Στις 3 Ιουλίου 2015 τον ρυθμό στην Αθήνα έδιναν δύο παράλληλες συγκεντρώσεις. Το Σύνταγμα παλλόταν από τους ρυθμούς του «Όχι», ενώ λίγα μέτρα μακρύτερα, στο Καλλιμάρμαρο, τον τόνο έδιναν οι υποστηρικτές του «Ναι». Το επικείμενο δημοψήφισμα είχε απελευθερώσει συναισθήματα που συσσωρεύονταν τα προηγούμενα χρόνια.
Τα χρόνια της κρίσης οι επιπτώσεις της λιτότητας συναγωνίζονταν αυτές των πολιτικών επιλογών αντιμετώπισής της. Η οικονομική ύφεση, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους διαμόρφωναν τις συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Παράλληλη κρίση βιωνόταν και στο πολιτικό πεδίο, όπου το δόγμα «ΤΙΝΑ» και η εκ προοιμίου ακύρωση κάθε εναλλακτικής πρότασης με την πρόφαση του λαϊκισμού ή της αντιευρωπαϊκότητας, διαμόρφωναν τους όρους κρίσης των δημοκρατικών θεσμών. Η πολιτική από επιλογή είχε εκχωρηθεί στους τεχνοκράτες και τα προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού είχαν κανονικοποιηθεί τόσο που το πολιτικό τους πρόσημο ξεθώριαζε μπροστά στην πρόφαση του ορθολογισμού.
Σε αυτή τη συνθήκη έγινε το δημοψήφισμα. Επιπλέον, η κατάσταση είχε οξυνθεί περαιτέρω μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, αφού, ούσα η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίστηκε ως κακό προηγούμενο που θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, κυρίως σε χώρες του Νότου που ταλαιπωρούνταν από πολιτικές λιτότητας. Αντίστοιχα διαμορφώθηκαν οι επιλογές ψήφου και ερμηνείας της. Το «Ναι» ή «Όχι» στους όρους της συμφωνίας πολύ γρήγορα νοηματοδοτήθηκε ως «Ναι» ή «Όχι» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα από όσους είχαν συμπορευτεί τα προηγούμενα χρόνια με το δόγμα «ΤΙΝΑ» και συνεπώς δεν μπορούσαν να φανταστούν την ύπαρξη εναλλακτικών, πέρα της εφαρμοζόμενης λιτότητας, τρόπων αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, για όσους εντόπιζαν το πρόβλημα στις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης, το «Ναι» ή το «Όχι» αφορούσε τη συμμόρφωση ή μη σε αυτές τις επιλογές.
Περισσότερο από πολιτικές απόψεις, στο δημοψήφισμα του 2015 αναμετρήθηκαν δύο τρόποι ανάγνωσης της πραγματικότητας και κυρίως δύο τρόποι να φανταστούμε το μέλλον. Και οι δύο ακουμπούσαν πάνω σε δέσμες συναισθημάτων. Το μέτωπο του «Ναι» μιλούσε για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, για την ανάγκη εξευρωπαϊσμού και μεταρρυθμίσεων. Η ηθική δεν αφορούσε την κριτική του ευρωπαϊκού συστήματος, αλλά την επιτυχή συμμόρφωση στις επιταγές του. Το μέτωπο του «Όχι», αντίστοιχα, εκκινούσε από την κριτική του ευρωπαϊκού πολιτικού πλαισίου και την ηθική του χρεωκοπία, θέτοντας το αίτημα της αναδιαμόρφωσής του. Και οι δύο στάσεις χρωματίζονταν από συναισθήματα. Συχνά μάλιστα τα συναισθήματα αυτά ήταν κοινά. Ούτως ή άλλως η αξιοπρέπεια της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο εκείνη ήταν πολλαπλώς πληγωμένη. Ο θυμός για το παρόν, αλλά και η ελπίδα ότι το μέλλον μπορεί να είναι διαφορετικό, διάχυτα. Όπως και ο φόβος μπροστά στη συντελεσμένη ή την επαπειλούμενη απώλεια. Αυτό που διέφερε ήταν η κατεύθυνση αυτών των συναισθημάτων. Ούτε φοβούνταν ούτε ήλπιζαν όλοι τα ίδια πράγματα. Ούτε και ο θυμός είχε πάντα τον ίδιο αποδέκτη. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν από το πώς βίωνε ο καθένας την κρίση, ποιο αφήγημα υιοθετούσε και πώς χρωμάτιζε αντίστοιχα τη ματιά του.
Τα δύο μέτωπα συγκροτήθηκαν σε πολιτικά ετερογενές έδαφος που διαπερνούσαν τις καθιερωμένες πολιτικές συνάφειες. Οι συνεκτικοί ιστοί ήταν μάλλον χαλαροί, αρθρωμένοι γύρω από την προτιμώμενη ψήφο, ακόμη και αν δεν ταυτίζονταν απαραίτητα τα νοήματα που της αποδίδονταν. Ανατράπηκε το αποτέλεσμα της κάλπης στις διαπραγματεύσεις; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να απαντήσει στο αν είχε ψηφίσει το 61% των ψηφοφόρων ρήξη με την Ευρώπη και έξοδο από το ευρώ. Κάποιοι ναι, αν συνυπολογίσει κανείς ότι το «Όχι» υποστηρίχθηκε από κόμματα που είναι προγραμματικά αντίθετα με την συμμετοχή στην ΕΕ. Αμφίβολο όμως ότι ήταν σημαντικό το ποσοστό αυτό, αν δει κανείς την κατανομή της ψήφου αλλά και δημοσκοπήσεις που λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα έδιναν στην επιλογή παραμονής στην ευρωζώνη ποσοστό πάνω από 75%.
Τα συναισθήματα είναι η καύσιμη ύλη της πολιτικής. Μόνο έτσι μπορεί να ξεφύγει από τα στενά όρια της διαχείρισης και να οραματιστεί διαφορετικές εκδοχές για το μέλλον. Ό,τι και να έγινε μετά το 2015, η μέθεξη της βραδιά του «Όχι» έφερε πάλι τους πολλούς στου προσκήνιο της ιστορίας, δίνοντάς τους ξανά την αίσθηση ότι έχουν λόγο για το μέλλον τους. Επιβεβαίωσε τη δύναμη της πολιτικής μπροστά στον οδοστρωτήρα της τεχνογνωσίας και πραγμάτωσε αυτό που φαινόταν αδιανόητο. Η πολιτική όμως δεν είναι μόνο συναισθήματα. Υπάρχουν και τα όρια του εφικτού και η αναμέτρησή της με την πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν, δεδομένων των συσχετισμών και των απειλών, να είχαν γίνει διαφορετικά τα πράγματα στη συνέχεια. Μάλλον όχι – η εντολή δεν ήταν για ρήξη. Και η απειλή της κεφαλαιοποίησης της δυσαρέσκειας από την άκρα δεξιά περίμενε στην γωνία. Το είχε δείξει άλλωστε η άνοδος της Χρυσής Αυγής τα προηγούμενα χρόνια. Με αυτήν την έννοια, είναι σημαντικό που πολιτικό πρόσημο στην δυσαρέσκεια έδωσε η Αριστερά. Το «Όχι» έχει μείνει στην δική της παρακαταθήκη και επηρέασε σημαντικά τη δυναμική της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς την επόμενη περίοδο. Με όρους δε πολιτικού φαντασιακού, ακόμη και σήμερα, έξη χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να εκκινεί συναισθήματα και να αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης.