Συγκεντρώνει πλήθος θετικών σχολίων. Η επικοινωνιακή καμπάνια της γαλλικής κυβέρνησης υπέρ του εμβολιασμού, γεμάτη από θετικά μηνύματα (ζευγάρια που φιλιούνται, νέοι που χορεύουν, παππούδες/γιαγιάδες που αγκαλιάζουν ξανά τα εγγόνια τους), είναι σαφές πως ποντάρει στην πειθώ μέσω του συναισθήματος. Με κεντρικό σύνθημα: «Nαι, το εμβόλιο μπορεί να έχει επιθυμητές “παρενέργειες”. Mε κάθε εμβόλιο η ζωή ξαναπαίρνει τα πάνω της. Ας εμβολιαστούμε», το μήνυμα της καμπάνιας –που θα βρίσκεται σε διαφημιστικές πινακίδες σε δρόμους, μπαρ, εστιατόρια, γήπεδα– επενδύει στο τρίπτυχο: ευαισθητοποίηση, ενθάρρυνση, πειθώ. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από ό,τι συμβαίνει στην χώρα μας όπου, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι ο τιμωρητισμός, η επιβολή (σε συνδυασμό με κινήσεις «εξαγοράς», όχι επιβράβευσης, όπως το μπόνους των 150 ευρώ για νέους) και οι διαχωρισμοί, η πρακτική την οποία επιλέγει η κυβέρνηση, προκειμένου να πείσει το ομολογουμένως υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: ο εμβολιασμός είναι από τα σημαντικότερα «όπλα» απέναντι στην πανδημία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η αύξηση των εμβολιασμένων θα περιορίσει τους κινδύνους. Δεν θα τους εξαλείψει, αλλά θα τους περιορίσει. Και η παραδοχή αυτή καθιστά τους πολίτες συνυπεύθυνους στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το 4ο κύμα της πανδημίας, το οποίο μας χτυπά ήδη την πόρτα. Ειδικά από την στιγμή που ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός, καθένας και καθεμιά αναλαμβάνει και την ευθύνη των πράξεών του.
Αυτή είναι, όμως, η μία πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, μπορεί η ατομική ευθύνη να υποκαταστήσει την κρατική μέριμνα; Μπορεί η άρνηση ορισμένων να εμβολιαστούν να αποτελεί άλλοθι για το κυβερνητικό αλαλούμ και να απαλλάσσει από τις ευθύνες της την πολιτεία; Πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι η κυβέρνηση όταν αντί να επιδοθεί σε μια εκστρατεία πειθούς για τη σημασία των εμβολιασμών, τους υπονομεύει καθημερινά με επιπόλαιες αναρτήσεις για την επιτυχία της στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και προσπαθεί μετά, με μαστίγιο και καρότο, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, νίπτοντας τας χείρας της για τις κοινωνικές εντάσεις που προκαλεί; Όταν αντί να ενθαρρύνεται και να επιβάλλεται η εδραίωση της επιστήμης και του ορθού λόγου σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου –σχολεία, ΜΜΕ, πολιτική– όχι απλώς υπονομεύονται, αλλά «στήνονται στο απόσπασμα»; (Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η κατάργηση των κοινωνικών επιστημών και η μείωση ωρών μαθημάτων όπως της χημείας. Η ασυδοσία και η ροπή «μεγαλοδημοσιογράφων» σε κάθε λογής παραδοξολογία χωρίς ουσιαστικό αντίλογο ή η εμφανής –παρά τις τελευταίες συναντήσεις του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο– απροθυμία της κυβέρνησης να μιλήσει ανοιχτά, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, για τις ευθύνες της εκκλησίας στη διασπορά του ιού). Όταν χωρίς αιδώ οι κυβερνώντες «εργαλειοποιούν» την επιτροπή των ειδικών, οι οποίοι αντί να αντιδράσουν, δέχονται να χρησιμοποιείται η επιστημοσύνη τους στο βωμό κομματικών σκοπιμοτήτων;
Ισχυρίζομαι πως η πλειονότητα όσων έχουν αμφιβολίες για τον εμβολιασμό, δεν ανήκουν στην κατηγορία των «ψεκασμένων», αυτών που θεωρούν ότι «θα μας βάλουν τσιπάκι». Οι πολλοί έχουν λάθος ή ελλιπή ενημέρωση, κάτι για το οποίο ευθύνονται και όσοι από το πολιτικό φάσμα ή την επιστημονική κοινότητα εξέπεμψαν τόσα αντικρουόμενα μηνύματα (δεν μιλώ για τους «αρνητές», αυτοί δεν θα πειστούν ποτέ).
Έχει σημασία, λοιπόν, όσες και όσοι ακόμα διστάζουν, να κάνουν το βήμα. Έτσι ώστε η διαδικασία του εμβολιασμού να επιταχυνθεί. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν πρόκειται να επιτευχθεί με περιθωριοποίηση, αποκλεισμούς ή διαχωρισμούς. Οι ιδεοληπτικές προσεγγίσεις του υπαρκτού και μείζονος αυτού προβλήματος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη –με απειλές, διαταγές, εκβιασμούς αντί επιχειρημάτων– δυσχεραίνουν αντί να διευκολύνουν. Και φανερώνουν την αδυναμία των ενοίκων του Μεγάρου Μαξίμου να αντιληφθούν τι γίνεται πέρα από την Ηρώδου Αττικού. Με δική της ευθύνη –και μέσα από αλλοπρόσαλλες αποφάσεις– η κυβέρνηση έχει καταστεί αναξιόπιστη. Και όσο κουνάει το δάχτυλο, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τον στόχο.
Μιλώντας με μια παρέα νέων ανθρώπων (28 - 35 χρονών), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η ηλικιακή τους πλατφόρμα έσπευσαν να εμβολιαστούν –και όχι για να βάλουν πλάτη στην κυβέρνηση– μου έκανε εντύπωση η προσέγγισή τους: «Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τον ακριβή γενετικό τύπο κάθε μετάλλαξης του ιού, ούτε τα στατιστικά μεταδοτικότητας σε κάθε ομάδα του πληθυσμού», έλεγαν. «Αλήθεια, δεν χρειάζεται. Αρκεί που ξέρουμε ότι ο ιός υπάρχει, είναι πολύ ζόρικος και το μόνο διαθέσιμο μέσο προστασίας είναι το εμβόλιο. Το οποίο κάνει δουλειά».
Όσο, λοιπόν, και αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη λοιδορεί και ενοχοποιεί τα νιάτα, αυτά αντιλαμβάνονται την ευθύνη τους. Όχι ότι δεν υπάρχει και μια μερίδα της νεολαίας (μικρότερων κυρίως ηλικιών), η οποία συμπεριφέρεται έχοντας άγνοια κινδύνου. Εδώ είναι, όμως, η ευθύνη όλων μας. Να πείσουμε τα νέα αυτά παιδιά –αλλά και όσες/όσους υποτιμούν τον κίνδυνο που συνεπάγεται ο μη εμβολιασμός– πως είναι για το δικό τους συμφέρον (το ατομικό, οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό) να θωρακιστούν απέναντι σε έναν εξαιρετικά επικίνδυνο ιό. Και την ίδια στιγμή, είναι υποχρέωση της Αριστεράς να υπενθυμίζει διαρκώς τα ταξικά χαρακτηριστικά του ιού. Να υπενθυμίζει διαρκώς ότι το «δικαίωμα» στον μη εμβολιασμό είναι προνόμιο των πλούσιων χωρών, αφού οι φτωχές πεθαίνουν περιμένοντας το εμβόλιο. Να υπενθυμίζει διαρκώς αυτό που, Αριστερά και Αναρχία παγκοσμίως, έλεγαν και απαιτούσαν ήδη από το πρώτο κύμα της πανδημίας: ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια, δωρεάν, μαζικοί εμβολιασμοί για όλους σε όλο τον κόσμο. Έτσι, για να μην ξεχνιέται και ο παιδευτικός της χαρακτήρας…