Δεν είναι μόνο τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων που σε κάνουν να αναρωτιέσαι σε τι είδους κοινωνία ζεις. Η δολοφονία στα Γλυκά νερά, τα περιστατικά βιασμών, η καταγεγραμμένη βία απέναντι στις γυναίκες. Είναι επίσης και μια σειρά φαινομένων γύρω από τα γεγονότα αυτά. Το πώς η στάση των καναλιών άλλαξε απέναντι στο θύμα της δολοφονίας των Γλυκών Νερών όταν αποκαλύφθηκε πως ο δολοφόνος ήταν ο σύζυγος της. Το πώς διαπομπεύτηκε μετά θάνατον με τη δημοσίευση κομματιών από το ημερολόγιό της. Το ότι η ίδια περιγράφηκε με όρους τέτοιους ώστε η δολοφονία (με βάση τη λογική των δημοσιογράφων) να γίνεται σχεδόν κατανοητή. Το ότι ακούσαμε σε ζωντανή σύνδεση οδηγίες προς επίδοξους άντρες δολοφόνους, ώστε να αποφύγουν τα πολλά χρόνια κάθειρξης. Το ότι ακούσαμε για τη γοητεία του φονιά από εγκεφαλικά νεκρή τηλεψυχολόγο, που μας είπε ότι θα κάνουμε follow. Το πώς τον συμπονέσαμε αφού δεν είναι και κανένα τέρας βρε αδερφέ, απλώς την σκότωσε, δεν την τεμάχισε (με βάση την πάντοτε συναισθηματικά εύστοχη κ. Μάνδρου). Και μαζί δίπλα σε όλα αυτά αστειάκια και ενστάσεις για τον όρο «γυναικοκτονία» από ανθρώπους που πίσω από τη γλωσσική τους ακρίβεια στήνουν το βαθύ σεξισμό τους. Σχολιάκια της πεντάρας για τον φεμινισμό και τις φεμινίστριες, κουβέντες της συμφοράς πάνω στο πτώμα μιας κοινωνίας, που ακόμη και μετά θάνατον νοσεί.
Και δίπλα σε όλα αυτά ο βιασμός στα Πετράλωνα, μετά στο Κολωνάκι, μετά στον Άγιο Παντελεήμονα. Και άλλα περιστατικά, και επιπλέον βία σε έναν κατάλογο που γεμίζει καθημερινά. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι απλά ο σεξισμός, μια κουλτούρα υποτίμησης της γυναίκας όπως αυτή αποτυπώνεται στη γλώσσα, στις καθημερινές εκφράσεις και συμπεριφορές, στους μισθούς και τα δικαιώματα. Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ο μισογυνισμός. Μια βαθιά εντυπωμένη αντίληψη ιδιοκτησίας και κυριαρχίας, μια απόλυτη σχέση αρχαϊκής επιβολής, ένα άγρια διατυπωμένο δικαίωμα ζωής και θανάτου. Μια βία που είναι πάντοτε βία ακόμα και όταν δεν εκφράζεται ως τέτοια και μπορεί να ξεσπάσει όταν ο άντρας κρίνει πως πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Η θλιβερή αυτή συνθήκη δεν είναι απλώς κυρίαρχη, αλλά και θεσμοποιημένη. Σε μια σειρά από νόμους, σε μια σειρά από αντιδράσεις κρατικών λειτουργών απέναντι σε περιστατικά (η αντίδραση Μπαλάσκα δεν ήταν κάτι μεμονωμένο στην πραγματικότητα, άσχετα με το πόσο μας ανατρίχιασε). Ο μισογυνισμός είναι αυτός που οπλίζει το χέρι του νομοθέτη, ώστε να δημιουργήσει νόμους όπως αυτόν της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ή να προσπαθήσει να αλλάξει τον νόμο για τον βιασμό. Ο μισογυνισμός είναι αυτός που κάνει σχόλια για φεμινίστριες, αξύριστες μασχάλες και περιττά κιλά που επιβάλει πρότυπα σαν φυσιολογικά και εξορίζει με μίσος ανθρώπους και σωματότυπους. Ο μισογυνισμός είναι αυτός που στήνει συνέδρια γονιμότητας, λέγοντάς μας πως η γυναίκα είναι απλώς ένα εργαλείο αναπαραγωγής.
Αυτό που φαίνεται ξεπερασμένο, δεν ξεπεράστηκε στην πραγματικότητα ποτέ. Είναι εδώ με την ίδια αγριότητα και την ίδια χυδαιότητα των παλαιών ημερών του. Πρέπει να αντιληφθούμε άμεσα το βάθος αυτού του προβλήματος και ταυτόχρονα να κινηθούμε προς μια κατεύθυνση πρακτική. Η κριτική, τα σχόλια και οι πορείες διαμαρτυρίας είναι απαραίτητα, αλλά όχι αρκετά. Σε μια κοινωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να φτιαχτούν δομές ενημέρωσης και προστασίας που θα προσφέρουν μεταφορικό ή κυριολεκτικό καταφύγιο στα θύματα του μισογυνισμού, στις έγκλειστες γυναίκες των πατριαρχικών επιταγών, στις αποκλεισμένες γυναίκες των σεξιστικών επιβολών. Το βάθος και το μέγεθος του προβλήματος περιγράφει ακριβώς την ανάγκη των πρακτικών λύσεων και της έμπρακτης αλληλεγγύης. Οι όροι με τους οποίους μια γυναίκα ζει σε μια κοινωνία δεν αφορούν μόνο τη γυναίκα, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Τις ελευθερίες της, τα δικαιώματά της, την ίδια της την ψυχή. Και είναι η ψυχή αυτή που βλέπουμε εδώ και μέρες να κακοφορμίζει.