Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Οι δυο σπουδαιότεροι υποψήφιοι στις προσεχείς (Απρίλιος του 2022) προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, ο νυν πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και επικεφαλής του «κεντρώου» κόμματος Δημοκρατία Εμπρός (En march), και η πρόεδρος της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (Rassamblement National) Μαρίν Λε Πεν, δεν πτοήθηκαν από την ήττα τους στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Ο πρώτος άφησε σαφώς να εννοηθεί λίγο αργότερα ότι θα είναι πάλι διεκδικητής του αξιώματος, η δεύτερη επισημοποίησε μάλιστα την υποψηφιότητά της στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός της.
Όμως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όχι μόνο λόγω της αναφερθείσης ήττας, που έδειξε ότι πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι, που στήριξαν τον Μακρόν στις εκλογές του 2017, τον εγκαταλείπουν τώρα για να επανέλθουν στους κόλπους των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, ιδίως του ρεπουμπλικανικού (Les Republicains). Αλλά και λόγω της τεράστιας αποχής (66%), που δείχνει ότι το πολιτικό σκηνικό δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο ρευστό.
Παρόλα αυτά, οι δημοσκόποι επιμένουν ότι ο Μακρόν και η Λε Πεν θα ξαναφθάσουν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών –χωρίς να αποκλείουν βέβαια την παρείσφρηση ενός ρεπουμπλικάνου υποψήφιου. Αν δεν εμφανισθεί λοιπόν έγκαιρα –κάτι μάλλον απίθανο– ένας θελκτικός αριστερός υποψήφιος με τα «όλα» του: κύρος, αξιοπιστία και ρεαλιστικό ριζοσπαστισμό, οι Γαλλίδες και οι Γάλλοι θα έχουν πάλι να επιλέξουν ανάμεσα σε έναν/μία εκπρόσωπο της Δεξιάς ή της Ακροδεξιάς.
Από την Σκύλλα στη Χάρυβδη; Όχι ακριβώς. Η Λε Πεν διαφέρει ουσιαστικά σε πολλά θέματα από τους δεξιούς αντιπάλους της. Παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόεδρος της Εθνικής Συσπείρωσης έχει αποκηρύξει μεν στα λόγια το σχέδιο αποχώρησης από την Κοινότητα, στην πράξη κάνει όμως ό,τι μπορεί για να το προωθήσει. Σε άρθρο που έγραψε πρόσφατα στην Opinion δηλώνει απροσχημάτιστα ότι μόλις γίνει πρόεδρος θα διακόψει πλήρως τις σχέσεις με τη Γερμανία, την οποία κατηγορεί για «προδοσία» των γαλλογερμανικών συμφωνιών. Στη θέση της θέλει να βάλει τη Μεγάλη Βρετανία –τη χώρα που μόλις αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι πασιφανές ότι αυτό θα προκαλούσε αυτόματα τη διάλυση της «Ενωμένης Ευρώπης». Αλλά αυτό ούτε που θέλουν να το ακούσουν τα δεξιά κόμματα. Γι’ αυτά η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αποτελεί, παρά τα «παράσιτα» από τη Γερμανία, το βασικό εργαλείο για την ανάδειξη της Grande Nation σε παγκόσμιο οικονομικό παίκτη –στόχο από τον οποίο δεν θέλουν με τίποτα να παραιτηθούν.
Ταυτόχρονα, οι δυο παρατάξεις έχουν και κοινά χαρακτηριστικά. Η Εθνική Συσπείρωση (παλιότερα Εθνικό Μέτωπο) χύνει μεν εδώ και σαράντα χρόνια το δηλητήριο της κατά των ξένων, αλλά και τα δεξιά κόμματα δεν πάνε πίσω. Οι ηγέτες τους είναι και εξ ιδίων ξενοφάγοι. Και μάλιστα, όπως έδειξαν οι περιφερειακές εκλογές, πιο επιτυχημένοι, επειδή ξέρουν να πουλούν –περιτυλιγμένη στις αξίες της γαλλικής επανάστασης– πιο «κομψά» την ξενοφοβία και να αφαιρούν έτσι από τους ψηφοφόρους τους τις τύψεις για την απάνθρωπη στάση τους έναντι των ξένων.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Ήδη τη δεκαετία του ‘60 αμερικανοί κοινωνιολόγοι διαπίστωναν ότι δίπλα στον ριζοσπαστισμό των «άκρων», ήτοι της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς, υπάρχει και ο ριζοσπαστισμός του Κέντρου, που έχει συνήθως ακροδεξιές αποφύσεις. Το κορυφαίο παράδειγμα γι’ αυτό τελευταία είναι η ριζοσπαστικοποίηση των Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ, οι οποίοι, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, βαδίζουν στον δρόμο του εκφασισμού. Στη Γαλλία τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, ο ριζοσπαστισμός του Κέντρου παίρνει όμως κι εδώ απειλητικές διαστάσεις.
Αυτό συνεπάγεται πολλούς κινδύνους. Ήδη ο Μακρόν έχει μετατρέψει τη Γαλλία σε «κράτος ασφάλειας» (Τζιόρτζιο Αγκάμπεν), η ουσία του οποίου είναι ο παραμερισμός της εκτελεστικής εξουσίας από την κοινοβουλευτική μέσω της επαναλαμβανόμενης επιβολής του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης. Τυχόν επανεκλογή του, ή η εκλογή ενός Ρεπουμπλικάνου, θα οδηγούσε, υπό τις συνθήκες της πανδημίας μάλιστα, στην περαιτέρω εδραίωση αυτού του κράτους.
Υπό την Λε Πεν ως πρόεδρο το «κράτος ασφάλειας» θα έπαιρνε σίγουρα γκροτέσκες μορφές. Όμως κάτι τέτοιο είναι πολύ απίθανο: στη Γαλλία είναι ακόμα ζωντανή η ιδέα του αντιφασισμού, που απαγόρευε ρητά στη μεταπολεμική Ευρώπη τη συνεργασία των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου με την Ακροδεξιά. Για πολλές δεκαετίες η ιδέα αυτή αποτελούσε ταμπού. Αυτό έσπασε για πρώτη φορά το 2000 με την είσοδο των ακροδεξιών Φιλελεύθερων του Γιόργκ Χάιντερ στην κυβέρνηση της Αυστρίας. Ο γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ είχε πρωτοστατήσει τότε στον πολύμηνο αποκλεισμό της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στα μέτρα που πάρθηκαν εναντίον της. Έκτοτε βέβαια το «σπάσιμο» αυτό έχει γίνει κανόνας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Όχι όμως στη Γαλλία, που, μαζί με τη Γερμανία, παραμένει το κυριότερο οχυρό κατά της σύμμειξης της Δεξιάς με την Ακροδεξιά.