Γκονσάλο Μ. Ταβάρες «Ημερολόγιο της πανούκλας», μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Τελειώσαμε άραγε με τις καραντίνες και τα λοκντάουν; Και το «τέταρτο κύμα»; (Τι ανόητη αριθμητική…) Κι εκείνοι που δεν θέλουν να κάνουν εμβόλιο; Κι εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν εμβόλιο – τα εκατομμύρια κάτοικοι στις φτωχές χώρες που ίσως εμβολιαστούν αφού όμως πρώτα «καλυφθούν» οι κάτοικοι στις πλούσιες χώρες, βυθισμένοι στην κοντόφθαλμη αυταπάτη ενός κλειστού (και ασφαλούς, υποτίθεται, γι’ αυτούς) κόσμου; Και η επόμενη μετάλλαξη; Και ο επόμενος ιός, σε έναν πλανήτη που η ανθρώπινη εισβολή στη φύση έχει μετατραπεί πια σε μόνιμο κίνδυνο για τον ίδιο τον εισβολέα;
Η πρόσφατη πανδημία δεν είναι προφανώς μόνο ένα καμπανάκι, αλλά είναι κι αυτό. Γι’ αυτό, όσο κι αν υπάρχουν στιγμές που μπορεί να μην αντέχει κανείς να διαβάσει πάλι για την πανδημία, βιβλία όπως αυτό του γνωστού Πορτογάλου συγγραφέα Γκονσάλο Ταβάρες, βιβλία που εκκινούν από την πανδημία και διευρύνουν τον φακό τους σε ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με αυτήν, μπορούν να είναι πάντα κρίσιμα.
Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν το 2020, στη διάρκεια της «πρώτης καραντίνας». Στην Ελλάδα τα κείμενα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο σάιτ της Εφημερίδας των συντακτών, ενώ η χρονική απόσταση, σε αυτή τη νέα, δύσκολη πάλι, συγκυρία, επιτρέπει να τα διαβάσουμε ξανά με άλλο βλέμμα.
Στη διάρκεια αυτών των 90 σκληρών και δύσκολων ημερών, ο συγγραφέας καταγράφει μέσα από τη δική του οπτική την πανδημία από αυτόν τον (αρκετά άγνωστο, ακόμα τότε) ιό: ειδήσεις από όλο τον πλανήτη τις οποίες για διάφορους λόγους εντοπίζει και υπογραμμίζει, εξελίξεις, αγωνίες, σκέψεις, συναισθήματα. Δίπλα όμως στους δρόμους που ερημώνουν, στις πόλεις που κλείνουν, στους ανθρώπους που πεθαίνουν, στους αριθμούς των νεκρών που διαρκώς μεγαλώνουν, αλλά και στους αριθμούς των ανθρώπων που απολύονται με πρόσχημα την πανδημία, ο Ταβάρες ψάχνει πάντα και κάθε ακτίνα από φως που θα μπορούσε να σπάσει λίγο τη γενικευμένη μαυρίλα. Και τέτοιες φωτεινές ακτίνες υπάρχουν παντού, ή τέλος πάντων ο Ταβάρες καταφέρνει να βρίσκει παντού: άλλες σε κάποια γεγονότα, άλλες στη μουσική ή στον κινηματογράφο ή στη λογοτεχνία, άλλες σε μικρές ή μεγάλες πράξεις αλληλεγγύης. Και άλλες προσπαθεί να τις φτιάξει ο καθένας και η καθεμιά, από μόνοι τους, για να πιαστούν από κάπου («πρέπει να στρώσουμε το κρεβάτι, προσποιούμενοι πως βγήκαμε στη διάρκεια της μέρας έξω μακριά»)
Και πάντα, μέσα στις σελίδες αυτού του ημερολόγιου, κυκλοφορούν οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την τραγωδία σε ζώνες αόρατες για «εμάς»: «η Ελληνίδα φίλη μου μού λέει πως πριν από μέρες, στον καταυλισμό προσφύγων στη Ριτσώνα, μια γυναίκα βρέθηκε θετική στο τεστ του κορονοϊού όταν πήγε να γεννήσει σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο. Μόνο τότε κατάλαβαν ότι είχαν μολυνθεί πολλοί στον καταυλισμό»). Ενώ τα πρόστιμα σε άστεγα άτομα είναι ένα παράδειγμα πάλι από την Ελλάδα.
Καθώς τα σύνορα κλείνουν και τα διαβατήρια αχρηστεύονται, ο Ταβάρες θυμάται τον κυνηγημένο Μπένγιαμιν στα σύνορα, να προσπαθεί να ξεφύγει από τους ναζί («μετά λύπης μου σας ενημερώνω, χερ Μπένγιαμιν, […] οι βίζες διέλευσής σας δεν ισχύουν»). Καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνει, μνημονεύει κάποιους που χάθηκαν στην πανδημία, όπως ο Λουίς Σεπούλβεδα. Καθώς όλα γύρω συνταράζονται, ο Ταβάρες βρίσκει ευκαιρία να σχολιάσει πληγές και ελπίδες («οι νομιμότατοι νόμοι είναι δυνάμεις μιας ψευδούς βαρύτητας. Δεν είναι πεπρωμένο, αλλά λεξιλόγιο. Μπορεί ν’ αλλάξουν», λέει, καθώς θυμάται την άρνηση της Νίνα Σιμόν να τραγουδήσει αν δεν έρθουν μπροστά οι χωμένοι στα τελευταία καθίσματα γονείς της, στην κατάμεστη από λευκούς αίθουσα της συναυλίας).
Τα ερωτηματικά είναι μπροστά, οι βεβαιότητες άλλωστε έχουν κλονιστεί. Όπως λέει ο Ταβάρες, «δύο αιώνες έχει ο 21ος αιώνας και το 2020 σηματοδοτεί τη χρονιά του διαχωρισμού τους. Καλώς ή κακώς, θα υπάρχει ένα πριν κι ένα μετά απ’ αυτή την πανδημία».