια ή να απεργούν οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες και να μην μπορεί η νοικοκυρά να πάει να ψωνίσει –μοιάζει απίστευτο αυτό με τη νοικοκυρά αλλά δεν είναι, το είπε επί λέξη από το βήμα της Βουλής...
Στο ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται η Νέα Δημοκρατία αυτά θεωρούνται αυτονόητα: μπορείς να απεργείς, εφόσον η απεργία σου περνάει απαρατήρητη, δεν ενοχλεί κανένα και πρωτίστως τους απεργοσπάστες, μπορείς να κατέβεις στο δρόμο να διαμαρτυρηθείς αλλά το δικαίωμα της νοικοκυράς να μετακινηθεί για ψώνια είναι το πλέον ιερό και απαραβίαστο. Όπως και το δικαίωμα των δυνάμεων καταστολής να σε ξυλοφορτώνουν όταν πολυ-διαμαρτύρεσαι. Το ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας; Όχι μόνο.
Η επίθεση ενάντια στο συνδικαλισμό και στις κάθε είδους κινητοποιήσεις είναι από καιρό ενορχηστρωμένη, εξελίσσεται μεθοδικά και έχει πετύχει στόχους. Κάθε εργασιακή διεκδίκηση και κάθε πρωτοβουλία αντίστασης συκοφαντείται συστηματικά. Η κατρακύλα στα μνημόνια δεν οφείλεται σε όλους αυτούς που πλούτισαν βάζοντας χέρι στο δημόσιο ταμείο και γεμίζοντας τις τσέπες τους- αυτό είναι φτηνός λαϊκισμός. Οδηγηθήκαμε στα νύχια των δανειστών επειδή οι συνδικαλιστές ήθελαν υπερβολικά προνόμια και οι συνταξιούχοι αργούν να πεθάνουν! Και όταν αντιπαραθέτεις επιχειρήματα, η απάντηση είναι κραυγές που προσπαθούν να καλύψουν τον ήχο της φωνής σου ή μια ζώνη σιωπής, τα μικρόφωνα κλείνουν.
Εκεί τελικά εστιάζεται το διακύβευμα της κοινωνικής γείωσης.
Ας επανέλθουμε στις πανελλαδικές για να το ξαναδούμε πιο συγκεκριμένα.
Προσπάθεια να αλλάξει η πραγματικότητα
Απευθύνει ερώτημα ως προς τη βάση εισαγωγής η δημοσιογράφος- τυμβωρύχος της ενημέρωσης στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «δεν είναι για σας πρόβλημα ότι αυτός που γράφει 17 στις πανελλήνιες θα ήταν συμφοιτητής με αυτόν που έγραψε 2;» Η απάντηση: «πρόβλημα είναι ότι αυτός που γράφει 2 πηγαίνει σε ένα ιδιωτικό κολλέγιο και παίρνει πτυχίο ισότιμο με εκείνον που έγραψε 17». Η απάντηση αποδομεί πλήρως το αφήγημα της «αριστείας» και της «αξιοκρατίας»- αφηγήματα που, σε συνδυασμό με την «ατομική ευθύνη», αποτελούν τα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού. Με δεδομένο ότι δεν μπορεί να ανατραπεί το προφανές απλά αποσιωπάται. Το κυρίαρχο μιντιακό σύστημα θα επαναλαμβάνει όποτε και όσο χρειαστεί τα ίδια, ώστε να εμπεδώνονται: «δεν είναι δυνατόν να γράφεις 2 και να περνάς στο πανεπιστήμιο» και φυσικά το ερώτημα για τον απόφοιτο που πληρώνοντας πήρε άριστα από το κολλέγιο, έχοντας γράψει χαμηλό βαθμό στις πανελλήνιες ποτέ δεν θα τεθεί (μα ποτέ!) από κάποια άλλη/άλλο τυμβωρύχο της ενημέρωσης στην υπουργό Παιδείας ή στον Μωυσή. Ούτε κανένας θα επισημάνει ότι τα κολλέγια δεν ελέγχονται από καμία δημόσια υπηρεσία για το επίπεδο των μορφωτικών υπηρεσιών που προσφέρουν(;). Ούτε κανένας θα επισημάνει ότι καταργήθηκαν οι ελάχιστες ευνοϊκές διατάξεις για τους απόφοιτους των εσπερινών λυκείων που έδιναν πανελλήνιες. Και πάει λέγοντας....
Υπάρχει απάντηση; Πολιτική δεν σημαίνει περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά οι προσπάθειες για να αλλάξει η πραγματικότητα. Ότι η κυρίαρχη πληροφόρηση ανήκει στα χέρια της οικονομικής ελίτ το γνωρίζουμε πια εδώ και δεκαετίες. Οι κύριοι Μαρινάκης, Αλαφούζος, Σαββίδης, Βαρδινογιάννης κλπ δεν θα αλλάξουν τη στάση τους εφόσον υπάρχει δομική σύγκρουση συμφερόντων –αν πάψει να υπάρχει σύγκρουση, εννοείται ότι κάτι δεν κάνουμε εμείς καλά. Απαιτούνται λοιπόν δίκτυα αντιπληροφόρησης που να απευθύνονται όμως όχι μόνο στους «δικούς» μας, αλλά να μπορούν να φτάσουν και στους «υπόλοιπους», τους εν δυνάμει ταξικά συμμάχους μας. Μέσα από τέτοια δίκτυα θα ξαναμιλήσουμε για τις πανελλήνιες, για την παραπαιδεία που τις συνοδεύει, για ένα λύκειο που θα επιδιώκει τη κριτική μόρφωση και όχι το τσάκισμα του εφηβικού χαμόγελου, για την καταργημένη κοινωνιολογία, έχουμε να τους πούμε πολλά και πρέπει να τους κάνουμε συνομιλητές, (δηλαδή πρέπει και να τους ακούσουμε).