Πέτρος Μάρκαρης «Η τέχνη του τρόμου και άλλα διηγήματα», εκδόσεις Κείμενα, 2021
Ο Πέτρος Μάρκαρης, πού και πού, ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, δημοσιεύει και συλλογές διηγημάτων. Διηγημάτων άλλοτε αστυνομικών, με την εμπλοκή μάλιστα του Χαρίτου, άλλοτε όχι. Εδώ προσφέρει στον αναγνώστη του 7 νέα διηγήματα της εποχής του κορονοϊού. Στα δύο πρώτα, που είναι και τα μεγαλύτερα της συλλογής, πρωταγωνιστές είναι πράγματι ο Χαρίτος και ο κορονοϊός. Στο πρώτο, την «Καραντίνα», ο Χαρίτος μπαίνει σε καραντίνα, λόγω του ότι μια συνεργάτιδά του, η Στέλλα, διαγνώστηκε θετική στον ιό. Και πρέπει να αντιμετωπίσει εξ αποστάσεως το φόνο μιας πασίγνωστης παρουσιάστριας ειδήσεων. Ξαφνικά πρέπει να μάθει για υπολογιστές, κάμερες και τηλεδιασκέψεις. Τον βοηθάει απροσδόκητα η σύζυγος Αδριανή, που λόγω εγγονού, έχει μάθει να χρησιμοποιεί το face time στην επικοινωνία με την κόρη της. Στο δεύτερο διήγημα («Με λένε Covid και σκοτώνω») ο φονιάς στέλνει γράμματα στον Χαρίτο υπογράφοντας ως… Covid. Το ένα θύμα του είναι ένας λοιμωξιολόγος της επιτροπής ειδικών και το άλλο ένας αρνητής του κορονοϊού, από αυτούς που λένε ότι δεν υπάρχει, μας βάζουν τσιπάκια κ.λπ. Το τρίτο, παρά τον τίτλο του («Η τέχνη του τρόμου») που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, δεν είναι αστυνομικό. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που ήθελε να γίνει ζωγράφος, ο μετανάστης πατέρας του τον έκανε με το ζόρι οικονομολόγο, κι αυτός στα γεράματα παίρνει την εκδίκησή του γνωρίζοντας επιτυχία με μάσκες για τον κορονοϊό που ζωγραφίζει ο ίδιος και γίνονται ανάρπαστες.
Στα δύο επόμενα, ο Μάρκαρης κάνει μια πολύ συγκινητική κίνηση, βάζει σε θέση πρωταγωνιστή άστεγους. Στο δεύτερο από αυτά, που λέγεται «Οι τρεις καμπαλέρος», εμφανίζεται σε δεύτερο ρόλο ο Χαρίτος. Που με τη βοήθεια του ενός από τρεις άστεγους που κατοικοεδρεύουν έξω από τράπεζα της οδού Αθηνάς (και που λέγονται: Πλάτωνας, Σωκράτης, Περικλής!), θα βρει τον δολοφόνο των άλλων δύο. Το διήγημα αυτό κάνει τη διάκριση ζητιανιάς και εξερεύνησης κάδων σκουπιδιών (το δεύτερο «επάγγελμα» αποδεικνύεται πιο επικίνδυνο), αλλά σχολιάζει και την απόλυτη εγκατάλειψη των ολυμπιακών εγκαταστάσεων του Νέου Φαλήρου. Το πρώτο από τα δύο διηγήματα δεν είναι αστυνομικό και είναι πολύ τρυφερό. Λέγεται «Κέντρο Προσφύγων Κορονοϊού» και δείχνει τα προβλήματα των αστέγων στην εποχή του covid. Πρωταγωνιστούν δύο άστεγοι, ο Κοσμάς και ο Δήμος, πρώην συνέταιροι σε επιχείρηση που έπεσε έξω, οι οποίοι κανονικά στα πολύ δύσκολα πηγαίνουν να φάνε ή να κοιμηθούν σε άσυλο. Τώρα δεν μπορούν γιατί φοβούνται μην κολλήσουν εκεί κορονοϊό και πάνε σαν σκυλί στ’ αμπέλι, οπότε η καθημερινότητα της αναζήτησης στέγης και τροφής έχει γίνει κόλαση. Εντέλει ενώνουν τις τύχες τους με δύο ηλικιωμένους που και αυτοί, λόγω κόβιντ, παύουν να ζουν με τις οικογένειες των –σκληρών– παιδιών τους και αναζητούν και αυτοί νέα στέγη. Όλοι μαζί συγκροτούν μια ομάδα «νεοπροσφύγων».
Ακολουθεί το διήγημα «Η ταβέρνα του καραγκιόζη», με πρωταγωνιστές δύο αντικρινούς εστιάτορες, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο, σε γερμανική πόλη, και ως επίλογο, η συλλογή προσφέρει ένα ωραιότατο αφήγημα για την εποχή των παιδικών χρόνων του Μάρκαρη στα Πριγκηπόνησα, ειδικότερα στη Χάλκη, που φέρνει στον νου και το βιβλίο του «Παλιά, πολύ παλιά».
Ένα βιβλίο γραμμένο με χιούμορ και τρυφερότητα, για την ελληνική κουρελού και τον καραγκιόζ μπερντέ της εποχής του κόβιντ. Και ένας Μάρκαρης σε φόρμα, στα καλύτερά του των τελευταίων χρόνων.