Μοιάζει με σκοτεινό δελφικό χρησμό, με προμήνυμα δυσοίωνο. Δεν είναι παρά το ειρωνικό μειδίαμα της Ιστορίας μπροστά στην έπαρση και την αλαζονεία. Ή, ακόμη πιο απλά, αυτό που εννοεί η λαϊκή σοφία όταν λέει: «Έχει ο καιρός γυρίσματα…».
Ο καιρός, αυτή ακριβώς είναι η λέξη. Την περασμένη Πέμπτη, με τη συμπλήρωση ακριβώς δυο χρόνων από την ανάρρησή της στην εξουσία, στις 8 Ιουλίου 2019, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε μια θεαματική αναδίπλωση, την πρώτη από μια σειρά σημαντικών αναδιπλώσεων στις οποίες θα υποχρεωθεί, καθώς θα προσγειώνεται στην παραδοχή ότι το πολιτικό της κεφάλαιο εξαντλείται ασυγκράτητα.
Στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής το πρωί της Πέμπτης ανακοινώθηκε ότι το σχέδιο νόμου για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, που επρόκειτο να κατατεθεί προς συζήτηση στην Ολομέλεια μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης την Τρίτη, με στόχο να ψηφιστεί μέχρι το τέλος Ιουλίου πριν η Βουλή διακόψει στις 6 Αυγούστου, παραπέμπεται στις καλένδες. Ακολούθησε, αμέσως μετά, ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας: «Πρόθεση του υπουργείου και της κυβέρνησης είναι, σε κάθε περίπτωση, το νομοσχέδιο να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής αμέσως μετά την επαναλειτουργία της».
Συγκρατήστε τη λέξη «πρόθεση». Αναιρεί υπόδηλα τις πανηγυρικές διαβεβαιώσεις των αρμόδιων όταν ξεκινούσε η δημόσια διαβούλευση. Θα βοηθήσει να μην εκπλαγούμε αν, κατ’ ανάλογο τρόπο, παραπεμφθεί στις καλένδες ενός απροσδιόριστου μέλλοντος (και πάντως όχι πριν τις εκλογές, όποτε γίνουν αυτές…) και η εφαρμογή στην πράξη του αντεργατικού νόμου της 16ης Ιουνίου. Θα πρόκειται για πανηγυρική ακύρωση του διπλού αιφνιδιασμού των εργαζομένων που επιχείρησε εν μέσω θέρους και πανδημίας η κυβέρνηση, παρακινημένη από «βεβαιότητες» που φαίνεται να παραχωρούν τώρα τη θέση τους σε «προθέσεις»…
Σε κάθε περίπτωση, η ματαίωση των κυβερνητικών σχεδιασμών θα εξαρτηθεί και από το μέγεθος και την ένταση των κοινωνικών αντιδράσεων μετά το πρώτο σοκ.
«Προφανώς η κυβέρνηση», σχολίασε η τομεάρχισσα Εργασίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, «υπαναχωρεί κάτω από τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και την ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία του τεράστιου κοινωνικού και οικονομικού κόστους της επιχειρούμενης από την κυβέρνηση ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης».
Επειδή, προφανώς, έχοντας ήδη διανύσει τη μισή θητεία της, θα έρχεται, κάθε ώρα που περνά, όλο και πιο κοντά στις εκλογές.
Είναι αυτή μια παράμετρος που δεν μπορεί να αγνοήσει. Όταν έχουν προηγηθεί ο αντεργατικός νόμος και το 58% των πολιτών που απορρίπτει την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τις ατομικές συμβάσεις εργοδότη-εργαζομένου, με μόνο ένα 23% να εμφανίζεται σύμφωνο.
Όταν είναι βέβαιο ότι οι συνταξιούχοι –σχεδόν το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και σχεδόν το 40% όσων προσέρχονται στις κάλπες– θα αντιδράσουν έντονα διαπιστώνοντας τις εισοδηματικές απώλειες, που είναι βέβαιο ότι θα υποστούν με την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης.
Όταν επαπειλείται νέα έξαρση της πανδημίας με την μετάλλαξη «Δέλτα», προκαλώντας μια παρατεταμένη υγειονομική κρίση μέσα στο καλοκαίρι, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την οικονομία, την πολιτική σταθερότητα, την κοινωνική συνοχή.
Όταν, τέλος, έχουν ήδη κατατεθεί στην κυβέρνηση οι αντιρρήσεις των δανειστών για τις προβλέψεις του νομοσχεδίου αναφορικά με τις κρατικές εγγυήσεις στην (ιδιωτική) επικουρική ασφάλιση. Με άλλα λόγια, για το ότι, προκειμένου να υπηρετηθεί η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, το δημόσιο θα αναλάβει τα 78 δισ. για τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και ασφαλισμένων, και επίσης για το ότι το δημόσιο εγγυάται την επιστροφή των εισφορών των ασφαλισμένων αν αυτές χαθούν στα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιαγορές. Θεωρείται βέβαιο ότι αυτά θα επιδράσουν δυσμενώς στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, με το δημόσιο έλλειμμα για την καταβολή των συντάξεων να αυξάνεται κατά 2% του ΑΕΠ από το 2030 και μετά, τη στιγμή που η χώρα έχει δεσμευτεί για πλεονάσματα 2,2% κάθε χρόνο μέχρι το 2060 για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Η κυβέρνηση ήταν σε γνώση όλων αυτών αρκετά πριν προχωρήσει στο «πάγωμα» του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Η χώρα έχει μπει από καιρό σε άτυπη προεκλογική περίοδο απρόβλεπτης διάρκειας, αλλά που σαν τέτοια θα διατηρηθεί έως το τέλος. Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν αποκαλυπτικά διχαστικός όταν, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για «υγειονομικό σαμποτάζ»: «Υπήρξε ένα υγειονομικό σαμποτάζ, με μόνο σκοπό την αποκόμιση πολιτικού οφέλους από κόμματα αντιπολίτευσης, ξεκινώντας από την αξιωματική αντιπολίτευση».
Ο Σεπτέμβριος δεν θα είναι αποκαλυπτικός μόνο σε ό,τι αφορά τις «προθέσεις» της κυβέρνησης για την επικουρική ασφάλιση, αλλά και για τη μεθόδευση των προσφορότερων για την ίδια συνθηκών προκήρυξης εκλογών. Οι προσλήψεις στην εκπαίδευση που εξήγγειλε προ ημερών ο πρωθυπουργός μπορεί και να δείχνουν «εκλογές το φθινόπωρο». Το ίδιο και η απόφαση της πλειοψηφίας στην Προανακριτική για την υπόθεση Καλογρίτσα και η παραπομπή του Νίκου Παππά στο Δικαστικό Συμβούλιο με ένα σκεπτικό τόσο γελοίο που δεν αντέχει να πάει την υπόθεση μέχρι το Ειδικό Δικαστήριο, αλλά που μέχρι τότε θα έχει κάνει τη δουλειά του…
Αυτά μέχρι προχθές, πριν δείξει το ανάστημά του το τέταρτο κύμα της πανδημίας. Θέμα ημερών να φανεί αν το ορόσημο των πολιτικών εξελίξεων θα είναι ο Σεπτέμβριος του 2021 ή ο Σεπτέμβριος του 2022, οπότε θα έχει υπάρξει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν στην ευρωζώνη θα παραταθεί η ισχύς της ρήτρας διαφυγής ή θα επιστρέψει η δημοσιονομική πειθαρχία.
Που σημαίνει, νέα μνημόνια. Μια προοπτική μπροστά στην οποία «παγώνει» ακόμη και το πλέγμα συμφερόντων που κυβερνά τη χώρα. Έτσι εξηγείται η κίνηση της κυβέρνησης να «παγώσει» το ασφαλιστικό. Ελπίζει ότι έτσι ίσως καθυστερήσουν να ξεπαγώσουν τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.