Η έως τώρα επίμοχθη προσπάθεια από τη ΝΔ να κρατήσει εσωκομματικές ισορροπίες, αντιστοιχίζοντας την πολιτική της κυβέρνησης στο Μακεδονικό, ναυάγησε στην Οχρίδα. Η επιλογή της κυβέρνησης να υποαντιπροσωπευθεί εκεί, ως πολιτική επιλογή, έβλαψε την εξωτερική πολιτική της χώρας, υπονομεύοντας τα βήματα που έχουν γίνει στην κατεύθυνση της αποκατάστασης φιλικών σχέσεων με τους γείτονές της, της συμβολής της ώστε τα Δυτικά Βαλκάνια να ενσωματωθούν στην ΕΕ.
Αυτό, εξάλλου, ήταν και το θέμα του FORUM με τίτλο «Δυτικά Βαλκάνια: το κομμάτι που λείπει για την ολοκλήρωση της Ευρώπης». Τη σημασία του επιβεβαίωσαν οι συμμετοχές. Οι εκπροσωπήσεις ήταν σε επίπεδο πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών και ως προς την ΕΕ Επιτρόπων, όπως ο κ. Χαν. Θα παραβρεθούν επίσης δυο υφυπουργοί των ΗΠΑ και προσωπικότητες όπως ο Μάθιου Νίμιτς και η Φ. Μογκερίνι. Από την Ελλάδα, συμμετείχε ο υφυπουργός Εξωτερικών –αρμόδιος για θέματα οικονομικών διεθνών σχέσεων – κ. Κ. Φραγκογιάννης.
Αποκαλύφθηκαν, έτσι, πλευρές της πραγματικής φυσιογνωμίας της ΝΔ που επιμελώς κρατούνταν στο ημίφως. Η κυβέρνηση δεν δυσκολεύεται να φέρει, απλώς, στη Βουλή για επικύρωση τη Συμφωνία των Πρεσπών: εξακολουθεί να έχει πρόβλημα μ’ αυτή, γι’ αυτό και δεν εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που εμφανίζονται να υπερβεί τις δυσκολίες. Το PRESPA FORUM ήταν ευκαιρία. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης όφειλε να παραβρεθεί!
Όμως, δεν τόλμησε, ενδεχομένως δεν το πιστεύει κιόλας. Αυτή η ολιγωρία μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί. Γι’ αυτό ανήγαγε σε μέγα θέμα την αναφορά του Ζ. Ζάεφ στο «Μακεδονία» που το πιο πιθανό –λάθος σοβαρό, βέβαια– ήταν απάντηση και στην καθυστέρηση της ελληνικής πλευράς να επικυρώσει τη Συμφωνία και στην αποφυγή του έλληνα πρωθυπουργού να χρησιμοποιήσει το Βόρεια Μακεδονία. Έδωσε ο ίδιος τροφή στα εθνικιστικά ένστικτα τμήματος του κόμματός του, αλλά και τμήματος της κοινωνίας. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν είναι, όπως η προπαγάνδα τον παρουσιάζει, εκσυγχρονιστής, ούτε πολύ περισσότερο ρεαλιστής πολιτικός, ιδίως στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή σ’ αυτά που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα των εθνικιστικών ιδεολογημάτων που διαπερνούν σε διάφορους βαθμούς την τρέχουσα πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι και ένας άλλος πρωθυπουργός, ο Κ. Σημίτης, σ’ αυτά τα θέματα –εκτός των άλλων– δοκιμάστηκε και δεν άντεξαν ανάλογοι χαρακτηρισμοί όπως «εκσυγχρονιστής» και «ρεαλιστής», όταν δεν βρήκε το σθένος να υποστηρίξει τη συμφωνία των Πρεσπών.
Η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα εκεί ήταν ουσιαστική. Και πολύ καίριας σημασίας οι τοποθετήσεις του, από την άποψη που μόλις εκθέσαμε. «Η συμφωνία επιτεύχθηκε», είπε, «επειδή πάλεψαν γι’ αυτή προοδευτικοί πολιτικοί που πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ κρατών μπορούν και πρέπει να λυθούν στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Οι προοδευτικοί πολιτικοί χτίζουν γέφυρες με τους γείτονές τους (…) ρίχνουν τα τείχη, εν γνώσει τους για το πόσο δύσκολο είναι αυτό. Σε αντιδιαστολή με τους εθνικιστές που χτίζουν όλο και πιο ψηλά τα τείχη, αλλά και με τους πιο πολλούς συντηρητικούς πολιτικούς, που αφήνουν τα τείχη όρθια (…) Φοβούνται πάντα ότι θα πέσει πάνω τους και θα καταστρέψει την καριέρα τους». Μια παράγραφος στην ομιλία του αφορούσε και τον Ζάεφ. «Στις εθνικιστικές και συντηρητικές δυνάμεις που δεν πιστεύουν σε αυτή τη συμφωνία (…) δεν πρέπει να τους κάνουμε τη χάρη, αποφεύγοντας, σε κάποιες περιπτώσεις, την εφαρμογή της συμφωνίας για κάποια πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη».