Μια φωτογραφία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε. Είναι και οι συνειρμοί που προκαλεί. Ιδίως όταν τα απεικονιζόμενα πρόσωπα κουβαλούν πάνω τους μια πολυκύμαντη ιστορία. Σαν αυτή της πρώτης γενιάς των μεταναστών, που κατέκλυσαν μεταπολεμικά την τότε Δυτική Γερμανία ως γκαστ-αρμπάιτερ (Gastarbeiter), «φιλοξενούμενοι εργάτες». Φιλοξενούμενοι βέβαια μόνο κατ’ ευφημισμό – για τους ντόπιους ήταν ανεπιθύμητοι ξένοι.
Επόμενο έτσι, η έκθεση «Επί τόπου. Φωτογραφικές ιστορίες της μετανάστευσης» για το διάστημα 1955-1989, που παρουσιάζεται στο Μουσείο Λούντβιχ της Κολωνίας, να προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα. Το μάτι του θεατή χαίρεται να βλέπει τους νεαρούς τότε εμιγκρέδες να ποζάρουν χαμογελαστοί μπροστά στο φακό, κλαίει όμως αναλογιζόμενο τα βάσανά τους στα ξένα – έτσι που προκύπτει ένας διαρκής κλαυσίγελος.
Η έκθεση είναι πολυεθνική, περιλαμβάνει όλες τις χώρες, από τις οποίες προέρχονταν οι ξένοι: Τουρκία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία. Τις περισσότερες φωτογραφίες τις έχουν τραβήξει οι ίδιοι οι απεικονιζόμενοι. Ανάμεσά τους και μερικοί ελληνικής καταγωγής, ήτοι ο Αντώνης Γκόγκος, η Σοφία και η κόρη της Ιωάννα Ζαχαράκη, και προ παντός η Ασημίνα Παραδείσα, οι φωτογραφίες της οποίας καταλαμβάνουν έναν ολόκληρο τοίχο. Η συνταξιούχος σήμερα μετανάστρια ήρθε μόνη της το 1966 στη Γερμανία και δούλεψε σε πολλές γνωστές εταιρείες, όπως η Olympia (γραφομηχανές), η Volkswagen, η Mercedes, και η Ford. Η Ασημίνα παντού: Στο σπίτι, στην ταβέρνα, σε γάμους, πεζή, με ποδήλατο. Μια γυναίκα που πήρε από νωρίς την τύχη στα χέρια της και, όντας ανεξάρτητο πνεύμα, έκανε τον φεμινισμό καθημερινή πράξη.
Οι λήψεις είναι κατά κανόνα «στημένες», οι μετανάστες –οι γυναίκες μοδάτες, οι άντρες με τις κυριακάτικες «κουστουμιές» τους– θέλουν προφανώς να στείλουν στους δικούς τους ευχάριστα ενσταντανέ από την προσωπική τους ζωή. Το ίδιο και με τις συλλογικές τους δραστηριότητες: Μια φωτογραφία δείχνει μια ομάδα τούρκων αντρών με ένα «σαραβαλάκι» να το «γλεντάει» σε μια εκδρομή προς το Παρίσι, παρόμοια χαρά εκπέμπουν και τα πρόσωπα των επισκεπτών ενός δίγλωσσου κινηματογράφου στην Κολωνία, του Cinama Italiano και Türk Cinemasi, που προβάλλει ιταλικές και τουρκικές ταινίες.
Εκτός κάδρου, αντίθετα, βρίσκονται οι κίνδυνοι που εμπεριείχε η επαγγελματική ζωή. Στις λίγες εξαιρέσεις ανήκει μια φωτογραφία του Γκιουνέι Ουλουτουνσόκ παρμένη στο εργοστάσιο της Ford στην Κολωνία τη δεκαετία του ‘60 που δείχνει τους ξένους εργάτες να απομακρύνουν με γυμνά χέρια τα υπόλοιπα του βερνικιού (μιας δηλητηριώδους ουσίας) από τις επιφάνειες των αυτοκινήτων. «Μετά από 20 λεπτά ήταν ολόκληροι πασαλειμμένοι με βερνίκι» λέει ο φωτογράφος.
Εκείνο που δεν φαίνεται από πρώτη ματιά στις φωτογραφίες, αιωρείται όμως έστω και αδιόρατα σε αυτές, είναι το κοινωνικό στάτους των μεταναστών. Αυτό, ειδικότερα για τους περισσότερους από εκείνους που προέρχονταν από την Ελλάδα, καθοριζόταν από την ξαφνική αλλαγή επαγγέλματος: Φτάνοντας στη Γερμανία μεταβάλλονταν δια νυκτός από αγρότες σε εργάτες και δη της βαριάς βιομηχανίας. Μέσα σε λίγα χρόνια γεννήθηκε έτσι στην περιοχή του Ρουρ, την πιο βιομηχανοποιημένη περιοχή της Ευρώπης, ένα νέο ελληνικό βιομηχανικό προλεταριάτο, που ξεπερνούσε σε αριθμό και βαθμό συγκέντρωσης εκείνο της Ελλάδας.
Η αλλαγή αυτή συνοδευόταν όχι μόνο από τη χαρά για μόνιμη και καλοπληρωμένη εργασία στο πλαίσιο του γερμανικού οικονομικού θαύματος, αλλά, κάτι που επίσης δεν φαίνεται από πρώτη ματιά, και από μια σειρά τραυματικές εμπειρίες, ορισμένες από τις οποίες τις κουβαλούσαν ήδη από την Ελλάδα, ενώ άλλες τις υπέστησαν στη νέα τους πατρίδα.
Ένα από τα «κουβαλημένα» τραύματα ήταν ο τρόπος προεπιλογής τους ως γκαστ-αρμπάιτερ ήδη στην Ελλάδα. Αυτή περιλάμβανε ταπεινωτικές ιατρικές εξετάσεις, όπως την εξέταση των νευρικών ανακλαστικών (με το κτύπημα του γόνατος με ένα σφυράκι) και των δοντιών – η οποιαδήποτε πάθηση μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό τους από την αποστολή στη Γερμανία. Ένα άλλο τραύμα είχε να κάνει με τη ναζιστική κατοχή. Φεύγοντας για τις γερμανικές φάμπρικες, πολλοί από αυτούς ριγούσαν στην ιδέα ότι θα βρίσκονταν αμέσως ενώπιον των πρώην κατακτητών τους, που ενδεχομένως να ήταν και επιστάτες τους.
Τα «επίκτητα» στη Γερμανία τραύματα δεν ήταν λιγότερο οδυνηρά. Αυτά άρχιζαν στους χώρους δουλειάς, όπου οι μετανάστες, ως ανειδίκευτοι εργάτες, βρίσκονταν πάντα στον «πάτο» της επαγγελματικής ιεραρχίας. Συνεχίζονταν με τον αποκλεισμό τους από την πολιτισμική ζωή, επειδή δεν γνώριζαν τη γερμανική γλώσσα και επαυξάνονταν με την απουσία τους από τα κοινά, επειδή στερούνταν κάθε πολιτικού δικαιώματος.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η τότε γερμανική κοινωνία, η οποία, παραζαλισμένη ακόμα από τη συντριβή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν, εκτός από αφιλόξενη, και βυθισμένη σε μια ιδιότυπη «μουγκαμάρα». Οι ενοχές για τη σύμπραξη με τους ναζί, «σκότωναν» τις αναφορές στο παρελθόν τόσο στη δημοσιότητα, όσο και μέσα στις οικογένειες. Έτσι πνίγονταν και πολλές άλλες συζητήσεις. Αυτό έμελλε να αλλάξει μόλις το 1968, όταν η γερμανική νεολαία ξεσηκώθηκε, μέσα στα άλλα, και κατά της «σιωπής των πατεράδων» απαιτώντας λογοδοσία και αυτοκριτική – με αποτέλεσμα να λυθούν στη συνέχεια οι γλώσσες με ευεργετικές συνέπειες και για την κατάσταση των μεταναστών.
Επόμενο έτσι, η αντίδραση των τελευταίων να είναι διπλή: Από τη μια περιχαράκωση ως αντίδραση στο εχθρικό, επιμέρους ρατσιστικό περιβάλλον, από την άλλη αυτοοργάνωση. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ξεφύτρωσαν οι πρώτες ελληνικές κοινότητες, που έβαλαν με τον καιρό πόδι σε όλη τη Δυτική Γερμανία. Το σήμα κατατεθέν τους ήταν η δημοκρατική οργάνωση, έργο κυρίως των στελεχών της ΕΔΑ, όπως ο Γιώργος Τσιάκαλος και ο Πέτρος Κουναλάκης. H δημοκρατία αυτή δεν ήταν βέβαια «ανόθευτη». Στο DΝΑ των κοινοτήτων ήταν εγγεγραμμένες και οι άτυπες δομές της αγροτικής πατριαρχικής κοινωνίας, η «δικτατορία των γέρων», που έκανε για πολλές δεκαετίες αδύνατη την εσωτερική ανανέωση και την ώσμωση τους με το γερμανικό και το εν γένει πολυεθνικό περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία, που να δείχνει μαζί τις διάφορες εθνότητες, π.χ., τους Έλληνες και τους Τούρκους, παρόλο που αυτοί εργάζονταν και κατοικούσαν δίπλα-δίπλα και, με εξαίρεση τη θρησκεία, δεν διέφεραν πολύ στον τρόπο ζωής τους.
Υπήρχαν βέβαια και σημεία συνάντησης, κυρίως στους χώρους των γερμανικών συνδικάτων, που, έστω και για λόγους αυτοσυντήρησης, ενέταξαν τους μετανάστες από την πρώτη στιγμή στις γραμμές τους. Μόνο που αυτό το κομβικό γεγονός λείπει από την έκθεση. Όπως, δυστυχώς, λείπουν φωτογραφίες και από τη μεγαλειώδη απεργία των τούρκων εργατών τον Αύγουστο του 1973 στις εγκαταστάσεις της Ford στην Κολωνία – τόσο μεγαλειώδη, που η γερμανική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά να εκτιμά τότε ότι χωρίς αυτούς δεν μπορεί να επιτύχει πλέον επανάσταση στη Γερμανία.
Η έκθεση υπάρχει βέβαια και χωρίς συνειρμούς και συμφραζόμενα. Οι φωτογραφίες μιλούν και από μόνες τους. Διαμηνύοντας, ότι παρά τα «στραβά» της, η μετανάστευση δεν είναι κατάρα. Οι μετανάστες ξέρουν να την κουμαντάρουν. Ή, όπως διαπιστώνει με αρνητικό τρόπο ο Ιλία Τρόγιανοφ: «Το να είναι κανείς από αλλού, λέει λίγα πράγματα, το να είναι από εδώ, επίσης λίγα». Μετράει εκείνο που κάνει κανείς, όχι το που είναι.