Μαρία Φαφαλιού «Κορίτσια σε περίκλειστους χώρους, Μαρτυρίες 1942-1952», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020
Το πρώτο βιβλίο που είχα διαβάσει για τον πόλεμο και την Κατοχή ήταν, στην αρχή της εφηβείας μου, ο Μεγάλος περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη. Παρόλο που είχα ακούσει ήδη πολλές οικογενειακές ιστορίες για τον πόλεμο και την Κατοχή, τις ένδοξες στιγμές αντίστασης και αλληλεγγύης –άλλωστε και ο Μεγάλος περίπατος το μεγάλωμα ενός αγοριού, περνώντας μέσα από όλα αυτά, είναι– αυτό μου είχε εντυπωθεί από το βιβλίο ήταν η «μικρή» στιγμή, το βλέμμα του Πέτρου στη μητέρα του και η απορία του πώς αυτή με τα τόσα ενδιαφέροντα τώρα μόνο μετράει, χωρίζει σε μερίδες το λιγοστό φαγητό. Το τόσο μικρό διηγιόταν κάτι πολύ μεγαλύτερο. Το θυμήθηκα στα Κορίτσια σε περίκλειστους χώρους όταν γονείς περιγράφουν πώς επιθυμούσαν τα παιδιά τους να πιαστούν από την αστυνομία, καταλήγοντας έτσι σε ένα άσυλο, όπου θα έτρωγαν μεσημέρι βράδυ αντί να πεθάνουν κοντά τους από την πείνα.
Στο βιβλίο της Κορίτσια σε περίκλειστους χώρους, η Μαρία Φαφαλιού συγκεντρώνει μαρτυρίες νεαρών γυναικών αλλά και μικρών κοριτσιών από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, την κρίσιμη, δηλαδή, δεκαετία 1942-1952: ιστορίες πείνας, διώξεων, προσφυγιάς, εξορίας, βασανισμών, εγκλεισμού, άγριας απόσπασης από την αγκαλιά των γονιών. Το βιβλίο αποτελείται από εννέα πυκνά κεφάλαια που καλύπτουν: Τη Γερμανική Κατοχή, 1941-1944, τη Φυγή προς τη Μέση Ανατολή, Τα Ναζιστικά Στρατόπεδα, την Ελληνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τις Εξορίες, τις Παιδοπόλεις, την Πολιτική Προσφυγιά…
Όπως επισημαίνει και η συγγραφέας στην εισαγωγή, το βιβλίο είναι μια ανθολόγηση κειμένων. «Τα κορίτσια του βιβλίου που βρέθηκαν στη δίνη του πολέμου τιμωρήθηκαν επειδή εκείνα ή οι οικογένειές τους δεν συμβάδιζαν με τις εκάστοτε κατά τόπους κυρίαρχες αντιλήψεις. Το τίμημα ήταν να ζήσουν σε “περίκλειστους χώρους”». Αυτοί οι χώροι περιγράφονται με λεπτομέρειες έτσι ώστε να αποδοθούν με όσο το δυνατό ακριβή ρεαλισμό και απλότητα τα συναισθήματα όσων έζησαν υπό αυτές τις συνθήκες: Συναισθήματα βαθιάς μοναξιάς από τη στέρηση της θαλπωρής των αγαπημένων προσώπων, βίαιης έκθεσης από την έλλειψη προσωπικού χώρου, διαρκούς φόβου από τις απειλές και τη βία, όμως και τρυφερότητας και αλληλεγγύης της μιας για την άλλη, και πίκρας για την εφηβεία που τους στερούσαν. «Και με το να λέμε πολλές από μας… δεν πρέπει το ένα, δεν πρέπει το άλλο, είχαμε ξεχάσει σχεδόν την ηλικία μας. Και πραγματικά, αυτή την τρυφερή και γλυκιά, όπως λένε, ηλικία των δεκάξι ώς είκοσι δύο χρόνων δεν την έζησα, όπως πολλά παιδιά της γενιάς μου εκείνα τα χρόνια. Για μένα αυτή η ηλικία δεν υπάρχει». (Παγώνα Στεφάνου, Των αφανών στη Δήμητρα Λαμπροπούλου, Γράφοντας από τη φυλακή).
Σπαρακτικές εμπειρίες
Στα εννέα κεφάλαια οι κοριτσίστικες φωνές, μερικές μέσα στο σώμα ώριμων γυναικών πια, μεταφέρουν τις σπαρακτικές εμπειρίες τους. «Το στρατόπεδο ήταν ένα τέλειο σύστημα για την εξαφάνιση της ανθρωπιάς, για τον στραγγαλισμό της σκέψης, την εκμηδένιση της όποιας προσωπικότητας….. ώστε στο τέλος να βγαίνουν μάζες ανθρώπων, άβουλες, με εντελώς όμοιες σκέψεις και στο τέλος τέλος με καθόλου σκέψεις. Να βγαίνουν φιγούρες αδιάφορες, ανέκφραστες, χωρίς βλέμμα, χωρίς αισθήσεις, χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρα…». (Βάσω Σταματίου, Μια Ελληνίδα στο Άουσβιτς). Πολλοί ήταν οι Χριστιανοί –γύρω στις 45.000– που είχαν οδηγηθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κυρίως λόγω της αντιστασιακής τους δράσης. Όμως η μοίρα των Εβραιόπουλων εκεί ήταν τραγική. Έχασαν την οικογένειά τους, «αναρωτιόμασταν τι είναι … μέχρι που μάθαμε τι σήμαιναν οι τεράστιες φωτιές στις μαύρες καμινάδες και η απαίσια εκείνη μυρωδιά που ακόμα δεν έχω αποχωριστεί…», (Άννα Μορδοχάι, Εκείνη η μυρωδιά που δεν φεύγει). Ενώ απάνθρωπα ήταν τα ιατρικά πειράματα στα οποία υπέβαλαν τα κορίτσια, με σκοπό τη στείρωση. Στον Τεράστιο Χείμαρρο, την Ελληνική Αντίσταση, ένα έπος γενναιότητας και αλληλεγγύης, τα κορίτσια συμμετέχουν παντού, περιθάλπουν καταδιωκόμενους αντιστασιακούς, κυκλοφορούν παράνομα έντυπα, κάνουν σαμποτάζ, δουλεύουν εθελοντικά ως νοσοκόμες, δημιουργούν την πρώτη αμιγώς γυναικεία οργάνωση "Λεύτερη Νέα", ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη χειραφέτησή τους. Ανάμεσα στις πολλές μαρτυρίες για την περίοδο, αυτή που αφορά την Νέφελη Καραγιάννη, κόρη της Λέλας που εκτελέστηκε το 1944 στα δεκάξι της από τους Γερμανούς. Στη διάρκεια του Εμφύλιου σπαραγμού, στην Απέραντη Φυλακή που ήταν η Ελλάδα, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια στα κέντρα κράτησης, οι εκτελέσεις, σε όλη την Ελλάδα, οδηγούν πολλά κορίτσια στην τρέλα: «Ευτυχία. Δεκάξι χρονών κλείστηκε στη φυλακή. Έμεινε μέσα δέκα χρόνια και τρελάθηκε […]». «Μ. Σούλα. Άφησε το κοριτσάκι της δέκα περίπου χρονών. Όταν την πήγανε στο Νοσοκομείο, εκεί αυτοκτόνησε». (Ολυμπία Γ. Παπαδούκα, Γυναικείες φυλακές Αβέρωφ). Παράλληλα, πολλές μετέπειτα αφηγήσεις κρατουμένων παρουσιάζουν πλούσια εσωτερική ζωή, όπου αντίσταση και δημιουργικότητα αντιμετωπίζονται ως δυο έννοιες αλληλεξαρτώμενες στην καθημερινή ζωή με μαθήματα, ποιητικές βραδιές και δημιουργία εφημερίδων όπως η "Τσιμπίδα" που δημιούργησαν οι κρατούμενες στις φυλακές Αβέρωφ.
Παιδομαζωμα ή Παιδοφύλαγμα
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα τρία τελευταία κεφάλαια: Στους τέσσερις ανέμους, Ήταν κι αυτή μια κάποια λύση, Στις στράτες της πολιτικής προσφυγιάς. Όπου περιγράφονται οι συνθήκες στις οποίες βρίσκονται τα παιδιά στη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, σπαρμένα εδώ κι εκεί, μόνα τους και η δημιουργία ιδρυμάτων: Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (Δαφνί), Άσυλο Παιδιού Βόλου, Εθνικό Ορφανοτροφείο Καστοριάς κα. Η Λίλη Αλιβιζάτου, υπεύθυνη της διοργάνωσης και της λειτουργίας του παιδικού θαλάμου στο Ιπποκράτειο, περιγράφει πώς παιδιά από την επαρχία που λόγω των συνθηκών δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα χωριά τους, έμεναν για μήνες στο νοσοκομείο, αδύνατα και ρακένδυτα ανάμεσα στη δυστυχία και τον πόνο των νοσηλευομένων. Ενώ ένας μεγάλος αριθμός ορφανών παιδιών, ήταν σε ανεύρεση οικογενειών και περισσότερα από 3000 υιοθετήθηκαν στην Αμερική μεταξύ 1948-62. Σε ένα απόκομμα από εφημερίδα της εποχής διαβάζουμε για τον τρόπο περισυλλογής, μεταφοράς και περιθάλψεων των «συμμοριόπληκτων», όπως τα αποκαλούσαν, παιδιών, αυτών δηλαδή που οι γονείς τους ήταν νεκροί ή εξόριστοι. Οι «παιδοπόλεις» ιδρύθηκαν στην Ελλάδα το 1947 με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης και, υπό τις εντολές της κι ενός προγράμματος που η ίδια είχε ξεκινήσει, 18.000 περίπου παιδιά τα μετέφερε εκεί «σε μια προσπάθεια όχι μόνο ν’ αφαιρέσει από το Δημοκρατικό Στρατό ανθρώπινο δυναμικό αλλά επίσης να εμποδίσει τη διάδοση του κομμουνισμού στον ελληνικό πληθυσμό». Η ιστορία των Παιδουπόλεων, αλλά και του Παιδομαζώματος ή του Παιδοφυλάγματος ήταν σχεδόν άγνωστη μέχρι πρόσφατα και οι ομάδες προφορικής ιστορίας συνέβαλαν σημαντικά στη δημοσιοποίησή τους. Διαβάζοντας την κάθε μια από τις δεκάδες ιστορίες αυτόνομα, σαν ένα μικρό έργο, όπως αυτή του εννιάχρονου κοριτσιού που θαρρετά απαίτησε και τελικά πήγε θρεπτικό φαγητό στη μαμά του που κρατούνταν στην Ασφάλεια, προκαλώντας τον «θαυμασμό» του αστυνομικού που, απευθυνόμενος στην κρατούμενη, είπε «βρομοκομμούνι, δεν αξίζεις τέτοιο παιδί», μπορείς να κατανοήσεις καλύτερα τα πράγματα «μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας που συνέβησαν, μπορεί επίσης το βιβλίο να προκαλέσει τη διάθεση σύγκρισης με σημερινές καταστάσεις», όπως επισήμανε ο Δημήτρης Πλουμπίδης στη δική του εισαγωγή.