Με το ενδιαφέρον κυρίως στις εκλογές, όποτε αυτές γίνουν, συνεχίζεται η συζήτηση για τη «μεσαία τάξη». Αυτή τη φορά λιγότερο στη Δεξιά και το Κέντρο όπου όλοι ομονοούν περί της ανάγκης στήριξής της, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να την ταυτοποιήσουν από κοινωνιολογική άποψη, και περισσότερο στην Αριστερά και κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπου οι διαφορές είναι τόσο εννοιολογικές, όσο και πολιτικές, δεδομένου ότι συνδέονται με την επιθυμία κάποιων ηγετικών στελεχών του για μια κεντρώα στροφή του κόμματός τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχουν γραφτεί στην «Εποχή» διάφορα κείμενα, όπως του Χριστόφορου Παπαδόπουλου και του Κώστα Καλλωνιάτη στις 15 Μαΐου 2021, του Δημήτρη Γιατζόγλου στις 6 Ιουνίου 2021 και του Δημήτρη Παπανικολόπουλου στις 13 Ιουνίου 2021. Σ’ αυτές τις παρεμβάσεις έρχεται να προστεθεί το κείμενο του Θόδωρου Παρασκευόπουλου που φιλοξενούμε σήμερα στις Ιδέες, στο οποίο εκφράζεται μεταξύ άλλων και η διαφωνία του συγγραφέα με άρθρο του Χρήστου Λάσκου για το ίδιο θέμα που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» της 25ης Μαϊου 2021 (www.efsyn.gr/stiles/apopseis/295481_i-mesaia-taxi-kai-i-aristera ). Και η συζήτηση/αντιπαράθεση αναμένεται να συνεχιστεί.
Χ.Γο.
«Είναι το απλό που δύσκολα γίνεται»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Έπαινος του κομμουνισμού
Η «μεσαία τάξη» κυριάρχησε στην προπαγάνδα της Νέας Δημοκρατίας από το 2016 έως τις εκλογές, συζητιέται και σήμερα: «ποιανού η πολιτική έβλαψε περισσότερο τη μεσαία τάξη;» Το ζήτημα συζητιέται και στην Αριστερά, άλλοτε με πολιτικά και άλλοτε με μαρξίζοντα κοινωνιολογικά επιχειρήματα. Ο Χρήστος Λάσκος, ας πούμε (ΕφΣυν 25/5/021), συγχέει τον όρο «μεσαία τάξη» με τους μικροϊδιοκτήτες κεφαλαίου και δεν καταλαβαίνει για ποιον λόγο στις ΗΠΑ θεωρούν «μεσαία τάξη» την «εργατική τάξη τής rust belt, της ΒΑ περιοχής των ΗΠΑ». Και συνεχίζει γράφοντας ότι η «η μαρξική ταξική προσέγγιση είναι πολύ πλουσιότερη και απείρως χρησιμότερη για να κατευθύνει την αριστερή πολιτική παρέμβαση».
Η έννοια της «μεσαίας τάξης» δεν έχει όμως καμία σχέση με τη «μαρξική ταξική προσέγγιση» που αναπτύχθηκε μετά τον Μαρξ από μαρξιστές κοινωνιολόγους. Η ανάπτυξη χρειαζόταν, επειδή η έννοια του προλετάριου εργάτη στον Μαρξ, συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο είναι αφηρημένη, όπως και του καπιταλιστή άλλωστε. Ο Μαρξ υπήρξε δεξιοτέχνης στην κατασκευή αφηρημένων θεωρητικών υποδειγμάτων. Η ανάπτυξη αυτής της τεχνικής, που την παρέλαβε από τους κλασικούς της Πολιτικής Οικονομίας και την ανέπτυξε στο έπακρο, είναι από τις σημαντικότερες συμβολές του στην οικονομική επιστήμη. Η αφηρημένη, λοιπόν, έννοια του προλετάριου χρησιμεύει προκειμένου να δείξει ο Μαρξ τον ειδικό καπιταλιστικό τρόπο της εκμετάλλευσης (που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από άλλες εκμεταλλευτικές κοινωνίες) και τη συγκάλυψη της εκμετάλλευσης διαμέσου της μισθιακής σχέσης. Με το υπόδειγμα των δύο κοινωνικών τάξεων δείχνει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά δεν μας λέει τίποτα για την ίδια την εργατική τάξη, τη δομή και τη διάρθρωσή της –ούτε αυτό ήταν άλλωστε στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αντικείμενο της έρευνάς του. Οι ανακαλύψεις του για την εκμετάλλευση είναι, ακόμα σήμερα, η θεωρητική βάση της συνδικαλιστικής και της πολιτικής ενοποίησης των μισθωτών εργαζομένων.
Ο Μαρξ δεν πρόλαβε να ερευνήσει την ταξική σύνθεση των καπιταλιστικών κοινωνιών, παρόλο που την είχε εντάξει στο ερευνητικό του πρόγραμμα. Το έργο του Ένγκελς Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845) και το πρόδρομο Η άθλια κατάσταση των εργαζόμενων τάξεων στην Γαλλία και την Αγγλία (La misère des classes laborieuses en France et en Angleterre 1841) του σαινσιμονιστή Ευγένιου Μπυρέ (Antoine-Eugène Buret) είναι πολύ διεισδυτικότερα και θεωρούνται ακόμα σήμερα πρότυπα κοινωνιολογικής μελέτης της ανισότητας. Κι αυτά, ωστόσο, δεν δείχνουν επαρκώς τις διαφοροποιήσεις και τις ενδοταξικές αντιθέσεις –και φυσικά, είναι μεν πρότυπα, αλλά δεν μας λένε πολλά πράγματα για τη σημερινή κατάσταση των εργαζόμενων (μισθωτών) τάξεων, και ακόμα λιγότερα για την ταξική διάρθρωση της συνολικής κοινωνίας. Έκτοτε, έχουν υπάρξει πολλές σχετικές μελέτες μαρξιστών επιστημόνων, οι οποίες όμως έχουν αξιοποιηθεί ελάχιστα από τα κόμματα της Αριστεράς.
Τι είναι η «μεσαία τάξη»;
Η «μεσαία τάξη» (Middle Class) είναι μια έννοια της κοινωνιολογίας, της οικονομικής και της πολιτικής θεωρίας των ΗΠΑ που κατατάσσει ομάδες του πληθυσμού ανάλογα με το εισόδημα, χωρίς να εξετάζει την πηγή του. Στην Ευρώπη, αυτές οι κατηγορίες αναφέρονται συνήθως ως «μεσαίο στρώμα», στην Ελλάδα ως «μεσαία τάξη». Και βέβαια η έννοια της «μεσαίας τάξης» χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση με τη μαρξιστική έννοια των κοινωνικών τάξεων με σκοπό να εξουδετερώσει τη μαρξική θέση ότι η ταξική πάλη είναι ο κύριος παράγων της κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, η έννοια αυτή, σε σύγκριση με τη μαρξική έννοια της τάξης (τη θέση στην παραγωγή), είναι χρησιμότερη για την εξέταση και την καταγραφή της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας και για τη χάραξη και εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής. Για να υπάρξει μια εικόνα των μεγεθών, μιλάμε για το 50% περίπου του πληθυσμού με μεταβαλλόμενα εισοδηματικά όρια. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το εισοδηματικά μεσαίο κοινωνικό στρώμα περιλαμβάνει το 44% του πληθυσμού με ατομικό «ισοδύναμο» εισόδημα από 5.400 έως 11.200 ευρώ. Στην περίοδο 2010-2015 το κατώτερο όριο ατομικού «ισοδύναμου» εισοδήματος της «μεσαίας τάξης» έπεσε από 8.000 σε 4.900 ευρώ, ενώ στην τετραετία 2015-2018 υπήρξε μικρή σταδιακή άνοδος.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της «μεσαίας τάξης» είναι μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα και στην Ευρώπη αυτοί (οι μισθωτοί με σχετικά σταθερή δουλειά και σχετικά σταθερό εισόδημα) αποτέλεσαν ανέκαθεν την εκλογική βάση της Αριστεράς (Γαλλία, Ιταλία) και της Σοσιαλδημοκρατίας (Γερμανία, Αυστρία, Σκανδιναβία, Ισπανία, Κάτω Χώρες). Η ρήξη επήλθε όταν η Σοσιαλδημοκρατία προσχώρησε στην ΤΙΝΑ (Τhere Ιs No Alternative/Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση) του νεοφιλελευθερισμού και διασώθηκαν μόνο κόμματα που έκαναν εγκαίρως την αναγκαία στροφή με αλλαγή ηγεσίας και πολιτικής (Ισπανία, Πορτογαλία). Η Αριστερά, με τη σειρά της, μοιάζει αρκετά αμήχανη μπρος στις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των εργαζόμενων τάξεων, οι οποίες (σύμφωνα με σχετικές μελέτες) δείχνουν να θεωρούν ότι ο πολιτικός χώρος στον οποίο άλλοτε προσβλέπανε ενδιαφέρεται πια λιγότερο να τις εκπροσωπήσει. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι τα κόμματα της Αριστεράς δεν έχουν καταφέρει να «εκσυγχρονίσουν» τον απώτερο προγραμματικό τους σκοπό, την ανατροπή του καπιταλισμού, και να τον συνδέσουν με τα τρέχοντα άμεσα προβλήματα των μισθωτών εργαζομένων και τις τρέχουσες αλλαγές στο καπιταλιστικό σύστημα.
Ακόμα, φαίνεται να υπάρχει αυξανόμενη δυσφορία για την ενασχόληση της Αριστεράς με τα λεγόμενα νέα κοινωνικά ζητήματα (φύλο, σεξουαλικότητα, περιβάλλον). Η δυσφορία αυτή δεν οφείλεται σε αντικειμενικά μικρή σπουδαιότητα αυτών των ζητημάτων, αλλά στην αδυναμία της Αριστεράς να τα συνδυάσει με τα άμεσα προβλήματα και αιτήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών, δηλαδή να έχει και σε αυτά τα ζητήματα ταξική σκοπιά. Ένα αποτέλεσμα είναι οι επιτυχίες της Ακροδεξιάς και του φασισμού –σε αυτά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα μάλιστα περισσότερο από όσο στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού.
Η πολιτική σημασία της έννοιας της «μεσαίας τάξης» είναι ότι σε αυτήν ενοποιούνται μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, μικροεπιχειρηματίες, μικροί και μεσαίοι αγρότες δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος αυτού που αποκαλούμε «λαϊκές τάξεις» που τα αστικά κόμματα επιδιώκουν να διαιρέσουν, συχνά επιτυχώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση των αυτοαπασχολούμενων με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα στον ασφαλιστικό «νόμο Κατρούγκαλου»: ενώ προφανώς ωφελούνταν από τις διατάξεις του, αντέδρασαν πιθανότατα επειδή, παρά όσα υπέστησαν στην κρίση, δεν είχε εκλείψει η ελπίδα ότι θα ανέλθουν. Σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση κοινωνικής συμμαχίας των λαϊκών τάξεων, δηλαδή των κατώτερων και των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων παίζει η κοινωνική πολιτική της Αριστεράς: μια συμπεριληπτική κοινωνική πολιτική που στηρίζει, σχεδόν ανεξάρτητα από το εισόδημα, όποιον άνθρωπο βρίσκεται σε δύσκολη καμπή της ζωής (από ευχάριστη ή δυσάρεστη αιτία) και αμβλύνει τις ανισότητες που παράγει ο καπιταλισμός. Μπορεί να επιδράσει ενοποιητικά είτε ως αίτημα είτε ως εφαρμοσμένη πολιτική. Αυτήν την πολιτική άσκησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όμως οποιαδήποτε πολιτική, για να επενεργήσει πολιτικά χρειάζεται τη δράση του κόμματος που δεν υπήρξε.
Τα μικροαστικά στρώματα;
Ποτέ μου δεν συμφιλιώθηκα με την έννοια των «νέων μικροαστικών στρωμάτων». Έχω την εντύπωση ότι εδώ κρύβεται μια αγωνία επιστημονικής ταξινόμησης, αλλά, εν μέρει, και η πολύ συνηθισμένη παρανόηση της διάκρισης του Μαρξ μεταξύ «παραγωγικής» και «μη παραγωγικής» εργασίας. Πολλοί μαρξιστές δεν κατάλαβαν ότι πρόκειται για μια ιδεολογική διάκριση και ότι με αυτήν ο Μαρξ ασκεί κριτική στην αστική ιδεολογία: τι κοινωνία είναι αυτή που θεωρεί τη διδασκαλία σε δημόσιο σχολείο «μη παραγωγική» επειδή δεν υπάγεται στο κεφάλαιο, δεν παράγει υπεραξία και δεν αποφέρει καπιταλιστικό κέρδος; Ακόμα, η διόγκωση της διοικητικής εργασίας στο Δημόσιο αλλά και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι, από τη σκοπιά του καπιταλιστή, «μη παραγωγική», ωστόσο, όσο αυτή διογκώνεται τόσο οι φορείς της υποβιβάζονται εισοδηματικά και κοινωνικά και προλεταριοποιούνται.
Αντίθετα, τα κοινωνικά στρώματα των «ελευθέριων επαγγελμάτων», των μικροϊδιοκτητών κεφαλαίου, των αστικών και αγροτικών μικροεπιχειρηματιών –τα «παραδοσιακά» μικροαστικά στρώματα– είναι πολύ σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες για την επιστημονική ταξική ανάλυση και για τη χάραξη αριστερής αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Αυτά ακριβώς τα στρώματα εννοούσε ο Μαρξ όταν στις Σημειώσεις στο περιθώριο για το Πρόγραμμα του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Κριτική του προγράμματος της Γκότα) επέκρινε τον εργατισμό του Λασάλ και των οπαδών του: «Μήπως στις τελευταίες εκλογές είπαν [εννοεί το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα σ.σ] στους ελεύθερους τεχνίτες, τους μικροβιομήχανους κλπ και στους αγρότες: απέναντί μας εσείς αποτελείτε μαζί με τους αστούς και τους φεουδάρχες μονάχα μια αντιδραστική μάζα;» Αν αφαιρέσει κανείς τους φεουδάρχες, που δεν υπάρχουν πια, η φράση του Μαρξ διαβάζεται σαν να γράφτηκε σήμερα.
Για τη θέση αυτών των μικροαστικών στρωμάτων στην παραγωγή, την ιδεολογία που αναπτύσσουν, την πολιτική τους κινητικότητα έχουν γίνει πάμπολλες μελέτες, έχουν γραφτεί πολλά –άλλοτε σοφά, άλλοτε μέτρια και άλλοτε χαζά. Δεν χρειάζεται λοιπόν να επεκταθώ. Εδώ ενδιαφέρει η σημασία τους για τις προγραμματικές επιδιώξεις και για την πολιτική της Αριστεράς. Σήμερα πια ξέρουμε ότι η απαλλοτρίωση της μικρής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η υπαγωγή μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και ανεξάρτητων παραγωγών σε έναν αυστηρό κρατικό σχεδιασμό είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ακόμα περισσότερο: μικρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ιδίως στη μεταποίηση και στις νέες τεχνολογίες, είναι ευέλικτες και ικανές να αναπτύσσουν καινοτομία (τεχνολογική, περιβαλλοντική, οργανωτική) –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κάνουν κιόλας: εδώ χρειάζεται η κρατική πολιτική που δίνει κίνητρα, παρέχει επιστημονική έρευνα, χρηματοδοτικά και φορολογικά εργαλεία, διαμορφώνει στόχους, έχει η ίδια στόχους και ευέλικτο προγραμματισμό.
Θα μου πεις: αυτό μπορεί να γίνει με συνεταιριστικές επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας. Μπορεί εν μέρει, αλλά όσο και αν επικρίνουμε, και δικαίως, οι μαρξιστές την αρχή του καπιταλιστικού κέρδους ως βασική αρχή της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής και ανάπτυξης, όσο και αν, πάλι δικαίως, επιδιώκουμε την αντικατάστασή της με την επέκταση της αρχής της αλληλεγγύης, η υποτίμηση της σημασίας του κέρδους και της ιδιοποίησής του για μια μεγάλη χρονική περίοδο, άγνωστης διάρκειας και η απόλυτη απόρριψή του ως στοιχείου αναγκαίου για τη διευρυμένη αναπαραγωγή μπορεί να αποβεί καταστροφική. Αυτό είναι ένα από τα διδάγματα της εξέλιξης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι μεταρρυθμιστές της Πράγας, διαπιστώνοντας ακριβώς αυτή την αντίφαση, μαζί με τη σημασία της αγοράς, θεωρούσαν ότι η λύση είναι η ανάπτυξη της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής παντού, ώστε η δημοκρατία και η συμμετοχή να αντισταθμίζουν την τάση της μικρής και μεσαίας επιχείρησης και της αγοράς να παράγουν και να αναπαράγουν καπιταλισμό ως κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Πρόκειται, λοιπόν, για κάτι πολύ ευρύτερο από τις θέσεις που αναπτύσσονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα και τον ρόλο τους ως συγκυριακού συμμάχου της εργατικής τάξης: δεν είναι απλώς «ενδιάμεσα» στρώματα, κατάλοιπα παλαιότερων εποχών που επιδιώκουν τη διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης, καταδικασμένα να εξαφανιστούν.
Αυτά, όμως, σημαίνουν ότι σήμερα κιόλας αυτά τα κοινωνικά στρώματα χρειάζεται να ενταχθούν στρατηγικά στο πρόγραμμα της Αριστεράς. Φυσικά, εκεί χρειάζεται κάτι να δώσεις και να πείσεις. Ένα καλό παράδειγμα είναι το τραπεζικό σύστημα. Η πεποίθηση ότι οι ιδιωτικές τράπεζες είναι επιβλαβή ιδρύματα για τους πολίτες γενικά (εκτός από τους τραπεζίτες), για την οικονομία, για τα δημόσια οικονομικά, για την υγεία, τη στέγαση κλπ. είναι πια γενικευμένη. Όλα τα κόμματα της Αριστεράς παντού στον κόσμο θεωρούν ότι οι τράπεζες πρέπει, όλες ή οι περισσότερες, να είναι δημόσιες. Για να κάνουν τι, όμως; Η αρνητική γνώμη για τις ιδιωτικές τράπεζες δεν φτάνει, χρειάζεται το θετικό πρόγραμμα για έναν εκτεταμένο δημόσιο και έναν συνεταιριστικό τραπεζικό τομέα, τη λειτουργία και τον ρόλο του – κι αυτός είναι προπάντων προς όφελος της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών.
Το κεντρικό ερώτημα είναι: πώς μπορεί η Αριστερά να συγκεράσει τη δική της ταξική οπτική με το κερδοσκοπικό συμφέρον των μικροκαπιταλιστών, χωρίς να αποκοπεί από τη δική της κοινωνική τάξη και τον δικό της πολιτικό προγραμματικό σκοπό για τη μορφή της δημοκρατίας; Πώς μπορεί να πείσει ότι, ας πούμε, η καινοτομία συμφέρει περισσότερο από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, τη μείωση των μισθών και την ακύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων; Το «να πείσει» δεν αφορά, φυσικά, την προσωπική στάση κάθε μικροεπιχειρηματία, αλλά τη συνολική στάση απέναντι στη δημόσια πολιτική, τις αντιστάσεις που θα υπάρξουν κλπ. Αυτό είναι ένα μεγάλο προγραμματικό, προπαγανδιστικό και οργανωτικό στοίχημα είτε η Αριστερά είναι κυβέρνηση είτε είναι αντιπολίτευση.
Και ο «μεσαίος χώρος»
Το ότι οι εκλογικές πλειοψηφίες κερδίζονται στον πολιτικό «μεσαίο χώρο» είναι κοινοτοπία. Παντού, σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν μειοψηφίες σχεδόν αμετακίνητα ενταγμένες ή τοποθετημένες σε κόμματα ή παρατάξεις και μεγάλες πλειοψηφίες που μπορεί να μην είναι ακριβώς ουδέτερες, είναι ωστόσο πολιτικά πιο ευμετάβλητες. Σε περιόδους, μάλιστα, κρίσης του πολιτικού συστήματος αυτός ο χώρος (που δεν συναρτάται οπωσδήποτε με το εισόδημα και την ιδιοκτησία) μεγαλώνει. Στο διάστημα μεταξύ των δύο εκλογών του 2012, σε προεκλογική εκδήλωση σε επαρχιακή πόλη με πλησίασε τοπικός οικονομικός παράγοντας και μου δήλωσε ότι, αν και ανέκαθεν δεξιός (βασιλικός κιόλας), είχε ψηφίσει τον Μάιο ΣΥΡΙΖΑ και θα ξαναψήφιζε τον Ιούνιο. Ο λόγος ήταν, είπε, ότι προσδοκούσε να βγει η Αριστερά, να βάλει τάξη «ώστε μετά να μπορώ να επιστρέψω με ήσυχη συνείδηση στην παράταξή μου». Αυτός ο άνθρωπος ήταν τότε χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του «μεσαίου χώρου» που μετακινούνταν αριστερά από έναν ιδεολογικό χώρο ο οποίος δεν έχει σταθερή πολιτική εκπροσώπηση.
Είναι πολύ πιθανό. η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 να οφείλεται εν μέρει, έστω κατά ένα μικρό μέρος, στην επιτυχία της πολιτικής του: η έξοδος από τα μνημόνια, η δημοσιονομική και οικονομική σταθεροποίηση και η έστω αργή οικονομική άνοδος, ρυθμίσεις στο κράτος και τη διοίκηση, όλα αυτά επέφεραν μια σχετική εξομάλυνση σε μια χώρα συγκλονισμένη από την κρίση και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Έτσι, λοιπόν, πολλοί άνθρωποι επέστρεψαν «στην παράταξή τους» ή τουλάχιστον απαρνήθηκαν μια παράταξη που την είχαν ψηφίσει στην κρίση, αλλά προηγουμένως, σε «ομαλές» εποχές τη θεωρούσαν ακραία. Ακόμα και αν αυτή η παράταξη διαβεβαιώσει ότι έχει ξεκόψει με τον ριζοσπαστισμό, εννοώ με τον αντικαπιταλισμό της, δεν θα γίνει πιστευτή, θα γελοιοποιηθεί μάλλον ως αναξιόπιστη.
Κι όμως, οι μάχες για την πλειοψηφία δίνονται και κερδίζονται στον «μεσαίο χώρο». Μόνο που κάνουν μεγάλο λάθος όσοι και όσες θεωρούν ότι ο «μεσαίος χώρος» είναι ο ίδιος κοινωνική κατηγορία και ότι δεν τον διαπερνούν οι κοινωνικές, δηλαδή οι ταξικές διαιρέσεις και συγκρούσεις. Θέλω να πω ότι η εντύπωση πως οι άνθρωποι που μοιάζουν να αδιαφορούν για την πολιτική, που «θέλουν την ησυχία τους» δεν έχουν συμφέροντα, ανησυχίες, δεν αγωνιούν για το μέλλον τους και για τα παιδιά τους είναι ψευδής. Δεν είναι εύκολο να τους προσελκύσει το ριζοσπαστικό πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα της Αριστεράς, επειδή επιλέγουν αυτό που τους φαίνεται ευκολότερο κι έτσι υποκύπτουν στη γοητεία των υποσχέσεων της Δεξιάς.
Στο επόμενο διάστημα η Αριστερά θα πρέπει να πείσει ότι το δικό της πρόγραμμα, από τις άμεσες μεταρρυθμίσεις ως τον σοσιαλισμό, δεν είναι το «ακραίο», αλλά το λογικό που δίνει λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τον «μέσο πολίτη». Αυτό θα διευκολύνεται όσο η δεξιά πολιτική οδηγεί σε αδιέξοδα, μόνο που τίποτα δεν γίνεται αυτόματα.