Από το προσωπικό αρχείο του Τάσου Κορωνάκη
Δεν έφτασα ποτέ στην Γένοβα. Απελαθήκαμε. Ωστόσο, μάθαμε να σκεφτόμαστε αλλιώς, μάθαμε από την παγκόσμια γεωγραφία της αντίστασης. Χτίσαμε μια νέα αριστερή ταυτότητα ανεκτικότητας στην άλλη άποψη και κοινής δράσης απέναντι στους ισχυρούς.
Στην πραγματικότητα δεν έφτασα ποτέ στην Γένοβα. Μέχρι την Ανκόνα πρόλαβα, από όπου και απελαθήκαμε. Τι να γράψω τότε για κάτι που δεν ήμουν, αναρωτήθηκα κι εγώ όταν μου προτάθηκε. Κι όμως αναμφισβήτητα η Γένοβα ήταν μια κομβική στιγμή για τη γενιά μου, αλλά και για μένα προσωπικά, ακόμα κι αν δεν ήμουν εκεί, και αυτό ίσως δείχνει τη σημασία της.
Αν μου ζητούσαν να περιγράψω ένα μόνο κυρίαρχο συναίσθημα, ένα χαρακτηριστικό που θα μου μείνει αξέχαστο από (τον δρόμο προς) την Γένοβα, ήταν η αίσθηση της αντεπίθεσης, με μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση για την εποχή.
Ο κόσμος που μεγαλώναμε ήταν γεμάτος καταρρεύσεις, χαμένα οράματα και ήττες που είχαν ήδη συντελεστεί. Και παρόλο που και η δική μας «γενιά» είχε μπει στο κίνημα στις μαθητικές καταλήψεις του ’90-91, τα χρόνια που ακολούθησαν δεν σου έδιναν την εντύπωση πως αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Όταν λοιπόν την εποχή του «τέλους των ιδεολογιών», μεγάλες εφημερίδες, εδώ και έξω, έφτασαν να μιλάνε για το αντίπαλο δέος στην οικονομία της αγοράς, τότε η συμμετοχή σου και μόνο σε κάτι τόσο μεγάλο είχε μια εντελώς ξεχωριστή σημασία.
Οι Ζαπατίστας το ’94, το Σιάτλ το ’99, οι πρώτες ευρωπορείες και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε έδιναν το σήμα ότι κάτι κινείται ενάντια στην μονοκρατορία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αλλά στην γειτονιά μας ήταν πρώτα η Πράγα το 2000 και στη συνέχεια η Νίκαια, το Γκέτεμποργκ και βασικά η Γένοβα που σφράγισαν την είσοδο ενός νέου ριζοσπαστικού κινήματος με μεγάλη συμμετοχή νεολαίας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ήταν βασικά η Γένοβα που κατάφερε να κάνει το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» να ηχεί στα αυτιά μας ως η ελπίδα που μας έλειπε. Αυτό το σύνθημα ήταν που έκανε τον αντίπαλο τόσο ορατό. Δεν ήταν ίσως το νέο όραμα που αναζητούσαμε. Είχε όμως την αμφισβήτηση του υπάρχοντος και την κοινή αναζήτησή του νέου στο έδαφος της κινηματικής δράσης.
Για τους νεότερους, που προερχόμασταν από την Ελλάδα της υπερπολιτικοποίησης, με τις σκληρές περιχαρακώσεις εντός της Αριστεράς, του πασοκικού συνδικαλισμού, τις αδύναμες κοινωνικές οργανώσεις και την ανυπαρξία αυτονομίας του κοινωνικού από το πολιτικό, η Γένοβα αρχικά και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα γενικότερα, με την κοινή δράση, τις αντισυνόδους και τα Φόρα, ήταν μια εκπαιδευτική διαδικασία άνευ προηγουμένου.
Έτσι βρεθήκαμε να πιάνουμε το χαμένο νήμα των κινημάτων που ξεπήδησαν από τον Μάη του ’68 και την ιταλική αυτονομία, τις εμπειρίες του φεμινιστικού και του πράσινου-αντιπυρηνικού κινήματος, των συνδικάτων βάσης και των τοπικών κινημάτων, να ανοίγουμε τα αυτιά μας σε νέες επεξεργασίες για τη φύση του νεοφιλελευθερισμού από διανοούμενους και ακτιβιστές όλου του πλανήτη, αλλά και να ερχόμαστε σε επαφή με νέες επεξεργασίες για σημαντικά ζητήματα, όπως τα μεταλλαγμένα και η κλιματική αλλαγή, τα ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας και αυτοπροσδιορισμού, την κουλτούρα οριζόντιας οργάνωσης και δημοκρατίας, τις δράσεις κοινωνικής ανυπακοής και αντιπληροφόρησης.
Μπορούμε να πούμε πως μάθαμε να σκεφτόμαστε αλλιώς, μάθαμε από την παγκόσμια γεωγραφία της αντίστασης και διδαχτήκαμε από την εμπειρία μικρών και μεγάλων αγώνων. Κυρίως όμως χτίσαμε μια νέα αριστερή ταυτότητα ανεκτικότητας στην άλλη άποψη και κοινής δράσης απέναντι στους ισχυρούς. Χτίσαμε σχέσεις συντροφικότητας με ανθρώπους και κινήματα. Από τους καθολικούς χριστιανούς και τις θεσμικές ΜΚΟ μέχρι τα κουίρ γκρουπ και το μπλακ μπλοκ με πλήρη εξάρτηση, σχεδόν όλες οι αποχρώσεις της Αριστεράς, όλα τα σχέδια ήταν νόμιμα αρκεί να εξασφάλιζαν –κατά το δυνατόν– ότι το ένα δεν ακύρωνε το άλλο, και όλα μαζί, το καθένα με τον τρόπο του, συνέβαλλαν στη συζήτηση και τη δράση.
Κι αν όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα και σπουδαία ήταν ακόμα ένα χαρακτηριστικό που αυτό το κίνημα είχε και μπορούσε να σου πάρει την καρδιά. Τη χαρά. Την αλληλεγγύη. Τη συντροφικότητα. Την αγάπη.
Οι διαδηλώσεις δεν γίνονταν πιο αγωνιστικές όσο πιο δυνατά έσκουζες το σύνθημα της ντουντούκας, όσο πιο βαριά χτύπαγες τα πόδια σου στο δρόμο, αλλά τραγουδώντας και χορεύοντας. Ίσως αυτή η γιορτή να ήταν το καλύτερο σάλπισμα κόντρα στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Η Γένοβα όμως ήταν και η άγρια καταστολή και η βία. Για εμάς, η αλλαγή πορείας των πούλμαν στην Ανκόνα, που μετά από μια νύχτα μεθυστικής χαράς έβλεπες να ξαναμπαίνουν στο καράβι και τους καραμπινιέρι να φράζουν την είσοδο, ήταν η βία της απέλασης, ήταν η κιθάρα που έσπαγε με κρότο στην μπουκαπόρτα, ήταν ο θυμός μας στην επιστροφή, ήταν η ακραία καταστολή στη Γένοβα και φυσικά ήταν ο Κάρλο Τζουλιάνι. Θυμάμαι να έχω γυρίσει πια στην Πάτρα, να μαθαίνω για την είδηση ενός νεκρού και να κολλάω τη μούρη μου στην πρώτη τηλεόραση που βρήκα μπροστά μου γεμάτος αγωνία καθώς έφταναν οι ειδήσεις, γεμάτος δάκρυα και πείσμα στην συνέχεια.
Η Γένοβα δεν ήταν μια στιγμή, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα δεν ήταν μια παρένθεση επαναστατικού τουρισμού. Η Γένοβα ήταν ο κομβικός σταθμός όπου συναντήθηκαν οργή και ριζοσπαστισμός, ελπίδα και αναζήτηση, παλιότεροι και νεότεροι, η αρχή μιας μεγάλης κινηματικής διαδικασίας που έπαιξε κρίσιμο ρόλο αλλάζοντας το κίνημα και την Αριστερά, παντού, αλλά σίγουρα και (σ)την Ελλάδα.
Να μην ξεχάσουμε εκείνη την αυτοπεποίθηση, εκείνη την χαρά, εκείνο το πείσμα να κάνουμε τον «άλλο» κόσμο πράξη σήμερα. Να μην ξεχάσουμε όσα μάθαμε για το πώς και με ποιους. Να μην ξεχάσουμε πως κάθε στιγμή πρέπει να μαθαίνουμε.
Να θυμηθούμε πως ο κόσμος που παλεύαμε να χτίσουμε ήταν και θα είναι πάντα στον αντίποδα του κυρίαρχου. Θα είναι «άλλος».