Μετά τους σχεδιασμούς για συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολικών μονάδων, αλλά και το νομοσχέδιο για το νέο σχολείο, που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, το υπουργείο Παιδείας, πιθανά και για να κατευνάσει τα πνεύματα, ανακοίνωσε την περασμένη βδομάδα 11.700 μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών.

«Οι προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών είναι προφανώς καλοδεχούμενες. Ήρθαν, όμως, με μεγάλη καθυστέρηση –είχαν προϋπολογισθεί και εξασφαλιστεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και δύο χρόνια– με αποτέλεσμα να χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες, όπως και ένα σταθερό μηχανισμό μόνιμων προσλήψεων για τα κενά στην εκπαίδευση. Ο στόχος της κυβέρνησης για υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν εξαρχής σαφής, φτάνοντάς την μάλιστα σε ένα σημείο που να μην μπορεί να λειτουργήσει καν, αναγκαζόμενη τώρα να προχωρήσει σε προσλήψεις. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι φέρνει και ένα νομοσχέδιο που θα υποβαθμίσει περαιτέρω τη δημόσια παιδεία, θεωρώ πως, παρότι είναι θετικό μέτρο οι προσλήψεις, θα χρησιμοποιηθούν για να κρύψει όλες τις άλλες δυσάρεστες πολιτικές που εφαρμόζει», τονίζει στην «Εποχή» η Μερόπη Τζούφη, αναπληρώτρια τομεάρχισσα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ.

Σημειώνεται πως μέσα σ’ αυτή τη δίχρονη καθυστέρηση της κυβέρνησης ΝΔ, τα κενά στα δημόσια σχολεία έχουν γιγαντωθεί σε τέτοιο σημείο, που πέρυσι χρειάστηκαν 55.000 προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Φέτος οι ανάγκες θα είναι ακόμα πιο αυξημένες, αφού αποχώρησαν περίπου 8.000 μόνιμοι εκπαιδευτικοί. Αρκετές αποχωρήσεις – συνταξιοδοτήσεις έχουν σημειωθεί και στα πανεπιστήμια, με την κυβέρνηση, όμως, «να μην έχει προχωρήσει ούτε εκεί, όλο αυτό το διάστημα, σε προσλήψεις, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει νόμο το 1 προς 1 για τις προσλήψεις στο δημόσιο», συμπληρώνει η ίδια.

«Σε καμία περίπτωση οι 11.700 διορισμοί δεν μπορούν να καλύψουν τα τεράστια οργανικά κενά που έχουν δημιουργηθεί μετά από 12 χρόνια συνεχούς αδιοριστίας. Οι μόνιμες προσλήψεις ήταν απαίτηση του εκπαιδευτικού κόσμου και της κοινωνίας, που καθυστέρησαν δραματικά. Αυτό που συνεχίζουμε να απαιτούμε από το υπουργείο είναι του χρόνου, όπως και κάθε χρόνο, να γίνουν και πάλι μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών, ώστε να φτάσουμε τα επόμενα χρόνια την πλήρη κάλυψη των οργανικών κενών στην εκπαίδευση», επισημαίνει και ο Θοδωρής Μαλαγάρης, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ).

 

Τιμωρητική αξιολόγηση

 

Από τον επόμενο χρόνο, όμως, απ’ ό,τι φαίνεται βάσει του νομοσχεδίου (βλ. αναλυτικά ρεπορτάζ του Νίκου Γιαννόπουλου στο προηγούμενο φύλλο), που βρίσκεται εν μέσω καλοκαιριού με κλειστά τα σχολεία σε διαβούλευση, είναι πιθανό να αρχίσουν οι απολύσεις εκπαιδευτικών μέσω της νέας διαδικασίας αξιολόγησης (σημειώνεται πως αυτή τη στιγμή υφίσταται διαδικασία αυτο-αξιολόγησης των σχολικών μονάδων).

«Η αξιολόγηση που προβλέπεται, θα είναι μια τεράστια γραφειοκρατική διαδικασία από μονοπρόσωπα όργανα, με τους συμβούλους που θα αξιολογούν τη διδακτική επάρκεια, να μην έχουν καμία ειδίκευση πάνω στην διδακτική και τους διευθυντές που θα αξιολογούν το παιδαγωγικό κλίμα στο σχολείο και στην τάξη, να μην έχουν καμία ειδίκευση στην παιδαγωγική, με αποτέλεσμα την “αξιολόγηση” κατά το δοκούν. Ταυτόχρονα, είναι μύθος ότι θα είναι περιγραφική, αφού απαιτεί την ποσοτικοποίηση ποιοτικών μεταβλητών. Η αξιολόγηση που προωθείται, είναι τιμωρητική γιατί το επίπεδο “μη ικανοποιητικός” σημαίνει για τους δόκιμους μη μονιμοποίησή τους, για τους μόνιμους εκπαιδευτικούς αποκλεισμό από θέσεις ευθύνης για 4 χρόνια και για τα στελέχη εκπαίδευσης άμεση παύση και αποκλεισμό για τα επόμενα 4 χρόνια», εξηγεί ο Θοδωρής Μαλαγάρης.

Στον αντίποδα, η ΟΛΜΕ για την εξασφάλιση της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης έχει προτείνει εδώ και καιρό «την εισαγωγική, περιοδική και υποχρεωτική επιμόρφωση κάθε χρόνο στις σύγχρονες διδακτικές μεθόδους, στις παιδαγωγικές εξελίξεις και στο επιστημονικό αντικείμενο του εκάστοτε διδάσκοντα. Αν γινόντουσαν δεκτές αυτές οι προτάσεις, δεν θα χρειαζόταν καμία επιπρόσθετη αξιολόγηση, γιατί θα είχαμε άμεση βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και των ίδιων των εκπαιδευτικών», τονίζει ο ίδιος.

«Το νομοσχέδιο μιλάει για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και αυτονομία της σχολικής μονάδας, μέσα από τον νεοφιλελεύθερο παραμορφωτικό φακό της ΝΔ. Δεν είναι νέες και ωραίες ιδέες, όπως παρουσιάζονται, αλλά πρόκειται για αναμάσημα νεοφιλελεύθερων συνταγών από το ’80, που όπου εφαρμόστηκαν, η κατάληξη ήταν ο ανταγωνισμός, ο φόβος και η ανασφάλεια, υπονομεύοντας την αλληλεγγύη και τη συνεργατικότητα στις σχολικές μονάδες. Η επαναφορά του επιθεωρητή, οι υπερεξουσίες του διευθυντή και η εξαφάνιση του δημοκρατικού θεσμού των συλλόγων διδασκόντων, που είχε ενδυναμώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, η κατηγοριοποίηση των σχολείων και η αναζήτηση πόρων πέραν της κρατικής χρηματοδότησης, εγκλωβίζουν τα σχολεία σε ένα καθεστώς διαφορετικών ταχυτήτων και εξάρτησης από την αγορά και τους χορηγούς, παγιώνοντας ανισότητες στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα», επισημαίνει η Μερόπη Τζούφη για το νομοσχέδιο που κάθε μέρα έρχονται στο φως και νέα αγκάθια.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε την άμισθη απασχόληση των εκπαιδευτικών ώρες εκτός λειτουργίας των σχολείων, βάσει των οποίων θα λαμβάνουν μόρια για την αξιολόγησή τους, εξαναγκάζοντάς τους σε αυτή, όπως και την κατανομή των μαθητών ανά τμήμα όχι βάσει αλφαβητικής σειράς, αλλά βάσει μαθησιακών «αναγκών» και «προόδου», καλλιεργώντας μαθητές δύο ταχυτήτων και διακρίσεις στη βάση της δημόσιας εκπαίδευσης.

 

Έλεγχος και αυταρχισμός

 

Πρόγευση, άλλωστε, για το τι θα σημαίνει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων με αυτόν τον τρόπο, έχουμε λάβει ήδη από τις αλλαγές στις αντίστοιχες διαδικασίες, που είχε φέρει το υπουργείο Παιδείας στα πανεπιστήμια.

«Πριν δύο περίπου χρόνια, το υπουργείο Παιδείας αντικατέστησε το όργανο της ΑΔΙΠ για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), αλλάζοντας πλήρως το προσωπικό, με τη νέα διοίκηση να φέρει καθαρά το στίγμα της κυβέρνησης της ΝΔ. Αυτό που συμβαίνει πια δεν είναι η αξιολόγηση, αλλά η πιστοποίηση των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Δεν ασχολείται, δηλαδή, με το αποτέλεσμα των προγραμμάτων σπουδών, αλλά παρεμβαίνει στις διαδικασίες των σχολών και των τμημάτων. Στην ίδια κατεύθυνση βλέπουμε να κινείται και η αξιολόγηση που προωθείται για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς. Στον έλεγχο, δηλαδή, και την αστυνόμευση, αντί στην ανταλλαγή απόψεων και το δημοκρατικό διάλογο με τους φορείς της δημόσιας παιδείας», τονίζουν πανεπιστημιακές πηγές στην «Εποχή».

Αυτή την περίοδο διενεργούνται οι διαδικασίες πιστοποίησης των προπτυχιακών σπουδών, φανερώνοντας τα λειτουργικά και ουσιαστικά προβλήματα του νέου πλαισίου. «Καθώς η διαδικασία χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ και υπάρχει οικονομική στενότητα, η αμοιβή για τους καθηγητές ξένων πανεπιστημίων που μετέχουν στο μητρώο εμπειρογνωμόνων της ΕΘΑΑΕ είναι πολύ χαμηλή, με αποτέλεσμα να μην προσελκύει πολλούς και καταξιωμένους καθηγητές. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως υπάρχει έλλειψη εμπειρογνωμόνων για πολλά γνωστικά πεδία και η διαδικασία πιστοποίησης δεν διενεργείται από ανθρώπους με γνώσεις πάνω στο αντικείμενο του εκάστοτε τμήματος και σχολής.

Ταυτόχρονα, οι εμπειρογνώμονες από ξένα πανεπιστήμια έχουν άγνοια του νομοθετικού πλαισίου των ελληνικών πανεπιστημίων, ζητώντας κάποιες φορές την εφαρμογή μέτρων που απαγορεύονται. Έχουν, επίσης, την νοοτροπία ότι πρέπει όλα τα προγράμματα και τα μαθήματα να είναι αγγλόφωνα, μόνο που το 90% των φοιτητών προέρχεται από ελληνικά σχολεία και αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα σήμαινε κοινωνικό αποκλεισμό (δεν μιλάμε βέβαια για τα μαθήματα που παρακολουθούνται από φοιτητές του προγράμματος Erasmus, όπου εκεί προσφέρονται και στα αγγλικά).

Φαίνεται δε πως η πιστοποίηση έχει μια σαφή πολιτικο-ιδεολογική κατεύθυνση, που καταπατά την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεοντολογία. Είχε υπάρξει, για παράδειγμα, ένσταση σε τμήμα για ποιο λόγο διδάσκεται η μαρξιστική θεωρία και όχι οι θεωρίες της αγοράς.

Παράλληλα, υπάρχει αμφισβήτηση των κοινωνικών επιστημών, καθώς επικρατεί η λογική της σύνδεσης με την αγορά και μιας δυσανεξίας προς τη διαμόρφωση της κριτικής ικανότητας. Στη λογική της πιστοποίησης πρέπει να είναι όλα ποσοτικοποιημένα και τυποποιημένα, δεν χωρούν πολλές αναλύσεις και ερμηνείες των κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Υπάρχει μια μονομέρεια στην προσέγγισή τους, που είναι τεχνοκρατική και τυποποιημένη.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αρκετοί εμπειρογνώμονες είναι προκατειλημμένοι ενάντια στα ελληνικά πανεπιστήμια, τα απαξιώνουν και έχουν τη στάση αποικιοκρατών απέναντι σε ιθαγενείς, προσβάλλοντας καθηγητές, φοιτητές και απόφοιτους που συμμετέχουν στη διαδικασία», περιγράφεται στην «Εποχή».

 

Στόχος το ανειδίκευτο, φθηνό εργατικό δυναμικό

 

Εχθές, Παρασκευή, ανακοινώθηκαν οι βάσεις για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Δεδομένου του νέου συστήματος υπολογίζεται να μείνουν εκτός 20 με 30.000 παιδιά. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, άλλωστε, το είπε καθαρά στην εκδήλωση για το νομοσχέδιο για το νέο σχολείο, «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο πανεπιστήμιο», εξασφαλίζοντας έτσι με έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια: και διοχέτευση όσων έχουν χρήματα στα ιδιωτικά κολλέγια και δημιουργία ενός φτηνού, ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού από όλους τους υπόλοιπους.

«Η άποψη του πρωθυπουργού υλοποιείται με διάφορους κόφτες. Με το νέο σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων, τη μείωση των θέσεων στα κεντρικά πανεπιστήμια και την αύξηση στα περιφερειακά, όπου και να εισαχθούν κάποιοι, δεν θα μπορούν να πάνε για οικονομικούς λόγους, με κατάργηση των διετών τμημάτων στα πανεπιστήμια για τους μαθητές των ΕΠΑΛ, με την τράπεζα θεμάτων, με την υποβάθμιση των σχολών των ΟΑΕΔ από το επίπεδο 4, ώστε μετά να μην μπορούν να συνεχίσουν οι απόφοιτοι σε κάποιο δημόσιο ΙΕΚ και με την εγκατάλειψη των ΙΕΚ χωρίς καμία στήριξη σε υποδομές και προσωπικό. Το επιχείρημα που προβάλλουν, όμως, όσοι έχουν αυτή την άποψη, ότι οι πτυχιούχοι δεν απορροφούνται από την αγορά εργασίας, δεν ευσταθεί. Βάσει μελέτης του ΟΟΣΑ, όσο υψηλότερα προσόντα έχει κάποιος, τόσες περισσότερες πιθανότητες και για πρόσληψη. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στην τριτοβάθμια παιδεία, αλλά αντίστροφα στην αγορά εργασίας και την ελληνική επιχειρηματικότητα. Εκεί χρειάζεται η αναδιάρθρωση, ώστε να σταματήσει και το brain drain των νεών στο εξωτερικό, όπου βρίσκουν με τα πτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων πολύ καλές θέσεις εργασίας», καταλήγει η Μερόπη Τζούφη.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet