Κωστής Χατζημιχάλης «Σκιτσάροντας αστικότητες στη Μεσόγειο», εκδόσεις νήσος, 2021
Ευθύς εξαρχής, πριν καν μπει στο κυρίως κείμενο, ο μη ειδικός αναγνώστης ή αναγνώστρια καταλαβαίνει τι θα διαβάσει στις επόμενες σελίδες, καταλαβαίνει τι είναι η «αστικότητα» αλλά και το πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο του όρου: καταλαβαίνει, δηλαδή, πώς, στο πλαίσιο μιας «έντονης κριτικής του τεχνοκρατικού ορθολογισμού και της αυταρχικής εξουσίας», η αστικότητα «λειτούργησε ως λέξη-κλειδί, λέξη-σύνθημα και λέξη-μανιφέστο για την αναζήτηση των ποιοτήτων και της βιωσιμότητας των ιστορικών πόλεων, αλλά και για τον σύγχρονο σχεδιασμό, χωρίς προθέσεις νοσταλγίας του παλιού ή μίμησης των μορφών του».
Επίσης στις πρώτες σελίδες, ο συγγραφέας δεν ξεχνά και να υπενθυμίσει πόσο πολλά χρωστάει στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, «αυτό που λοιδορείται από τους θεράποντες της “αριστείας”» (και γενικά από τις φωνές του νεοφιλελευθερισμού, θα πρόσθετα), υπογραμμίζοντας με αντίστοιχη γενναιοδωρία ότι «το βιβλιαράκι αυτό ας θεωρηθεί μικρό αντίδωρο σ’ αυτή τη γενναιοδωρία του δημόσιου πανεπιστημίου».
Το βιβλίο περιέχει σκίτσα, κυρίως από πόλεις της Μεσογείου, «σκίτσα που έχω κάνει επιτόπου, τα περισσότερα βιαστικά», σκίτσα «δεν είναι δηλαδή επεξεργασία φωτογραφιών ή σχεδίων στο γραφείο», και, δεύτερον, κείμενα: «ορισμένα κείμενα γράφτηκαν και αυτά επιτόπου, άλλα αργότερα, σαν σκόρπιες σκέψεις – περιηγητικές σημειώσεις».
Ο Χατζημιχάλης, παρέα με ένα μπλοκάκι και έναν μαύρο μαρκαδόρο, περιπλανιέται σε δρόμους («το πιο διαχρονικά σταθερό στοιχείο μιας πόλης») και αγορές (θυμάται και τον Ζαν-Κλοντ Ιζό, καθώς αναρωτιέται «τι κρύβεται πίσω από τα δρομάκια και τις λεωφόρους της Μασσαλίας, γύρω από το παλιό λιμάνι;», ενώ στην ψαραγορά δεν παραλείπει να σχολιάσει την καταστροφή της υπεραλίευσης), σε πλατείες (όπου συναντιούνται γιορτές και εξουσίες, επαναστάσεις και καύσεις μαγισσών), σε πετρόχτιστα σπίτια («με συγκινεί ο τρόπος που γερνάνε χωρίς να φοβούνται τις κακουχίες του χρόνου») όπου αναρωτιέται για την «άγραφη γνώση» των μαστόρων, σε πόλεις και χωριά (όπου σχολιάζει, μεταξύ άλλων, τις Λισαβόνες του Πεσόα και του Ταμπούκι και σκιτσάρει τα σοκάκια της Αλφάμα, ενώ στο Κάιρο αποτυπώνει την «Πόλη των νεκρών»), σε καφενεία και ταβέρνες, σε νησιά (όπου θα μιλήσει για τις καστροπολιτείες και τα ενωμένα, μεταξύ τους, σπίτια του οικισμού αλλά και για το σχετικά πρόσφατο –του 20ού αιώνα– «εκτυφλωτικό άσπρο» του ασβεστώματος, ενώ κάπου στον Πύργο της Τήνου μια καθιστή γυναικεία φιγούρα διαβάζει)…
Ο Χατζημιχάλης γράφει κείμενα χαμηλόφωνα, κατατοπιστικά και ευαίσθητα, που έχουν δύναμη ακριβώς επειδή αποφεύγουν τους υφάλους των ευκολιών (την εκβιασμένη συγκίνηση, τον νοσταλγικό συναισθηματισμό). Συνάμα, είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς ένα σκίτσο μπορεί να είναι, όχι μόνο πιο συγκινητικό, αλλά και πολύ πιο αποκαλυπτικό από τη φωτογραφία.
Το βιβλίο ολοκληρώθηκε «την εποχή της πανδημίας και του διάχυτου φόβου»: μια εποχή που ο συγγραφέας βλέπει τους γνώριμους τόπους «έρημους, με κλειστά μαγαζιά, άδειες πλατείες, οι λιγοστοί άνθρωποι με μάσκες και παντού πάνοπλοι αστυνομικοί». Και αναρωτιέται, «τι υπάρχει πέρα από την απόλαυση της μεσογειακής αστικότητας;», για να υπενθυμίσει ότι όλα αυτά τα τοπία αποτυπώνουν μια πολλαπλότητα συγκρούσεων στο παρελθόν και στο παρόν και γι’ αυτό πρέπει «ο θαυμασμός να συνοδεύεται και με περίσκεψη για τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες της καθημερινότητας των μόνιμων κατοίκων» στους τόπους όπου βρίσκεται, όπου κι αν βρίσκεται, «η Μεσόγειος, οι πολλές Μεσόγειοι».