Την περασμένη Τρίτη, η Κομισιόν βγήκε για πρώτη φορά στις αγορές, για να δανειστεί 20 δισ. ευρώ και να σπάσει ένα ταμπού δεκαετιών, που λεγόταν «δαιμονοποίηση του κοινού χρέους». Την ίδια στιγμή, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ετοίμαζε τις βαλίτσες της, φορούσε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο και ξεκινούσε μια περιοδεία ανά την Ευρώπη για να παραδώσει με τα ίδια της τα χέρια τα ντοσιέ με την έγκριση των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό την «απολαύσαμε» στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών σε μια εκδήλωση, που ήταν τόσο αυθόρμητη όσο και μια προγραμματισμένη λεύκανση οδοντοστοιχίας.
Η πρόεδρος της Κομισιόν δήλωνε μάλιστα σίγουρη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες χαίρονται που αρχίζει να υλοποιείται το πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανθεκτικότητας της Ένωσης, έστω και αν δεν λαμβάνουν προσωπικά τσεκ με δολάρια, όπως αποφάσισε να κάνει προεκλογικά στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ. Βεβαίως, ο πρώην αμερικανός πρόεδρος δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές με τη «γενναιοδωρία» του. Αλλά και η κυρία φον ντερ Λάιεν είναι μάλλον αβέβαιο τι θα αποκομίσει από αυτή την καλοσχεδιασμένη «επίθεση γοητείας» προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Κι αυτό γιατί σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης εκφράζονται ήδη αμφιβολίες για τον τρόπο, που θα εγκριθούν τα εθνικά προγράμματα και θα μοιραστούν τελικά τα χρήματα από τις Βρυξέλλες, είτε τα δανεικά, είτε τα (θεωρητικά) αγύριστα. Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για ένα πρόγραμμα «λεφτά από το ελικόπτερο», αφού δεν αφορά τους πολίτες ή έστω τους μικρούς επιχειρηματίες, αλλά πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, που έχουν το μέγεθος, την εμπειρία, την τεχνογνωσία και τις... άκρες για να εκμεταλλευτούν τις επιδοτήσεις. Αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου σχεδόν μοιρολατρικά το σύνολο του πολιτικού συστήματος έχει δεχτεί ότι τα «πακέτα» θα έχουν πολύ συγκεκριμένους αποδέκτες.
Όμως, και σε άλλες χώρες ισχύει κάτι ανάλογο. Οι περισσότερες κυβερνήσεις μοιάζουν να έχουν περάσει στα γρήγορα με ένα πράσινο ή/και ψηφιακό «επίχρισμα» προϋπάρχοντα σχέδια σε μια λογική να κλείσουν εκκρεμότητες και να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες κλάδων ή επιχειρήσεων.
Ποια «ευρωπαϊκή υπεραξία»;
Η κριτική που γίνεται εστιάζεται ακριβώς σε αυτό, αλλά και στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα συνολικό και συγκροτημένο «ευρωπαϊκό» πρόγραμμα, αλλά άσχετα μεταξύ τους εθνικά σχέδια, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν έχουν περάσει πραγματική αξιολόγηση, τουλάχιστον σε αυτή την πρώιμη φάση. Η περιβόητη «ευρωπαϊκή υπεραξία», για την οποία γινόταν λόγος στα χαρτιά αναζητείται ανεπιτυχώς. Στο ευρωκοινοβούλιο, για παράδειγμα, υπήρξε μια διακομματική απογοήτευση για την παντελή έλλειψη κάποιων διεθνικών, διασυνοριακών πρότζεκτς. Ακόμα και μετριοπαθείς αναλυτές, όπως ο Γκούντραμ Βολφ, από το γνωστό Ινστιτούτο Bruegel, ο οποίος είχε υποστηρίξει την ιδέα του Ταμείου Ανάκαμψης κάνει τώρα λόγο για πολύ κοντόφθαλμα και μάλλον βιαστικά και ασύνδετα μεταξύ τους προγράμματα.
Το ανέκδοτο που κυκλοφορεί στις Βρυξέλλες κάνει λόγο για «εκθέσεις ιδεών, που έχουν μπει στο μίξερ και βγήκαν ως φανταχτερές παρουσιάσεις του power point χωρίς τεκμηριωμένα και επαληθεύσιμα στοιχεία». Οι κοινοτικοί αξιωματούχοι καθησυχάζουν όσους ανησυχούν για πιθανές σπατάλες, εξηγώντας ότι έτσι κι αλλιώς κάθε εκταμίευση θα ελέγχεται στη συνέχεια πολύ πιο λεπτομερώς από ότι συνέβη με τα γενικόλογα εθνικά προγράμματα. Απλώς τώρα υπήρχε η ανάγκη να δοθεί στην κοινή γνώμη επιτέλους η εικόνα ότι κάτι κινείται, αφού έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τη στιγμή που ανακοινώθηκε το φιλόδοξο σχέδιο και καμιά χώρα ακόμα δεν έχει δει ούτε ένα ευρώ. Για αυτό και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πίεσε για «αξιολογήσεις εξπρές», έτσι ώστε να βάλει μπροστά την επικοινωνιακή καταιγίδα, που την έφερε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Στην πατρίδα της πάντως, στην Γερμανία, υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις, αφού μερίδα του Τύπου έχει επικρίνει ως «τσαπατσούλικο» ακόμα και το σχέδιο της κυβέρνησης Μέρκελ. Προβληματισμός υπάρχει και για τα σχέδια άλλων χωρών, κυρίως αυτών του Νότου. Η Ιταλία βρίσκεται συχνά στο στόχαστρο, όχι μόνο για τα σχέδια έμμεσων επιδοτήσεων της Alitalia, αλλά και για τον φόβο να καταλήξουν κάποια κονδύλια στα ταμεία της Μαφίας, η οποία έχει επεκτείνει τη δράση της σε μια σειρά τομείς, προκειμένου να μπορεί να «ξεπλένει» μαύρο χρήμα. Για την Γαλλία ακούγονται γκρίνιες για κάποια σχέδια φοροελαφρύνσεων προς μεγάλες επιχειρήσεις, μια μακρονική πρόθεση που αναθερμαίνει τον γνωστό ανταγωνισμό μεταξύ της γαλλικής και γερμανικής βιομηχανίας.
Μια καλή πάσα στους «φειδωλούς»
Βεβαίως θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι η κριτική στα εθνικά σχέδια προέρχεται από τα αριστερά. Αντιθέτως, αυτοί που δείχνουν έτοιμοι να «ξεσαλώσουν» είναι οι σκληροπυρηνικοί του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι από την αρχή εναντιώθηκαν στα σχέδια «κοινού δανεισμού» και θέλουν να αποτρέψουν τυχόν επανάληψή τους. Τώρα στέκονται στο γεγονός ότι μικροπολιτικές σκοπιμότητες πιθανώς να οδηγήσουν σε σπατάλες και να εκτοξεύσουν τελικά και τα δημόσια χρέη. Η προειδοποίηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πριν από μερικές ημέρες, ότι η ΕΕ θα πρέπει να αποφύγει μια «πανδημία χρεών» μόνο τυχαία δεν ήταν. Ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος εκπρόσωπος της ομάδας των «φειδωλών» ο υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας, Γκέρνοτ Μπλούμελ, ο οποίος υποστήριξε ότι από την επόμενη χρονιά θα πρέπει να μπει ένα τέλος στη λογική της χαλάρωσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ και η Ευρώπη να επιστρέψει στη δημοσιονομική πειθαρχία. Σκέψη που φάνηκε να επικροτεί και ο σημερινός ιρλανδός επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, Πασκάλ Ντόνοχιου.
Γενικώς το στρατόπεδο, που ενισχύεται από την όλη συζήτηση είναι εκείνων, που ζητούν να υπάρξει ένας αυστηρότερος ελεγκτικός μηχανισμός για τη διοχέτευση των κονδυλίων, ο οποίος δεν θα περιορίζεται μόνο να ελέγχει, αλλά και να «ανακατευθύνει» επιδοτήσεις και δάνεια, αν το κρίνει αναγκαίο. Στο παιχνίδι ξαναμπαίνει φυσικά και ο όρος «πανάκεια»: Περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας, στο δημόσιο τομέα, στο ασφαλιστικό, στο φορολογικό είναι το αίτημα που ακούγεται ολοένα και συχνότερα, πυκνώνοντας πάνω από την Ευρώπη ένα σύννεφο με άρωμα μνημονίων. Στο στόχαστρο, προς το παρόν, έχει μπει κυρίως η κυβέρνηση της Ισπανίας για ευνόητους λόγους. Η άλλοτε μαραζωμένη και διεφθαρμένη ως το κόκκαλο ιβηρική κεντροδεξιά χρειάζεται ενίσχυση από το νεοφιλελεύθερο μπλοκ των Βρυξελλών, για να δρομολογήσει την επιστροφή της στην εξουσία.
Ο φόβος είναι πλέον ορατός. Το περιβόητο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας από ελπίδα για αντιμετώπιση των αδικιών και ανισοτήτων, που διογκώθηκαν λόγω πανδημίας, είναι πιθανό να μετατραπεί σε εργαλείο για ακόμα σκληρότερη κοινωνική αποσάθρωση, στο όνομα της οικονομικής ανασυγκρότησης και «εγκατάλειψης παλιών βεβαιοτήτων». Οι «χαρούλες» της κυρίας φον ντερ Λάιεν στην Αθήνα επιβεβαιώνουν την ανησυχία ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιθυμεί να κερδίσει αριστείο προόδου ως προθυμότερος και επιμελέστερος μαθητής σε αυτή τη «δοκιμασία».