Έφυγε από τα πρωτοσέλιδα ή φιλοξενήθηκε με μονόστηλο, αντίθετα από την αναγγελία της υπόθεσης, η απόφαση της Βουλής για την παραπομπή του Νίκου Παππά. Και ήταν σοφό για τη «συμμαχία» κατά του νόμου που ψηφίστηκε επί υπουργίας του και τώρα τους υποχρεώνει να πληρώνουν, καθώς παρά τις επίμονες προσπάθειες δεν βρήκαν στοιχεία για να περισωθούν –κι αυτά μετέωρα– με μια ήσσονος σημασίας κατηγορία και, το πιο σημαντικό, με απώλειες. Διότι οι δύο βουλευτές της ΝΔ ή του ΚΙΝΑΛ που δεν ψήφισαν υπέρ της παραπομπής, δεν ήταν οι μόνοι που δεν πείστηκαν για το δίκαιο της διαδικασίας. Μάταια ο κ. Γεραπετρίτης προσπάθησε ερμηνεύοντας την ισχνή κατάληξη της αποδιδόμενης κατηγορίας ως τη «μεγαλύτερη απόδειξη ακεραιότητας της διαδικασίας». Το αληθές είναι αυτό που συνόψισε, με σχόλιό του, αμέσως μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ο Νίκος Παππάς: «Η ΝΔ συγκρούστηκε με την αλήθεια και έμεινε με τα υπολείμματα της κομματικής σκοπιμότητας και μάλιστα με διαρροές».
Λίγο η έξαρση της πανδημίας, λίγο το καλοκαίρι, η συνεδρίαση της Βουλής για το πόρισμα της προανακριτικής με το ερώτημα της παραπομπής ή όχι του Νίκου Παππά στο ειδικό δικαστήριο, δεν γνώρισε την ίδια θορυβώδη δημοσιότητα που γνώρισε η όλη προετοιμασία για τη σύσταση της συγκεκριμένης επιτροπής, πριν από λίγους μήνες.
Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό που έριξε κάπως τους τόνους. Ήταν και το μάλλον πενιχρό αποτέλεσμα των εργασιών τής επιτροπής, οι οποίες έλαβαν πρόωρο τέλος απρόσμενα και πολύ βιαστικά. Γεγονός που παραπέμπει πιθανότατα σε μια πολιτική εκτίμηση από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι δεν αναμένονται περισσότερα επικοινωνιακά πολιτικά οφέλη και ότι, έτσι και αλλιώς, η βασική επιδίωξη να φανεί πως όλοι ίδιοι είναι, μπορεί να υπηρετηθεί και με τα ως τώρα δεδομένα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη τη διάρκεια της Ολομέλειας δεν εμφανίστηκαν ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε κοινοβουλευτικά κυβερνητικά στελέχη, παρά το γεγονός ότι θα πρέπει να γνώριζαν πως θα μετάσχει και θα πάρει το λόγο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρας. Μόνο μετά το τέλος της ομιλίας του χρειάστηκε να έρθει στην αίθουσα ο κ. Γεραπετρίτης για μια πρόχειρη απάντηση.
Ένα αίσθημα ματαίωσης
Ότι υπήρξε ένα αίσθημα ματαίωσης με την απόφαση να μην περιληφθεί στο πόρισμα το αδίκημα της δωροληψίας, αλλά μόνο η –διάτρητη, εξάλλου– πλημμεληματική παράβαση καθήκοντος, ήταν φανερή σε πολλές τοποθετήσεις βουλευτών της ΝΔ, με προεξάρχοντα τον κ. Μαρκόπουλο. Μόνο που την απέδιδαν σε κάποια συνωμοσία, που δεν επέτρεψε στον βασικό μάρτυρα, τον κ. Καλογρίτσα να πει όσα γνώριζε. Προφανώς, δεν ικανοποιεί όλους το πόρισμα πολιτικά, παρότι νομικά ως εκεί φαίνεται ότι μπορούσε να φτάσει. Γι’ αυτό και αρκετοί της κυβερνητικής πλειοψηφίας παρουσίασαν την ανάγκη σαν φιλοτιμία, ισχυριζόμενοι ότι η απόρριψη της δωροληψίας είναι απόδειξη αμερόληπτης κρίσης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρόμοια αίσθηση προκύπτει και από τοποθετήσεις εκπροσώπων του Κινήματος Αλλαγής. Που συνοδεύτηκαν από καταγγελίες της κυβερνητικής πλειοψηφίας για βιαστική λήξη των εργασιών της προανακριτικής. Ο κ. Καμίνης, μάλιστα, τέλειωσε την ομιλία του τονίζοντας ότι «η διαδικασία αυτή ουδέποτε έχει αποδώσει τα αναμενόμενα». Παρατήρηση που καταφανώς έρχεται σε αντίθεση τόσο με την προ μηνών υπερψήφιση της πρότασης για σύσταση προανακριτικής, όσο και με την υπερψήφιση του πορίσματος της πλειοψηφίας από το κόμμα του.
Παρόμοιες απόπειρες να τεθεί το γενικότερο ζήτημα της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής, από παλαιότερα μέλη της Βουλής κυρίως, δεν είχαν συνέχεια. Το, μάταια πολλές φορές, αναμενόμενο πρόσκαιρο πολιτικό όφελος επικρατεί και απωθεί ωριμότερες σκέψεις. Έτσι, το πρώτο βήμα που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ, με την παραπομπή της υπόθεσης Νοβάρτις απ’ ευθείας στην τακτική δικαστική εξουσία, δεν ολοκληρώθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγματος.
Το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα τα παραπάνω συνέβαιναν στην επιφάνεια της Ολομέλειας. Κάτω από αυτήν, εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος το πραγματικό ερώτημα: Είναι δυνατόν, και με ποιο τρόπο, να επιχειρηθεί ο θεσμικός και συνταγματικός έλεγχος της λειτουργίας των μέσων, που χρησιμοποιούν νόμιμα παραχωρούμενες δημόσιες συχνότητες;
Από τη σκοπιά αυτή, είναι ευδιάκριτη η διαφορά στάσης των πολιτικών δυνάμεων. Δεν είναι ανάγκη να θυμηθούμε παλιότερες τοποθετήσεις που υποδείκνυαν απεριόριστο αριθμό καναλιών και πρακτικές δεκαετιών με αρρύθμιστο, δωρεάν και ασύδοτο το τηλεοπτικό τοπίο. Και στην προχθεσινή συζήτηση ακούστηκαν υποδείξεις ανάλογες: «Αν είχατε αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν όπως τα είχε δρομολογήσει ο κ. Ρουσόπουλος, δεν θα υπήρχε πρόβλημα» (Μπ. Παπαδημητρίου). Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν είχε εκδηλωθεί ποτέ πολιτική πρόθεση για ρύθμιση. Και μόνο με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήθηκε μια λύση.
Με όση κριτική διάθεση και αν δει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε αυτή η λύση και το αποτέλεσμα, δεν μπορεί να μην το αναγνωρίσει αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Ν. Παππά, που θα πρέπει να έβγαλαν και τα συμπεράσματά τους, αρνητικά και θετικά, από αυτή την εμπειρία. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι, παρά τα θρυλούμενα περί κατάργησης του σχετικού νόμου από το ΣτΕ, η ΝΔ δεν αποπειράθηκε την κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του, αλλά εφαρμόζει την τακτική της υπονόμευσής του πλαγιοκοπώντας τον με πράξεις ή παραλείψεις υπέρ των ιδιοκτητών των καναλιών και των απαιτήσεών τους.
Και στην υπόθεση της παραπομπής, ένας από τους κύριους στόχους της ΝΔ είναι η κατασυκοφάντηση των εμπνευστών του ρυθμιστικού νόμου ότι κι αυτοί σχέσεις εξάρτησης επιδίωξαν, ώστε να είναι ανοιχτό το πεδίο διαιώνισης της διαπλοκής. Η οποία δεν γίνεται να εξημερωθεί, μόνο να τιθασευτεί. Με επίμονη και διαρκή προσπάθεια θεσμικής θωράκισης του δημόσιου συμφέροντος μέσω του δημοκρατικού ελέγχου. Και, επίσης, με την αναβάθμιση και θεσμική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.