Σταύρος Κρητιώτης «Πανδοχείο Ευσύνοπτων», εκδόσεις Μελάνι, 2021
Ο Σταύρος Κρητιώτης αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία. Ακολουθεί ένα δρόμο μοναχικό, αφού ο πειραματισμός και η ανατροπή των παραδεδεγμένων, ιδίως σε ζητήματα μορφής, αλλά όχι μόνο, δεν είναι πράγματα ιδιαίτερα δημοφιλή στα καθ’ ημάς.
Υπάρχει η γνωστή γραμμή Στρατή Δούκα, Θανάση Βαλτινού, για το «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο», ωστόσο ο Σταύρος Κρητιώτης, με αναφορές και στον προπάτορα –εν μέρει– των προηγούμενων δύο, Εμμανουήλ Ροΐδη, πηγαίνει το είδος στα άκρα, τόσο που πλέον να μην μπορεί καν κανείς να τον θεωρήσει συνεχιστή των προηγουμένων. Στην πραγματικότητα έχει ελάχιστους συνομιλητές στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και οι όποιες αναφορές του θα πρέπει να αναζητούνται κυρίως στο εξωτερικό, σε άλλες, πιο τολμηρές λογοτεχνίες.
Ο Σταύρος Κρητιώτης δεν έχει λοιπόν πολλή σχέση με το γραμμικής μορφής μυθιστόρημα, το χτίσιμο χαρακτήρων κ.λπ. Είναι γνωστές οι τεχνικές συρραφών που έχει στο παρελθόν χρησιμοποιήσει. Συρραφών ακόμα και δημοσιογραφικών κειμένων, κειμένων κριτικών του βιβλίου κ.ά., που πραγματοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε με το κατάλληλο μοντάζ να ανασημασιοδοτούνται, να διαβάζονται σαν νέα κείμενα, σαν καινούριες ιστορίες.
Τα μυθιστορήματά του «Σελίδες σκόπιμα λευκές», «Το μηνολόγιο ενός απόντος», «Εικονικές αντιγραφές», «Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης; και «Η κατασκευή μιας υστεροφημίας» έχουν εκδοθεί σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Το πρώτο και το τελευταίο από αυτά εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη που δεν υπάρχουν πια, οπότε μία ακόμη μετακόμιση, αυτή τη φορά στον φιλόξενο οίκο των εκδόσεων Μελάνι, ήταν υποχρεωτική.
Το «Πανδοχείο ευσύνοπτων», με υπότιτλο «Αλλότροπες αφηγήσεις σε δωμάτια και υπόγεια», είναι ένα βιβλίο με πολύ μικρές ιστορίες, αυτόνομες, που συγκροτούνται σε κεφάλαια χωρισμένα με βάση θεματικές κατηγορίες που είναι, οιονεί, τα δωμάτια αυτού του πανδοχείου: «Δωμάτιο αμφιβολίας», «Δωμάτιο απροσδόκητων», «Δωμάτιο γραφής», «Δωμάτιο ετερογονίας των σκοπών», «Δωμάτιο ολοκληρωτισμού», «Δωμάτιο πολέμου» είναι μερικά από αυτά.
Οι ήρωές του δεν έχουν ονόματα. Έχουν κυρίως ιδιότητες, επαγγελματικές ή άλλες: λ.χ. «στρατηγός», «αυτοκράτορας», «δωσίλογος», «δεσμοφύλακας», «ζωγράφος», «συγγραφέας», «εκδότης», «ιστορικός» κ.α. Οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι ιδέες ενός μεγάλου μυθιστορήματος που εδώ παρουσιάζονται σαν ελάχιστες συνόψεις. Πρόκειται για ακέραιες ιστορίες που όμως έχουν υποστεί απόλυτη αφαίρεση. Όταν λ.χ. μιλάει για κάποια «χώρα» ή κάποιους «ομοεθνείς» ή «ομογενείς» σε γειτονική χώρα δεν ξέρουμε για το αν μιλάει για Έλληνες ή κάποιους άλλους. Και έτσι, σχεδόν με τρόπο καβαφικό, κατορθώνει να μιλήσει για όλα τα ανθρώπινα, τον έρωτα, τον θάνατο, την εξουσία, το χρήμα, τον ρατσισμό, τα τεχνάσματα και τις απάτες, την ανοησία σοφών και αδαών, ελλειπτικά αλλά και καίρια. Με ένα χιούμορ αλλά και ένα φλέγμα, θα έλεγε κανείς, που δίνει στα κείμενα αυτά τη μεγάλη τους δύναμη.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το κείμενο «Λίβελοι» από το κεφάλαιο «Δωμάτιο γραφής», όπου ασχολείται ως επί το πλείστον με συγγραφείς, εκδότες και αναγνώστες. «Έγινε κρυφός συνέταιρος σ’ έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τάχα για να είναι ανεξάρτητος στις δημοσιεύσεις του, αλλά στην πραγματικότητα, για να εκδίδει τα αζήτητα βιβλία του, τα οποία κανείς εκδότης δεν δεχόταν. Η απορρέουσα συσσώρευση ζημιών σταμάτησε όταν έγραψε και εξέδωσε με τον οίκο αυτό άκρως επιθετικούς λιβέλους κατά των δικών του βιβλίων, υπό ψευδώνυμο, βεβαίως. Τόσο οι λίβελοι όσο και τα λοιδορούμενα βιβλία έγιναν μεμιάς ανάρπαστα».
Αλλά και το πιο χονδροειδές, σε πρώτη ανάγνωση, κείμενο με τίτλο «Επιτατικές καταλήξεις», έχει μια κρυμμένη λεπτότητα και τραγικότητα ταυτοχρόνως που το κάνει αριστουργηματικό: «Ήταν όλα μικρά στη ζωή του. Για να τα μεγεθύνει, μετέπλαθε κάθε βράδυ με επιτατικές καταλήξεις τα ουδέτερα ουσιαστικά σε θηλυκά και τα κατέγραφε προσεχτικά, καθισμένος σε μια κασόνα, στην άκρη της χωράφας του».
Ένα θέμα που τον απασχολεί σε τρία-τέσσερα κείμενά του τουλάχιστον, είναι το θέμα εκείνων που υπηρετούν ένα καθεστώς και που σκέφτονται πονηρά κάνοντας κρυφά κάποιες ενέργειες ώστε σε περίπτωση που το καθεστώς πέσει, να θεωρηθούν αντιστασιακοί. Ένα τέτοιο είναι ο «Δεσμοφύλακας», ο οποίος μάλιστα μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: «Ήταν πια ξεκάθαρο πως το ολοκληρωτικό μας καθεστώς τα είχε φάει τα ψωμιά του. Ένας δεσμοφύλακας αντιστασιακών κρατουμένων, όπως εγώ, έπρεπε, συνεπώς, να θωρακιστεί απέναντι στην επέλαση του μέλλοντος. Με όποιον τρόπο μπορούσε.
Επέλεξα μια αλλαγή πλεύσης τρομερά ριψοκίνδυνη αλλά και πολύ αποδοτική, δυνητικά τουλάχιστον. Έπεισα, με σχετική ευκολία, έναν μελλοθάνατο κρατούμενο να δραπετεύσουμε μαζί. Έτσι θα μεταμορφωνόμουν αυτομάτως σε αντιστασιακό.
Τα κανόνισα όλα εγώ όσο καλύτερα μπορούσα. Η απόδραση πέτυχε. Στάθηκα όμως άτυχος, όταν προσπαθήσαμε να επιβιβασθούμε σε πτήση για το εξωτερικό. Ενώ ο κρατούμενος αναχώρησε κανονικά, εμένα με αναγνώρισε ένας συνάδελφος που έτυχε να παρευρίσκεται εκεί, και με πιάσανε.
Είμαι τώρα στον θάλαμο των μελλοθανάτων. Σε λίγες μέρες, αν δεν πέσει το καθεστώς, θα καταστώ μέλος του μαρτυρικού πανθέου της αντίστασης. Προφανώς, η αλλαγή πλεύσης μου ήταν υπερβολικά επιτυχής».
Ίσως όμως η επιτομή της παιγνιώδους δεινότητας του συγγραφέα, βρίσκεται στο «Πάγγραμμα», που αποτελείται από μία μόνο φράση: «Σας ξεκαθαρίζω πως δεν γνώριζα ότι αυτό το κείμενο περιέχει κάθε ψηφίο του αλφαβήτου».