Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η συζήτηση για το συνταξιοδοτικό σύστημα, με αφορμή την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση της επικουρικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης, ανέδειξε σχεδόν όλες τις πλευρές ενός ζητήματος που απασχολεί την ελληνική –αλλά και την ευρωπαϊκή– δημοσιότητα εδώ και δεκαετίες. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι στις ευρωπαϊκές συνθήκες το χρέος που δημιουργείται με τη μετάβαση από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα είχε εξαιρεθεί από τον κανόνα του ελλείμματος και του χρέους (3% και 60% αντίστοιχα). Βέβαια, αυτή η εξαίρεση δεν εξαλείφει το χρέος ούτε την ανάγκη να αποπληρωθεί ούτε τον συνυπολογισμό του στις αξιολογήσεις των σχετικών εταιρειών. Ωστόσο, η πίεση που υπήρχε τότε από μεριάς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν υπάρχει σήμερα και ο λόγος είναι ότι αυτά τα συστήματα έχουν αποτύχει: είναι ακριβά και αναποτελεσματικά τόσο για τις ίδιες τις συντάξεις όσο και για την οικονομία. Επιπλέον, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η κατάρρευση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων, η κρίση χρέους και η διόγκωση των δημόσιων δαπανών οδήγησαν σε κάμψη των πιέσεων για ιδιωτικό κεφαλαιοποιητικό πυλώνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα έπαψαν να υποστηρίζουν αυτά τα εγχειρήματα. Μάλιστα, το 2010 όταν η κυβέρνηση της Ουγγαρίας κατάργησε το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και απαλλοτρίωσε το αποθεματικό του, το ΔΝΤ την υποστήριξε.
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι κλοπή
Ανακεφαλαιώνοντας τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα για το κεφαλαιοποιητικό σύστημα:
Οι υποστηρικτές του κεφαλαιοποιητικού υποστηρίζουν ότι αυτό αντιμετωπίζει τον κίνδυνο από τη δημογραφική εξέλιξη, δηλαδή την επιδείνωση της σχέσης μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων, χωρίς ωστόσο να εξηγούν πώς: βλέπεις, είτε αναδιανεμητικά είτε κεφαλαιοποιητικά οι πόροι για τις συντάξεις παράγονται από τους ίδιους εργαζόμενους× η ιδέα ότι το χρήμα παράγει χρήμα είναι φενάκη. Υποστηρίζουν επίσης ότι, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι πόροι που προέρχονται από τις εισφορές διοχετεύονται στην οικονομία και παράγουν μεγέθυνση. Μόνο που αυτοί οι πόροι διοχετεύονται στις διεθνείς χρηματαγορές και δεν υπάρχει κανένας τρόπος οι τοποθετήσεις που θα γίνουν να περιορίζονται στην ελληνική οικονομία: το απαγορεύουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες και, εκτός αυτού, έτσι η απόδοση των τοποθετήσεων θα περιοριζόταν εξαιρετικά. Άλλωστε, οι ασφαλιστικές εταιρείες που θα αναλάβουν τη διαχείριση των εισφορών δεν κάνουν άμεσες επενδύσεις× τοποθετούν τα χρήματα που εισπράττουν σε φαντς και ό,τι γίνει. Ακόμα, λένε, οι ασφαλισμένοι να μπορούν να διαχειρίζονται οι ίδιοι τις εισφορές τους. Πόσοι όμως από τους μισθωτούς διαθέτουν την απαραίτητη γνώση της χρηματαγοράς, ώστε να κρίνουν ποια τοποθέτηση είναι συμφερότερη; Δεν είναι σαφές τι θα συμβεί εάν η επιλογή του ασφαλισμένου αποδειχτεί ατυχής και, ακόμα περισσότερο εάν συμβάντα όπως η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση οδηγήσουν σε κατάρρευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ισχυρισμός ότι το κράτος θα εγγυάται το κεφάλαιο που έχει καταβληθεί είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, καθώς σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι πιθανό να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού κεφαλαίου και η τήρηση της κρατικής εγγύησης να είναι αδύνατη. Τη μεγαλύτερη αμηχανία στους υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης προκαλεί το κόστος της μετάβασης που θα κληθεί να πληρώσει είτε ο κρατικός προϋπολογισμός είτε το αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα με δυσμενείς επιπτώσεις στο δημόσιο χρέος ή στην ικανότητα καταβολής συντάξεων.
Πώς θα καταπολεμηθεί η φτώχεια στα γηρατειά;
Μία πλευρά του ζητήματος δεν έχει συζητηθεί, συγκεκριμένα η αναπλήρωση, δηλαδή το ποσοστό του εργασιακού εισοδήματος που θα αναπληρώνει η συνολική σύνταξη (κύρια και επικουρική). Αυτό είναι όμως το πιο κρίσιμο ερώτημα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου τα ταμεία επικουρικής σύνταξης δημιουργήθηκαν κάποτε επειδή οι κύριες συντάξεις ήταν πολύ χαμηλές, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν την επικουρική σύνταξη, ας πούμε στην Σουηδία ή στην Γερμανία, η επικούρηση επινοήθηκε προκειμένου να μειωθεί η κύρια σύνταξη, αλλά και να δημιουργηθεί ένας κεφαλαιοποιητικός ή και αμιγώς ιδιωτικός πυλώνας προκειμένου ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαγνεύονται βλέποντας τα δισεκατομμύρια των εισφορών που εισπράττουν τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα. Η μείωση της κύριας σύνταξης σε αυτά τα κράτη ήταν τόσο δραστική που, και με την επικούρηση, η αναπλήρωση είναι πολύ χαμηλή και δεν αντιμετωπίζει τη φτώχεια στα γεράματα. Εκείνο, λοιπόν, που χρειάζεται είναι να μελετηθεί ποιος στόχος αναπλήρωσης πρέπει να τεθεί ώστε, μετά τον εργασιακό βίο, να εξασφαλίζεται ένα επίπεδο διαβίωσης συγκρίσιμο με το προηγούμενο, πώς πρέπει να αναμορφωθεί το ασφαλιστικό σύστημα με αυτή την προδιαγραφή, πόσο κοστίζει αυτό και πού θα βρεθούν οι πόροι.
Ενιαία σύνταξη και αυτοδιοίκηση του ΕΦΚΑ
Από τα προηγούμενα γίνεται εμφανές ότι τα επικουρικά ταμεία και οι επικουρικές συντάξεις δεν είναι αναγκαία στοιχεία του συνταξιοδοτικού συστήματος. Μάλλον βλάπτουν επειδή δικαιολογούν το χαμηλό επίπεδο της κύριας σύνταξης και επειδή, με τη σημερινή εξέλιξη, εισάγουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα ιδιωτικοοικονομικούς κανόνες. Ορθότερα: παραδίδουν ένα μέρος των εισφορών στις επικίνδυνες κερδοσκοπικές επιδιώξεις καπιταλιστικών ομίλων. Η επικουρική σύνταξη μπορεί να ενσωματωθεί στην κύρια και οι σχετικές εισφορές στις γενικές συνταξιοδοτικές εισφορές. Ο σκοπός είναι κυρίως πολιτικός: εάν επιτευχθεί ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που δίνει ικανοποιητικές συντάξεις, θα είναι πολιτικά δύσκολο αυτό το σύστημα να διασπαστεί σε κύρια και επικουρική σύνταξη, να μειωθεί η κύρια σύνταξη και να εισαχθεί ιδιωτικοοικονομικός πυλώνας. Η εισαγωγή της επικουρικής σύνταξης στην Γερμανία ήταν από τους σημαντικότερους παράγοντες της πτώσης της κυβέρνησης Σρέντερ× στην Αυστρία η προσπάθεια να εισαχθεί κεφαλαιοποιητικό σύστημα το 2003 συνάντησε τόσο μεγάλη αντίσταση που εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα η Αυστρία να έχει σήμερα ένα αμιγώς διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα με ενιαία σύνταξη, ποσοστό αναπλήρωσης 80% (Γερμανία και Σουηδία 55%), σύνταξη στα 65 και 14 συντάξεις ετησίως. Προπάντων: στην Αυστρία έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ότι ο κυριότερος παράγων για ένα υγιές συνταξιοδοτικό σύστημα είναι οι υψηλοί μισθοί, η καταπολέμηση της ανεργίας και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που επιτρέπει σε νέα ζευγάρια να κάνουν παιδιά, επειδή ξέρουν ότι η κρατική φροντίδα είναι επαρκής.
Η κινητοποίηση κατά της ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης είναι φυσικά σωστή και αναγκαία. Όμως, η αποδοτικότητά της μειώνεται εφόσον δεν παρουσιάζεται ένα διαφορετικό συνταξιοδοτικό σύστημα που θα επιτρέπει στους συνταξιούχους να ζουν αξιοπρεπώς και θα συνυπολογίζει τις νέε δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας. Ο «νόμος Κατρούγκαλου» ήταν ένα σημαντικό βήμα εξυγίανσης του συνταξιοδοτικού συστήματος και από αυτόν πρέπει να εκκινεί η νέα μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Πρώτον, βαρίδια, όπως οι επικουρικές συντάξεις χρειάζεται να ενσωματωθούν στην κύρια σύνταξη με ανάλογη αύξηση των εσόδων του ΕΦΚΑ και των συντάξεων. Η σύνταξη πρέπει να είναι ενιαία. Το νέο σύστημα πρέπει, δεύτερον, να σχεδιαστεί ώστε να είναι δυναμικό, δηλαδή οι συντάξεις να αυξάνονται σταδιακά ώσπου να επιτευχθεί ένα υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης. Τρίτον, χρειάζεται να συνυπολογιστεί ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας δεν επιτρέπουν σε σημαντικό αριθμό εργαζομένων να έχουν όσα χρόνια εργασίας χρειάζονται για την πλήρη σύνταξη. Η πρόβλεψη του «νόμου Κατρούγκαλου» ότι το ποσοστό αναπλήρωσης ασφαλισμένων σχετικά λίγα χρόνια ασφάλισης θα είναι μεγαλύτερο από όσο θα τους αναλογούσε είναι δίκαιη και χρειάζεται να ενισχυθεί, καθώς και να υπάρχει πρόνοια για το διάστημα της ανεργίας. Τέταρτον, ο ΕΦΚΑ πρέπει να εκδημοκρατιστεί με εκλογή των διοικητικών του οργάνων από τους ασφαλισμένους και τις ασφαλισμένες είτε εργάζονται είναι παίρνουν σύνταξη. Το κράτος νομοθετεί για το συνταξιοδοτικό, η εφαρμογή των νόμων, όμως, και η διαχείριση των εισφορών πρέπει να είναι υπόθεση αυτών που τις καταβάλλουν.
Με τέτοιες προτάσεις μπορεί να υπάρξει κίνημα που δεν θα περιορίζεται στη διαμαρτυρία και την αντίσταση, αλλά θα επιβάλλει λύσεις.