Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης και των φιλοκυβερνητικών μέσων για την έγκριση, από το Ecofin της περασμένης Τρίτης, του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης δεν μπόρεσαν να αποκρύψουν για πολύ από την κοινή γνώμη την πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, αυτό έγινε μόνο αφού πρώτα η κυβέρνηση υποχρεώθηκε –η μόνη ανάμεσα στους υπό έγκριση δώδεκα εταίρους– να το αποσύρει και να προχωρήσει σε τροποποιήσεις, που η σημασία τους θα αξιολογηθεί όταν το συνολικό σχέδιο έρθει, όπως προβλέπεται, στη Βουλή εντός των επομένων ημερών, πριν αρχίσει η εκταμίευση των κονδυλίων, τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, και, φυσικά, έχοντας ήδη εγκριθεί τυπικά από την Κομισιόν, κάτι που είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο προς υπεράσπιση των σχεδιασμών της.
Διότι –και αυτό είναι επίσης κάτι που δεν ήταν ευρέως γνωστό πριν το επιτελικό κράτος υποχρεωθεί στην ταπεινωτική επίκυψη να προβεί στην τροποποίηση του αρχικού του σχεδίου– η κυβέρνηση, αγνοώντας επιδεικτικά το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τους κοινωνικούς και παραγωγικούς φορείς και οργανώσεις, είχε αρνηθεί να παρουσιάσει στη Βουλή το συνολικό σχέδιο τον 4.000 και πλέον σελίδων πριν το καταθέσει επισήμως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς έγκριση, αρκούμενη προσχηματικά να καταθέσει μια απλή περίληψη…
Το ζήτημα ανέδειξε στις… ευρωπαϊκές διαστάσεις του ένα δημοσίευμα του ιστότοπου EurActiv. Τα ερωτήματα, ωστόσο, που συνοδεύουν το σχέδιο στις… εγχώριες διαστάσεις του είχαν ήδη επισημανθεί εμφατικά από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ότι, δηλαδή, η κυβέρνηση προχώρησε χωρίς να διαβουλευτεί με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, αλλά και τα κόμματα ως εγγυητές της δημοκρατικής διαφάνειας, προσκολλημένη στην επιλογή της να διοχετεύσει κονδύλια μόνο στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν, ούτως ή άλλως, πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, εκθέτοντας έτσι τη χώρα στον κίνδυνο το ταμείο ανάκαμψης να μετατραπεί από κρίσιμος παράγοντας στήριξης και μετασχηματισμού της οικονομίας σε εργαλείο πρόσκαιρης μικροκομματικής εκμετάλλευσης από την ίδια, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί μια μεγάλη –και ίσως η τελευταία– ευκαιρία άμβλυνσης των ανισοτήτων, βιώσιμης ανάπτυξης, παραγωγικής ανασυγκρότησης της πραγματικής οικονομίας.
Το δημοσίευμα του EurActiv ήρθε να επιβεβαιώσει ότι τις ίδιες ανησυχίες συμμερίζονται, εν πολλοίς, και οι ευρωπαίοι εταίροι. Σύμφωνα με αυτό, κατά τη διαδικασία επικύρωσης του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης από το συμβούλιο των κρατών-μελών, ορισμένες χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, ζήτησαν διευκρινίσεις για το με ποια κριτήρια θα επιλέγονται οι επιχειρήσεις στις οποίες θα δοθεί πρόσβαση στα φτηνά δάνεια, ύψους 12,7 δισ. ευρώ, του ταμείου ανάκαμψης. Η ανησυχία των εταίρων, που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την τροποποίηση του σχεδίου, ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα σε –κατά την αυθαίρετη κρίση της– «ασφαλείς» επενδυτές, που ούτως ή άλλως έχουν ευχέρεια πρόσβασης στις τράπεζες, και όχι σε επενδύσεις σε τομείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που, μολονότι υπέστησαν σοβαρό πλήγμα από την πανδημία, επέδειξαν ανθεκτικότητα ικανή να εγγυηθεί για τη συνέχισή τους και, συνακόλουθα, για τη διάσωση χιλιάδων θέσεων απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση το Ecofin δεν θα μπορούσε να μην λάβει υπόψη στην κρίση του την έκθεση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), σύμφωνα με την οποία η διαβούλευση που έγινε στην Ελλάδα δεν είχε καμία ουσιαστική επίδραση στον σχεδιασμό της κυβέρνησης, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Μάλτα, η Κύπρος, η Φιλανδία και η Βουλγαρία. Αλλά και μια άλλη μελέτη, εκείνη της Societe Generale, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι η χώρα που διαθέτει τα λιγότερα κονδύλια (σχεδόν 17%) για την κοινωνική συνοχή σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Γερμανία και η Γαλλία, που διαθέτουν το 20% και πάνω των δαπανών τους.
Η πανδημία, και η οικονομική κρίση πριν (αλλά και μετά;) από αυτήν, προφανώς έχουν συνετίσει σε σημαντικό βαθμό την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με το πόσο κρίσιμη για τη συνοχή τής ίδιας είναι η κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό των κρατών-μελών – αν υποτεθεί ότι το κυρίαρχο οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο δεν έχει απωλέσει τα αντανακλαστικά που του επέτρεψαν να παρατείνει την επικράτησή του δύο τουλάχιστον αιώνες μέχρι σήμερα…
Αντανακλαστικά που επιβάλλουν στο σύστημα να μην αδιαφορήσει για το γεγονός ότι ενώ στην Ε.Ε. η ανεργία κυμαίνεται στο 7%, στην Ελλάδα παραμένει 10 μονάδες μεγαλύτερη, φτάνοντας τον περασμένο Απρίλιο το 17%. Ότι για 12 συνεχόμενους μήνες οι άνεργοι ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο. Ότι, εξίσου ανησυχητικά, εντείνεται η τάση όσοι δεν βρίσκουν δουλειά ουσιαστικά να παραιτούνται και από την αναζήτησή της, αυξάνεται, δηλαδή, ο λεγόμενος οικονομικά ανενεργός πληθυσμός, που φέτος αυξήθηκε κατά 219.000 σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020.
Ο καπιταλισμός των συμφερόντων που υπηρετεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να συμβαδίσει με τον καπιταλισμό που επωάζεται σε συνθήκες πανδημίας.
Ας αναζητηθούν εδώ οι λόγοι για τους οποίους, στο όνομα της ανάκαμψης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υποχρεώθηκε σε επίκυψη από το Ecofin της περασμένης Τρίτης. Πόσο μεγάλη είναι αυτή η επίκυψη, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να φανεί όταν το συνολικό σχέδιο ανάκαμψης κατατεθεί προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής τις αμέσως επόμενες μέρες.