Ο πρόεδρος της Τουρκίας, όπως είχε προαναγγείλει τον Μάρτιο, αποχώρησε από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, 2011). Η Σύμβαση αποτελεί την πληρέστερη διεθνή συνθήκη για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, με έμφαση στην πρόληψη, την κρατική μέριμνα και την αντιμετώπιση των δραστών. Εισάγοντας δε την έννοια του κοινωνικού φύλου, άνοιξε το δρόμο για περισσότερη ορατότητα και δικαιώματα για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
Το γεγονός ότι ψηφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόταση της τουρκικής πλευράς, και η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα που την επικύρωσε, συμβόλιζε την πρόθεση του τούρκου προέδρου, όχι μόνο να υιοθετήσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και να πρωτοστατήσει στην περαιτέρω εξέλιξή του.
Η επιδεικτική κίνηση με την οποία ο Ερντογάν επέλεξε να βγάλει –πάλι πρώτη– τη χώρα του από τη Σύμβαση (μια κίνηση πολλαπλά προβληματική, καθώς η Σύμβαση ψηφίστηκε ομόφωνα από την Εθνοσυνέλευση και άρα «κανονικά» δεν επιτρέπεται να ανακληθεί από τον ίδιο), δείχνει επίσης τη σπουδή για συμμόρφωση με συγκεκριμένες απόψεις. Η χώρα επιστρέφει στις «παραδοσιακές αξίες της οικογένειας», οι οποίες απειλούνταν από την «ωρολογιακή βόμβα» της Σύμβασης, σύμφωνα με βουλεύτρια (Εμπρού Αζιλτούρκ) του ισλαμιστικού κόμματος Σααντέτ. Επιστρέφει, λοιπόν, στη συντηρητική της βάση, απ’ όπου αντλεί στήριξη ο Ερντογάν. Δεν υπολογίζει ούτε τις γυναίκες βουλεύτριες του κόμματός του –καθώς ορισμένες προσπάθησαν να εκφράσουν την αντίθεσή τους. Όταν δηλώνει ότι «η γυναίκα είναι μητέρα και στήριγμα του παιδιού» δεν απευθύνεται στο εξωτερικό, ούτε καν σε όλο τον τουρκικό λαό, αλλά σε μια συντηρητική μερίδα της τουρκικής κοινωνίας μόνο, τοποθετώντας τιμωρητικά απέναντι την πλειοψηφία των γυναικών, που βιώνουν ήδη πολλαπλούς αποκλεισμούς στη χώρα τους και που, όπως οι περισσότεροι προοδευτικοί πολίτες της χώρας, ασκούν κριτική στην κυβέρνηση διαδηλώνοντας και δηλώνοντας μέσω της Τουρκικής Συνομοσπονδίας Γυναικείων Οργανώσεων ότι «θα συνεχίσουν τη μάχη».
Φεμινιστικές οργανώσεις και χιλιάδες γυναίκες σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη διαδήλωσαν την 1η του Ιούλη την αντίθεσή τους σε μια απόφαση που ελήφθη για τις ίδιες ερήμην τους, μέσα σε κλίμα ελέγχου και καταστολής. Οι γυναίκες στην Τουρκία είναι θύματα πολλαπλών διακρίσεων, ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας, σε τέτοια συχνότητα ώστε το φαινόμενο να χαρακτηρίζεται από τις γυναικείες οργανώσεις «μάστιγα», η οποία εντείνεται τώρα που έφυγε και η Σύμβαση από το πλάνο και οι κακοποιητές έχουν ενθαρρυνθεί. Μόνο το 2019 οι γυναικοκτονίες στη χώρα έφτασαν τις 300, το 2020 ξεπέρασαν τις 400 και η τάση για το 2021 είναι πάλι ανοδική, με μια γυναίκα να σκοτώνεται κάπου στην Τουρκία κάθε μέρα του τρέχοντος έτους(!). Οι δράστες είναι σύζυγοι, πρώην σύντροφοι ή μέλη της οικογένειας, ενώ υπάρχουν πολλές καταγγελίες ότι η αντιμετώπισή τους από την τουρκική δικαιοσύνη είναι ήπια (αντίθετα, θυμίζουμε ότι η δικαστική απόφαση περί νόμιμης άμυνας της συζυγοκτόνου Μελέκ Ιπέκ, προκάλεσε έκπληξη παρά τα πλείστα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της).
Τουρκάλες ακτιβίστριες διατείνονται ότι η Σύμβαση δεν είχε ενσωματωθεί ικανοποιητικά στην τουρκική νομοθεσία, (λόγου χάρη δεν υπήρχαν οι απαραίτητοι κρατικοί μηχανισμοί που θα εφάρμοζαν όσα προβλέπει). Αυτό ήταν αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης, καθώς, όπως είχε δηλώσει η Τσανάν Γκουλού της γυναικείας οργάνωσης Kadin Dernekleri Federasyonu, «αν υλοποιηθεί στην πράξη η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, θα ενταθούν οι αντιστάσεις στους κόλπους του AKP». Το μόνο κόμμα που φάνηκε να συμμερίζεται τις ανησυχίες των γυναικείων κινημάτων ήταν το αριστερό – φιλοκουρδικό HDP, του οποίου όμως η πρόταση στο παρελθόν για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το θέμα της όξυνσης του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών, καταψηφίστηκε από το ΑΚΡ και το εθνικιστικό MHP.
Η επιλογή του καθεστώτος για πόλωση της τουρκικής κοινωνίας, η εντεινόμενη καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των γυναικών, των μειονοτήτων, των πολιτικών αντιπάλων, καταδεικνύουν τη ροπή του καθεστώτος Ερντογάν προς έναν εντεινόμενο αυταρχισμό, όχι λόγω αυτοπεποίθησης, αλλά μάλλον λόγω αγωνίας. Η κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει απέναντί της και τις γυναίκες, κάνοντας ένα μεγάλο πισωγύρισμα και αγνοώντας ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, όπως είναι η ενδοοικογενειακή βία στη χώρα, προκειμένου να περιχαρακώσει το συντηρητικό της ακροατήριο τώρα που η λαϊκή δυσαρέσκεια εις βάρος της αυξάνεται. Οι πολλαπλές κρίσεις που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση –οικονομική, πολιτική, κοινωνική– αντιμετωπίζονται με καταστολή και προπαγάνδα, ενώ η διαφθορά μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης αυξάνεται. Η πρόσφατη παραίνεση της Εμινέ Ερντογάν να μειώσουν οι οικογένειες τις μερίδες φαγητού, τη στιγμή που ο κατώτατος μισθός δεν φτάνει για να κρατήσει τον εργαζόμενο πάνω από το όριο της φτώχειας, είναι ενδεικτική της κατάστασης. Όσο η κυβέρνηση αποτυγχάνει στην οικονομία και αλλού και πέφτει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, τόσο η απάντηση θα είναι η περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών.