Hans Erich Nossack «Η καταστροφή», εισαγωγή- μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, επίλογος Ζίγκφριντ Λέντς, εκδόσεις Σκαρίφημα, 2020
Μάλλον, άγνωστος σε εμάς ο Γερμανός συγγραφέας Χανς Έριχ Νόσσακ –απαγορευμένος στη χώρα του απ’ το ’33 έως το ’45– απ’ τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου στη πατρίδα του. Ολοκληρώνει την Καταστροφή λίγους μήνες μετά τον καταστροφικότατο βομβαρδισμό των Συμμάχων, το καλοκαίρι του ’43, στο Αμβούργο. Η «Επιχείρηση Γόμορρα» ήταν μία εκ των δεκάδων βομβιστικών επιθέσεων που εξαπέλυσαν ενάντια στις μεγάλες πόλεις της ναζιστικής Γερμανίας. Το βιβλίο εκδίδεται το 1948 αλλά θα χρειαστούν τρεις δεκαετίες ακόμη για να κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο αναφοράς: υπογράφεται από τον πολύ γνωστό χρονικογράφο Αλεξάντερ Κλούγκε και αναφέρεται στην εκατόμβη της πόλης του Χάλμπερσταντ. Ακόμη και στη δεκαετία του ’90 το θέμα αυτό θεωρείτο ταμπού –χαίνουσα πληγή– και στην προσπάθεια του ο συγγραφέας Βίνφριντ Γκεόργκ Ζέμπαλντ να το φέρει ξανά στην επικαιρότητα δίνει μια σειρά διαλέξεις ονοματίζοντας τον Νόσσακ σαν τον μόνο συγγραφέα της εποχής που είχε την ψυχική δύναμη να μιλήσει για αυτή τη συμφορά.
Ο Νόσσακ παρακολούθησε την καταστροφή όντας στα περίχωρα του Αμβούργου και η σχετική απόσταση αποτέλεσε έναυσμα για περαιτέρω σκέψεις. Γράφει ελλειπτικά, δεν κάνει συγκεκριμένες αναφορές, εστιάζεται στον παράγοντα άνθρωπο, δεν ψάχνει το γιατί και πώς του πολέμου. Η επιστροφή στην καφκική κόλαση της πόλης, στην ισοπεδωμένη συνοικία τους, είναι συγκλονιστική. Η αφήγηση είναι πυρετική, στα όρια του παραλόγου: «ο μικρός κήπος… είχε γίνει γκρίζος απ’ τη σκόνη… Εδώ κείτονταν τριάντα επτά πτώματα που είχαν καεί στο κελάρι… Εκεί τους βρήκανε στριμωγμένους. Είχαν φουσκώσει από τη ζέστη». Όλα τα καψαλισμένα πράγματα –τα έπιπλα, τα δένδρα, αποκτούν υπόσταση, αποκτούν φωνή ενώ οι άνθρωποι– ψυχολογικά ράκη επιστρέφουν σε προ- πολιτισμικές εποχές. Ούτως, το έργο του Νόσσακ ανάγει το συγκεκριμένο αποτροπιαστικό συμβάν σε οικουμενικό, πλέον, διαχρονικό.
Να σημειώσουμε πως με τον βομβαρδισμό χάθηκαν τα ημερολόγια που κρατούσε επί είκοσι πέντε χρόνια ο συγγραφέας.