Από το προσωπικό αρχείο του Αλέκου Χατζηδάκη
«Στιγμές παραφοράς [moments of madness], στιγμές όπου «όλα είναι δυνατά», εμφανίζονται κατ’ επανάληψη στην ιστορία των συλλογικών δράσεων (…) Απελευθερωμένοι από τους καταναγκασμούς του χρόνου, του τόπου και των συνθηκών, από την ίδια την ιστορία, οι άνθρωποι μετέρχονται μέσων που τους παρέχουν τα γνώριμα ρεπερτόρια ή σφυρηλατούν νέες μορφές δράσης με μια κίνηση δημιουργίας (…) Αυτές οι ταραχώδεις στιγμές μπορεί να είναι απαραίτητες για τον πολιτικό μετασχηματισμό των κοινωνιών καθώς τροφοδοτούν νέους δρώντες με τα ακροατήρια και τη δύναμη να προκαλέσουν ρήγματα στις υφιστάμενες συμβάσεις» (Zolberg, 1972).
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω δυο λόγια για τη Γένοβα, για εκείνες τις μέρες του Ιουλίου του 2001 που άλλαξαν αν όχι τον κόσμο, έτσι όπως τον επιθυμούσαμε και τον επιθυμούμε, τουλάχιστον τον κόσμο τον δικό μας, όλων ημών των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών στα γεγονότα, η αμφιθυμία μου ήταν μεγάλη. Με ποια ιδιότητα να γράψω; Μ’ εκείνη της μέχρι τότε ανένταχτης διαδηλώτριας, η οποία λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου (στο «Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ» στα Ιλίσια, συγκεκριμένα) είχε καταφέρει να «ψήσει» μια φίλη της να ακολουθήσουν το καραβάνι της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Διαδήλωση της Γένοβας»; Η με τη μεταγενέστερη, μ’ εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα που αναλύει από απόσταση και διαύγεια κοινωνικές εμπειρίες που ενδεχομένως και να έχει ζήσει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν;
Το ταξίδι ήταν το ίδιο, οι επιβάτες πάνω-κάτω οι ίδιοι, οι αποσκευές ίσως να άλλαζαν λιγάκι. Αποφάσισα λοιπόν την ευγενή συνεργασία των δύο – με σαφέστατα υποβαθμισμένη αν όχι μεταμφιεσμένη τη δεύτερη. Άλλωστε, τα γεγονότα της Γένοβας και η αλληλουχία των συμβάντων που αυτά πυροδότησαν, τα βιώματά μου, οι διαδρομές των «ανώνυμων ανθρώπων» της αντίστασης και του οράματος ήταν εκείνα που καλλιέργησαν τον βαθύ πόθο μου για κατάδυση στο μαγικό βυθό της συλλογικής δράσης. Τόσο ως τρόπου ζωής και ενατένισης των μυστηρίων που την ορίζουν και της αποδίδουν ένα κάποιο νόημα, όσο και ως πεδίου έρευνας και θεωρητικού στοχασμού.
Παρά, λοιπόν, την πολλαπλότητα των οπτικών, και την πολυφωνία στην εξιστόρηση των γεγονότων, των «μικρών» και των «μεγάλων» στιγμών του Χρονικού της Γένοβας, νομίζω, πως όλοι και όλες θα συμφωνήσουμε στο ότι κανείς και καμιά μας, δεν ήξερε (και κυρίως δεν ήθελε να ξέρει) τι θα συμβεί. Ίσως σ’ αυτήν τη βεβαιότητα για το «αβέβαιο» να εδραζόταν κι εκείνη η αθώα και ταυτόχρονα διαβολεμένη ορμή που μας έσπρωχνε προς τα εκεί όπου «όλα είναι δυνατά». Κι αυτό ήταν αισθητό από την αρχή. Από τις ταχύτατες διαδικασίες με τις οποίες χτίσαμε σχέσεις συντροφικότητας και προϋποθέσεις κεφιού μέσα στα πούλμαν και στο καράβι για την Αγκόνα. Από την παγερή υπεροχή που επιδεικνύαμε (όχι πάντοτε με τις πλέον αρμόζουσες χειρονομίες) στην αυτοκινητοπομπή των καραμπινιέρων που μας ακολουθούσε στη διαδρομή Αγκόνα-Γένοβα. Από την πανηγυρική χαρά που μας κατέκλυσε όταν νηστικοί/ες, άυπνοι/ες, καταταλαιπωρημένοι/ες (2+ ημέρες ταξίδι), απροετοίμαστοι/ες (έως ολίγον φρικιά) φτάσαμε επιτέλους στον πολυπόθητο τόπο προσωρινής διαμονής μας (το θρυλικό Σικλαμίνι) και έβρεχε. Έβρεχε πολύ. Με το χώμα να έχει μετατραπεί σ’ έναν λασπερό ιμάντα προσδοκιών στον οποίο όχι σκηνή δεν μπορούσε να στηθεί, αλλά ούτε το σώμα μας όρθιο. Και την επόμενη μέρα, την Παρασκευή 20 Ιουλίου είχαμε τη διαδήλωση της «πολιτικής ανυπακοής».
Ήταν η μέρα αμφισβήτησης της ιερότητας της «κόκκινης ζώνης», του σιδερόφραχτου καθαγιασμένου χώρου λήψης αντι-δημοκρατικών αποφάσεων από τους ισχυρότερους της γης, τους G8. Διασχίζοντας το σμάρι των πολύχρωμων διαδηλωτών, συναντηθήκαμε με το μαζικό μπλοκ (περίπου 35.000) των Tute Bianche («Λευκές Φόρμες»), των ιταλών «ομόλογων» μας από τα κοινωνικά κέντρα της Ιταλίας, των ευφάνταστων συντρόφων-ισσών που είχαν εισάγει στη σκηνή του θεάτρου δρόμου της διεθνικής δράσης μια πρωτόγνωρη για τα συγκρουσιακά ήθη διεκδικητική δραματουργία: την «πολιτική ανυπακοή», τη σωματοποιημένη και μη βίαιη αντίσταση στις αστυνομικές αρχές μέσα από τη χρήση αυτοσχέδιων προστατευτικών μέσων (πλέξιγκλας, σαμπρέλες, κράνη). Μπροστά μας, το εξίσου, σχετικά πρωτοεμφανιζόμενο (μετά τη διαδήλωση στην Πράγα) Black Block («Μαύρο Μπλοκ»), το οποίο με τη σειρά του «αμφισβητούσε» την απαγόρευση με πρακτικές άμεσης δράσης συμπεριλαμβανομένων και συγκρούσεων με την αστυνομία και καταστροφών των συμβόλων του νεοφιλελευθερισμού (τράπεζες, πολυεθνικές εταιρίες). Εκείνη τη μέρα είχαμε το πρώτο νεκρό της δικής μας κινηματικής γενιάς, τον Κάρλο Τζουλιάνι. Μπροστά στα μάτια μας, από τους διψασμένους για βία καραμπινιέρους.
Αίσθηση καταστολής δεν έχω από εκείνη την ημέρα. Επάνω μας είχαν εφαρμόσει ταυτοχρόνως και εναλλάξ όλες τις μεθόδους καταστολής, σε βαθμό που το σώμα και το μυαλό να ζητά διέξοδο στη μουδιασμένη όαση της λήθης: επιθέσεις στα στάδια-καταλύματα των διαδηλωτών-τριών, απαγόρευση κυκλοφορίας και απλώματος μπουγάδας στην πόλη, εξονυχιστικοί και εξευτελιστικοί έλεγχοι, ξύλο δίχως αύριο στα μπλοκ, ακατάσχετη ρίψη δακρυγόνων, συλλήψεις και βασανισμοί διαδηλωτών σε αυτοσχέδια κρατητήρια, δολοφονία Τζουλιάνι. Εντούτοις, έχω ακόμη τις μνήμες της συλλογικής αγάπης (με σύμβολο το μαλόξ), της έγνοιας για τον διπλανό και τη διπλανή κατά τη διάρκεια της πολύβουης διαδήλωσης, της συλλογικής φρενίτιδας που μας κυρίευε την ώρα που από τα μεγάφωνα του φορτηγού των Tute Bianche ακουγόταν το «Killing in the name» των Rage Against the Machine, και του συλλογικού θυμού που μας κυρίευσε αργά το βράδυ, όταν επιτέλους επιστρέψαμε στο στάδιο Καρλίνι. Το σύνθημα «Είμαστε 6 δισ., είσαστε 8», μέσα σε μια νύχτα μεταστοιχειώθηκε στην κραυγή «Assassini!». Μ’ αυτό το σύνθημα πορευτήκαμε την επόμενη μέρα, το Σάββατο 21 Ιουλίου. Περίπου 350.000 αποφασισμένοι διαδηλωτές. Επί μια ολόκληρη μέρα κυνηγιόμασταν με την αστυνομία μέχρι που φτάσαμε στο νεκροταφείο, έξω από την πόλη, για να βρούμε καταφύγιο. Τραγουδώντας παραφρασμένο το Κοκοράκι.
Στο καράβι της επιστροφής όλο αυτό το συλλογικό βίωμα είχε μετουσιωθεί σε συλλογική ενέργεια για πολιτική δράση. Πολιτική, όχι με τη μίζερη έννοια. Αυτή δεν μας ενδιέφερε. Μας ενδιέφερε η πολιτική να συνεχιστεί με άλλους όρους. Με τους όρους που θα έθετε η δική μας ηχηρή κραυγή «Είμαστε κι εμείς εδώ!». Κι αυτή η ευχή σε μεγάλο βαθμό εισακούσθηκε. Φτιάξαμε τόσα πράγματα μαζί, αλλάξαμε τα εντόπια ρεπερτόρια δράσης. Μαχητικά και μαζικά, στήσαμε 63 Φόρουμ σ’ όλη την Ελλάδα, συγκροτήσαμε το όχημα αλλαγής ΣΥΡΙΖΑ, και πιστέψαμε σ’ αυτό. Κι ανεξάρτητα απ’ την τροπή που πήραν τα πράγματα, πάντα, στο πίσω μέρος του μυαλού μας θα υπάρχει, έστω και σαν ξεθωριασμένη φωτογραφία, η νοσταλγική και αναπαλλοτρίωτη εικόνα του συντρόφου, της συντρόφισσας, του «εμείς» για όσους και όσες ζήσαμε τη Γένοβα.