Από το προσωπικό αρχείο του Τάσου Κορωνάκη
Η Γένοβα σηματοδότησε το οριστικό τέλος της αμηχανίας. Οικοδομήθηκαν σχέσεις που είχαν έναν αναζωογονητικό βαθμό ωριμότητας. Για πρώτη φορά, τέθηκαν προγραμματικοί στόχοι. Διαμορφώθηκαν νέα ταυτοτικά χαρακτηριστικά, σε επαφή αλλά και σε απόσταση από αυτά του παρελθόντος.
Στον συνταξιδιώτη μου
Ιούλιος 2001. Η διαδήλωση στην Γένοβα, αφενός, κάνει εμφανές ότι έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή και, αφετέρου, αλλάζει βαθιά όχι μόνο τους έλληνες συμμετέχοντες, αλλά συνολικά την Αριστερά. Ας αναλογιστούμε γιατί, αφού πρώτα κάνουμε δυο καίριες επισημάνσεις: Η πρώτη είναι ότι, όσο κι αν βολεύει αφηγηματικά, τα πράγματα δεν έρχονται ουρανοκατέβατα: η Γένοβα δεν πατάει στο κενό, αλλά σε προηγούμενες διεργασίες· αποτελεί όμως εκείνο το κομμάτι του παζλ που αποκαλύπτει τη συνολική εικόνα και νοηματοδοτεί τις προηγούμενες και τις επόμενες κινήσεις. Η δεύτερη είναι ότι τα παρακάτω γράφονται από τη σκοπιά της ανανεωτικής, οικολογικής, ριζοσπαστικής αριστεράς, την οποία έζησα από κοντά.
Η Γένοβα και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα επηρέασαν καίρια και άλλους χώρους –από τον αντιεξουσιαστικό, πρωτίστως, μέχρι άλλα τμήματα της αριστεράς, αλλά και τις προοδευτικές ΜΚΟ, όμως δεν είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω γι’ αυτούς. Αν μπορώ να πω κάτι με βεβαιότητα, πάντως, είναι ότι παρά τις διαφορετικές διαδρομές που ακολούθησαν, η Γένοβα άνοιξε διαύλους επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ όλων αυτών των χώρων, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας.
Για τη δική μας Αριστερά, λοιπόν, η Γένοβα σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της αμηχανίας για το «τέλος της ιστορίας», που ήδη από τις διαδηλώσεις στο Σιάτλ, το 1999, είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η προετοιμασία της ελληνικής συμμετοχής στη διαδήλωση οδήγησε ανθρώπους και πολιτικές οργανώσεις που προέρχονταν από μια κουλτούρα έντονης οργανωτικής περιχαράκωσης να δουλέψουν μαζί, να εμπιστευθούν ο ένας τον άλλον και τελικά να οικοδομήσουν σχέσεις που είχαν έναν αναζωογονητικό βαθμό ωριμότητας. Αυτό βέβαια δεν είναι από μόνο του καινοφανές. Όλα τα (επιτυχημένα) κοινωνικά κινήματα κάπως έτσι λειτουργούν, και ακόμη και στο πρόσφατο τότε παρελθόν είχαν υπάρξει κινήματα που είχαν αφήσει σημαντικές πολιτικές και οργανωτικές παρακαταθήκες (π.χ. οι μαθητικές καταλήψεις του 1990-1991, που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά). Θεωρώ όμως ότι η Γένοβα λειτούργησε καταλυτικά γιατί συνδυάστηκε με κάτι ακόμη: Παρότι η διαδήλωση καθαυτή αποτελούσε μια τυπική αρνητική διαμαρτυρία («όχι στους G8»), ήταν ήδη σαφές ότι δεν περιοριζόταν εκεί. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια οι άνθρωποι από την Ελλάδα και άλλες χώρες που συμμετείχαν, ιδίως εκείνοι που με την ευρεία έννοια ακουμπούσαν πολιτικά ή πολιτισμικά στη δική μας Αριστερά, ένιωθαν την επιθυμία (αξιοποιώντας και τις αλλαγές που έφερναν οι νέες τεχνολογίες σε μια αναδυόμενη κοινωνία της γνώσης), να θέσουν προγραμματικούς στόχους, να οικοδομήσουν εναλλακτικούς χώρους, να επιδιώξουν ακόμη και τη θεσμοθέτησή τους, ενίοτε σε επαφή ακόμη και με το πολιτικό επίπεδο, χωρίς όμως να μετατρέψουν αυτούς τους χώρους σε εκλογικούς (βλ. π.χ. τη Διακήρυξη Αρχών του Πόρτο Αλέγκρε). Πρόκειται για ένα ποιοτικό στοιχείο, που τα επόμενα χρόνια σφράγισε το μεγάλο τουλάχιστον κομμάτι των συμμετεχόντων στο αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα.
Ταυτόχρονα, για τα καθ’ ημάς, η διαδήλωση στην Γένοβα έδωσε απάντηση και σε ένα άλλο δίλημμα, εγκαθιστώντας ξανά στο προσκήνιο τη σημασία της διά ζώσης άσκησης πολιτικής από τους πολλούς, έναντι μιας πολιτικής από τους λίγους μέσω των ΜΜΕ. Και το έκανε όχι πιάνοντας απλώς το νήμα από εκεί που είχε αφεθεί, αλλά ανοίγοντας τη συζήτηση για το ποια είναι αυτά τα σώματα που κάνουν πολιτική στον δημόσιο χώρο (από το δρόμο μέχρι τους θεσμούς) και πώς την κάνουν. Υπό την επιρροή της πολύ πιο ώριμης σε αυτά τα θέματα ιταλικής Αριστεράς, άνοιξε ο προβληματισμός για τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής, μη βίαιης αντιπαράθεσης (που κινούταν ανάμεσα στις συγκρούσεις του black block με την αστυνομία και στα μιντιακά χάπενινγκ των ΜΚΟ της δεκαετίας του ’90) η οποία θα μπορούσε να αντιστοιχίζεται με τους στόχους αλλά και τα προτάγματα της δικής μας Αριστεράς. Πώς μπορούσε η οπτική του φύλου να είναι εξαρχής κεντρική σε μια τέτοια πρακτική, ώστε αυτή να μη γίνει μιλιταριστική ή φαλλοκρατική – ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι δυναμικές οργανώσεις (και) στην Ελλάδα; Ποιες εμπειρίες είχαν να δώσουν στην Ευρώπη τα εν πολλοίς άγνωστα σύγχρονα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, με προεξάρχοντες τους Ζαπατίστας; Και με ποια (νέα) αισθητική θα επενδύονταν όλα αυτά, αν χρειαζόταν καν κάτι τέτοιο;
Τελικά, οι απαντήσεις που έδωσαν οι αριστερές και οι αριστεροί στα ζητήματα αυτά είχαν καινοτόμα στοιχεία, που διαμόρφωσαν νέα ταυτοτικά χαρακτηριστικά, σε επαφή αλλά και σε απόσταση από αυτά του παρελθόντος. Ας αναλογιστούμε μόνο αν λίγα χρόνια νωρίτερα θα φαινόταν φυσική η αλληλοαναγνώριση της αξίας διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων ή οι διευρυμένες συναινέσεις ως εργαλείο λήψης αποφάσεων στο επίπεδο του κινήματος. Και αν τελικά αυτή η νέα ταυτότητα εκφράστηκε και έδωσε διακριτό χαρακτήρα στα εγχειρήματα που ακολούθησαν –από το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ μέχρι την Ανοιχτή Πόλη, και από το κίνημα για το άρθρο 16 μέχρι τις δομές αλληλεγγύης και τους Αγανακτισμένους– καθώς και αν οδήγησε στο να μείνουν πίσω πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι που δεν αποδέχτηκαν αυτή την ώσμωση…