Πέντε περίπου χρόνια μετά την έκδοση του προηγούμενου βιβλίου της, η Χίλντα Παπαδημητρίου επανέρχεται με το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Η τέταρτη ιστορία με πρωταγωνιστή τον (πρώην, πλέον) αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο που, σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, βρίσκεται ξαφνικά στην «άλλη» πλευρά: από διώκτης, διωκόμενος. Η έκδοση του βιβλίου μάς έδωσε την αφορμή για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με τη συγγραφέα.
Με το νέο σας μυθιστόρημα θίγετε μια σειρά ζητήματα, διαχρονικά αλλά συνάμα μονίμως επίκαιρα: την κρίση και τα σημάδια της στην πόλη, τον ρατσισμό, τη διαφθορά στην αστυνομία. Ωστόσο, το κεντρικό θέμα είναι το τράφικινγκ γυναικών.
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω το βιβλίο, πριν από τέσσερα χρόνια, υπήρχε στην επικαιρότητα η υπόθεση μιας επιχείρησης που ήταν βιτρίνα για τράφικινγκ και ξέπλυμα χρημάτων, και η οποία έπεσε στα μαλακά στο δικαστήριο. Δεν ήταν μόνο αυτό, όμως. Με ενοχλεί ότι στην καθημερινότητα ακούμε διαρκώς αστεία σεξιστικά, κλισέ σεξιστικά, διάφορα «προσεχώς Βουλγάρες», που αναφέρονται στις γυναίκες μετανάστριες ή πρόσφυγες, με ενοχλεί ότι όλο αυτό λειτουργεί τελικά απενοχοποιητικά, μπορεί ξαφνικά να ακούσεις τον διπλανό σου να λέει απενοχοποιημένος ότι θα κάνει μπάτσελορ πάρτι σε στριπτιζάδικο. Εξοργίζομαι, αναρωτιέμαι, μα κανείς δεν σκέφτεται ότι αυτές οι γυναίκες που δουλεύουν εκεί υφίστανται βία, βιασμούς, κακοποίηση, εκβιασμούς; Σχεδόν τις παρουσιάζουν σαν να χαίρονται τη δουλειά τους!
Προχωρώντας την έρευνά μου για το βιβλίο, διαπίστωσα πόσο λίγο, πρακτικά καθόλου, προστατεύονται αυτές οι γυναίκες από τη νομοθεσία και τη δικαιοσύνη. Παλιότερα, βρίσκονταν οι ίδιες οι γυναίκες κατηγορούμενες για πορνεία και για παράνομη είσοδο στη χώρα, τώρα προστατεύονται περισσότερο, αλλά συχνά, όταν απελαύνονται, οι διακινητές τους ενημερώνονται (πώς;), τις περιμένουν ξανά στα σύνορα και τις ξαναγυρίζουν πίσω με τη βία.
Είναι ένα ολόκληρο κακοποιητικό σύστημα, που επιδεινώνεται όσο αυξάνεται η φτώχια, οι πόλεμοι, η προσφυγιά, το χάος. Όποιος κάνει μια βόλτα στα στενά γύρω από την Ομόνοια βλέπει πολλά ανήλικα κορίτσια από την Αφρική.
Μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις βρίσκεται ο πρωταγωνιστής σας, ο Χάρης Νικολόπουλος, ο οποίος όμως έχει παρατήσει τόσο την Αθήνα όσο και την αστυνομία.
Ο χαρακτήρας που έχω φτιάξει είναι ένας αστυνομικός έντιμος, με πίστη στη δικαιοσύνη. Απογοητευμένος από τις μεθόδους πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος, τα έχει βροντήξει και έχει φύγει από το Σώμα.
Από κει και μετά, ακολουθώ μια βασική σύμβαση του νουάρ: ένας αθώος που πασχίζει να αποδείξει την αθωότητά του. Γιατί ήθελα ο Χάρης να βιώσει και την «άλλη πλευρά». Ενώ, λοιπόν, ο Χάρης ήταν ως τότε «διώκτης», βρίσκεται ξαφνικά διωκόμενος, κατηγορούμενος για έναν φόνο που δεν έχει διαπράξει. Αναγκάζεται να περάσει στην παρανομία, κι έτσι γνωρίζει μια άλλη πλευρά της κοινωνίας, έναν άλλο κόσμο: τον κόσμο των (νεο)αστέγων, των προσφύγων και των μεταναστών, των εξαρτημένων.
Εδώ χρησιμοποιώ και άλλη μια σύμβαση του νουάρ, τη γυναίκα που τον βοηθάει να αποδείξει την αθωότητά του: μια διαφορετική προσωπικότητα, ανάποδη, που επίσης δεν ταιριάζει πολύ στην αστυνομία.
Σε κάποια πράγματα φαίνεται να μην υπάρχει «λύση», κάθαρση.
Την ταυτότητα των πραγματικών ενόχων, το ποιοι κρύβονται πίσω από τέτοιες ιστορίες και θησαυρίζουν στο απυρόβλητο, συνήθως δεν τα μαθαίνουμε ποτέ.
Και σε αυτό το βιβλίο αλλά και σε προηγούμενα, στηλιτεύετε τον ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ.
Τα ΜΜΕ παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Είναι όμως πια τρομακτικός ο τρόπος που διαστρεβλώνουν τα γεγονότα, που ξεπλένουν ό,τι βρόμικο επιλέξουν να ξεπλύνουν, πώς εξωραΐζουν ενόχους ή κάνουν δολοφονίες χαρακτήρων κατά το δοκούν. Λένε κάτι χωρίς στοιχεία και το αφήνουν μετά απλώς να κυκλοφορεί και να κάνει τη δουλειά του. Θυμηθείτε πώς παρουσίασαν την υπόθεση Ινδαρέ, δείτε πώς χειρίζονται τη δολοφονία στα Γλυκά Νερά.
Μιλήστε μας λίγο για τους χαρακτήρες σας. Ο Χάρης Νικολόπουλος ενσαρκώνει τα χαρακτηριστικά που είπατε, αλλά δεν είναι ένας σχηματικός ιδεότυπος, είναι ένας ζωντανός χαρακτήρας, μεγαλώνει και γερνάει μαζί με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του.
Ποτέ δεν ήθελα για κεντρικό χαρακτήρα έναν ήρωα, αλλά έναν αντιήρωα. Μπορεί να λατρεύω την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά έχω σιχαθεί κάποια κλισέ της. Ήθελα για πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας.
Γράφοντας το πρώτο μου βιβλίο, το Για μια χούφτα βινύλια, είχα κατά νου ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον δισκοπώλη, τον Φώντα. Τελικά πρωταγωνιστής αναδείχτηκε ο Χάρης, ένας άνθρωπος που δεν παριστάνει τίποτα, που είναι ο εαυτός του. Άλλωστε, έτσι όπως είναι το σύστημα τώρα, στην αστυνομία μπορεί να μπει και κάποιος διαφορετικός. Ήθελα έναν άνθρωπο που να μην έχει τη μαγκιά του αστυνομικού. Ο Χάρης είναι ένας άνθρωπος μοναχικός, που του λείπουν οι φίλοι, που έχει μεγαλώσει σε ασφυκτικό περιβάλλον. Ένας άνθρωπος που χρειάζεται να αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορεί να τα καταφέρει στη δουλειά του αλλά και να αποκτήσει φίλους. Αυτό το πιστεύω γενικά, οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους όχι με μεγάλες τομές αλλά με μικρά μικρά βήματα.
Σε αυτό το βιβλίο, μάλιστα, ο Χάρης έρχεται αντιμέτωπος με το κομβικό σημείο της αρρώστιας και του επικείμενου θανάτου της μητέρας του.
Κι εκεί όμως αντιδράει με έναν τρόπο που είναι κάπως έξω από τις συμβάσεις.
Ναι, γιατί αυτός ο επικείμενος θάνατος είναι ταυτόχρονα και το σημείο της πραγματικής ενηλικίωσης του Χάρη, κάτι που ισχύει για κάθε ανθρώπο, τη στιγμή που χωρίς τους γονείς, έχει πλέον μπροστά του μόνο τη δική του ζωή. Και εκεί πρέπει να μάθει και τι σημαίνει συγχώρεση.
Τα στοιχεία της κρίσης είναι έντονα στο βιβλίο.
Πράγματι, φαίνονται παντού, τόσο στην πόλη όσο και στη ζωή των χαρακτήρων. Άλλωστε, η λογοτεχνία που μου αρέσει, η λογοτεχνία του Χάμετ και του Τσάντλερ, είναι λογοτεχνία της κρίσης: μια λογοτεχνία που γεννήθηκε από το κραχ του ’29, με μια κοινωνία βυθισμένη στην ανεργία, τη φτώχια, την εγκληματικότητα. Έτσι, το αστυνομικό μυθιστόρημα εξελίχθηκε στο είδος που κατ’ εξοχήν δείχνει την κοινωνία, που αναδεικνύει το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο Χάρης γυρίζει στην Αθήνα (βρισκόμαστε στο 2012) και σοκάρεται από την εικόνα της Σταδίου και τους καμένους κινηματογράφους, τους νεοάστεγους, τη σκοτεινή πόλη. Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα μέσο για να ταξιδέψεις στις σκοτεινές και τις κρυφές γωνιές της πόλης, να εστιάσεις στην αληθινή ζωή μιας μεγαλούπολης. Ξαναλέω, μια βόλτα στα στενά κάτω από την Ομόνοια, σε φέρνει σε επαφή με έναν κόσμο απόγνωσης και αίσθησης ματαιότητας.
Επιπλέον, μια άλλη περιοχή όπου διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της πλοκής, οι προσφυγικές πολυκατοικίες στο Δουργούτι, στον Νέο Κόσμο, μου άρεσε γιατί εκεί υπάρχουν ακόμα τα σημάδια της προηγούμενης προσφυγιάς, που συνδυάζονται με τα σημερινά. Τέτοια προσφυγικά υπάρχουν και αλλού, στην Αλεξάνδρας, στη Νίκαια, στην Καισαριανή. Έχει πολύ ενδιαφέρον η σύλληψη του σχεδιασμού τους, πώς έφτιαχνε κοινωνικά κύτταρα. Μόνο σε τέτοια μέρη θα μπορούσαν να ζουν οι χαρακτήρες μου, δεν θα μπορούσαν για παράδειγμα να μένουν στην Εκάλη.
Πώς δουλεύετε, πώς προετοιμάζετε τα βιβλία σας;
Συνήθως ξέρω την κεντρική ιδέα, την αρχή και το τέλος. Επίσης κάνω πολλή έρευνα, όπως έκανα τώρα για το τράφικινγκ. Μου έκανε εντύπωση πόσο μεγάλη αύξηση σε φτηνό γυναικείο δυναμικό από το Μεξικό υπάρχει στις ΗΠΑ, και στη συνέχεια πόσο μεγάλη αύξηση της πορνείας, του στριπτίζ κ.λπ., που με τη σειρά τους έχουν διογκώσει την κατανάλωση και τον εθισμό στην πορνογραφία, που μάλιστα συχνά γίνεται πολύ βίαιη και καταλήγει στο σναφ.
Γνωρίζετε πολύ καλά την αστυνομική λογοτεχνία. Θέλετε να μας σχολιάσετε τη σημερινή της κατάσταση;
Θα έλεγα ότι το αστυνομικό είναι η ατμομηχανή της εκδοτικής βιομηχανίας. Διεθνώς, το 60% περίπου της λογοτεχνίας που εκδίδεται είναι κάποιου είδους αστυνομική λογοτεχνία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που αφορούν μεταξύ άλλων το αναγνωστικό κοινό και τις συνήθειές του.
Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος που οι Σκανδιναβοί κατάφεραν να μπουν στο παιχνίδι με τόση επιτυχία. Με εύκολη γραφή για να μεταφράζονται ευκολότερα, γραμμένα συχνά με σεναριακή λογική για να γίνουν ταινίες, τα σκανδιναβικά αστυνομικά ήταν από τα πρώτα μυθιστορήματα που ανέδειξαν, από τα τέλη του ’60 ήδη, τα αδύνατα σημεία της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους που είχε δημιουργήσει. Με αυτή την έννοια, το σκανδιναβικό αστυνομικό έκανε μια ένεση ζωής στην αστυνομική λογοτεχνία.
Τώρα υπάρχει μια τάση να γράφονται βιβλία που διαδραματίζονται σε «περίεργες» χώρες, μακρινές, ίσως με ένα στοιχείο εξωτισμού: Αυστραλία, Αφρική κ.λπ. Κάποια από αυτά τα βιβλία μάλιστα είναι εξαιρετικά.
Γενικά πιστεύω ότι το αστυνομικό εκτός από whodunit (σ.σ. έτσι ονομάζεται η κλασική αστυνομική λογοτεχνία, «Ποιος το έκανε»), πρέπει να εξηγεί, να απαντάει σε κάποια «γιατί», να είναι whydunit (σ.σ. αστυνομικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, «Γιατί το έκανε»): γι’ αυτό δεν μου αρέσουν τα βιβλία με τους σίριαλ-κίλερ όπου δεν εξηγείται γιατί ο δολοφόνος γίνεται σίριαλ-κίλερ.
Επίσης πιστεύω ότι το αστυνομικό πρέπει να έχει κάποια ηθική. Γι’ αυτό απεχθάνομαι, π.χ., τα βιβλία που περιγράφουν την κακοποίηση και τους βιασμούς παιδιών.
Γενικά είμαι της άποψης πως το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το ιδανικό μέσο για να αποτυπώσει μια κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Το hardboiled (σ.σ.: το «σκληρό» αστυνομικό μυθιστόρημα), για παράδειγμα περιέγραψε, τη διαπλοκή εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος που προκάλεσε η κρίση του ’29, μέσα στην οποία ο μέσος άνθρωπος αδυνατούσε να βρει το δίκιο του, έπρεπε να πολεμήσει πολύ γι’ αυτό. Στη νότια Ευρώπη, στην Ιταλία, στη Γαλλία με το νεοπολάρ, στη Λατινική Αμερική γράφεται μια αστυνομική λογοτεχνία με πολύ έντονο κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο.